Στην πέμπτη του ποιητική συλλογή, ο Ανδρέας Χατζηχαμπής καταγράφει την ιστορική διαδρομή της Κύπρου με όχημα την κραυγή της Αντιγόνης, που εκπορεύεται από τα βάθη των αιώνων. Η νέα αυτή Αντιγόνη συνεχίζει την παράδοση των τραγικών γυναικών της Κύπρου. Για τον ίδιο, η ποίηση είναι μια επανάσταση των λέξεων και η τελειότητα το άλλο όνομα της αφθαρσίας.

– Από ποια βάθη εκπορεύεται η «Κραυγή της Αντιγόνης»; Η κραυγή της Αντιγόνης εκπορεύεται από τα βάθη των αιώνων σ’ αυτή την πολύφλογο νήσο που ζούμε. Είναι μια προαιώνια κραυγή που αναδύεται από τα κατάκλειστα πέτρινα σπήλαια της απώλειας, απ’ τις στάχτες της γης μας που ακόμα αναθυμιάζουν τον θρήνο και την καταστροφή. Αναβλύζει ακόμα κι από τα ερημωμένα κοιμητήρια απουσίας με τις κομμένες ρίζες μας αλλά κι από τις αξεθώριαστες μνήμες που ορθώνονται σαν αγκάθια στην πέτρινη μακαρία γη μας. Αλλά είναι επίσης και η κραυγή που αναβλύζει απ’ τα κατάβαθα της ψυχής και σμίγει με την κραυγή της Αντιγόνης του Σοφοκλή που αναζητά το ηθικό χρέος μέσα σε χρόνους αρπαγής, μέσα στα κατάκλειστα γραφεία με τις διπλές μαύρες πόρτες, εκεί κάτω απ’ τα κυριακάτικα τραπέζια μας, όπου συνάπτονται ανομολόγητες συμφωνίες. Είναι συνάμα η συλλογική κραυγή του τόπου μας που βιώνει το άδικο, που ποιμαίνει τις θλίψεις προσμένοντας ένα γαλάζιο φως αλλά και η ατομική κραυγή του καθενός μας που βαδίζει με τα καμένα πέλματά του απάνω στη θρακιά γη του, αυτού που του πριονίζουν τα μοναχικά χέρια του, που τον πονούν τα σαρκοβόρα βλέμματα, αυτών που πεθαίνουν καθημερινά με τις θανατερές πέτρες των λιθοβολισμών.

– Ποιο είναι το πικρό χρέος της Αντιγόνης; Η σύγχρονη αυτή Αντιγόνη έχει το πικρό χρέος να υπερασπιστεί το δίκιο. Είναι μια ωδή στο δίκιο κι αντιπαραβάλλει το δίκιο του Θεού και το δίκιο της αράχνης. Αναρωτιέται πιο δίκιο του Θεού μας κρατά σαν σπουργίτια αδύναμα στις πικρές βροχές ενός ατέλειωτου χειμώνα. Επαναστατεί απέναντι στα «φίδια της εξουσίας», στους άγριους θηρευτές των απλών ανθρώπων του μόχθου και της αγνής αλήθειας. Επαναστατεί απέναντι σ’ αυτούς που απλώνουν σαρκοβόρο δίχτυ που παγιδεύει κάθε φωνή σπαραχτική που σκίζει τη σιωπή τους. Η Αντιγόνη αυτή έχει επίσης το ηθικό χρέος της αναζήτησης της ελευθερίας. Αναρωτιέται τι είναι η ελευθερία και τι η υποταγή που ευρέθην αναμεσόν τους. Έχει επίσης το ηθικό χρέος της ειρήνης και συλλογιέται τι ειν’ τα γρουσά δουκάτα, τι ειν’ τ’ αξιώματα, όταν βροντούν φουσάτα, τα ξημερώματα. Κι αναπολεί την αμόλυντη αδερφοσύνη σ’ εκείνες τις μέρες που δεν γράφτηκαν στην ιστορία του ανθρώπου και του κόσμου, χωρίς αδειανά πουκάμισα και θυσίες αδικαίωτες, χωρίς τους θρήνους της μάνας και τα σκαλιστά της δάκρυα.

– Είναι πικρό ηθικό χρέος και η αναφαίρετη μνήμη; Πολύ σημαντικό. Σ’ ένα τόπο με τη συγκεκριμένη ιστορία όπου ακούγονται από παντού αρχαίες φωνές της μνήμης που αντηχούν στο φέγγος των σπλάχνων μας, δεν έχουμε δικαίωμα στη λήθη και στη λησμοσύνη. Τέλος, έχει το ηθικό χρέος της συμπόνιας απέναντι στη σκληρότητα της πέτρας, της πέτρας της σκληρής πατρίδας εντός μας. Των πέτρινων εκφοβισμών, των λιθοβολισμών και των λίθινων λέξεων. Κι η πέτρα, πέτρα στην καρδιά μας, θα μας πει.

– Πού τη συναντούμε σήμερα; Η κραυγή αυτής της Αντιγόνης σχίζει τον χρόνο και ενοποιεί την τραγικότητα της Αντιγόνης του Σοφοκλή με την κραυγή της Αντιγόνης του σήμερα, του τώρα, σ’ ένα ενοποιητικό χωροχρονικό όλον. Σήμερα συναντούμε την Αντιγόνη σε κάθε μορφή αδικίας, στην αδικημένη πατρίδα μας, που αναριγά για πεπρωμένο αδάκρυτο. Στην ατομική αδικία των απλών ανθρώπων, στα καμένα σπίτια απ’ τ’ άδικο. Τη συναντούμε εκεί που κουρσεύονται τα γιασεμιά της θάλασσας και τα μύρα της Αφροδίτης. Τη συναντούμε γύρω από άθαφτα όνειρα, στις σβησμένες λέξεις μας απ’ τα τετράδια της μνήμης, στις σβησμένες επιγραφές μας απ’ τα ελληνικά μας γυμνάσια κι απ’ τη ψυχή μας. Τη συναντούμε ακόμα στα μυστικά δείπνα με τις λόγχες των προθέσεων, στις κουρεμένες μέρες μας. Είναι παρούσα επίσης στους σκυβαλότοπους που η ίδια ανασκάπτει με τα νύχια της για να βρει ένα μικρό ασήμαντο κοκαλάκι, στα αντίσκηνα και στα συσσίτια με το ζεστό γάλα και το κομμάτι ψωμί, στα συρματοπλέγματα του διαχωρισμού, μέσα στα μπουντρούμια της σκλαβιάς που φυλακίζουμε το νιογέννητο φως αλλά και στις θανατερές πέτρες των αναμάρτητων. Είναι με άλλα λόγια η κραυγή που συναιρεί τη συλλογική κραυγή του τόπου με την ατομική κραυγή του κάθε ανθρώπου του σήμερα, πέρα από το χωροχρονικό συγκείμενο της Κύπρου.

– Ποια είναι η κινητήριος δύναμη του ποιητή; Είναι τα λατομεία του πόνου ο οποίος αναβλύζει απ’ τη μαρτυρική πορεία του τόπου μας, με τα πάθη και τους καημούς, με τους μύθους και τους θρύλους του. Είναι η αναμέτρηση με τους αιώνες της ιστορίας που συναιρείται με τα παλάτια του μύθου. Αλλά είναι συνάμα κι η έμπνευση. Μιλώ για εκείνον τον φωτεινό άγγελο, που σε παίρνει απ’ το χέρι για να σου γνωρίσει τον ουρανό της αιωνιότητας, την ιερότητα της διάρκειας. Εκείνη η γλυκιά αφή του μυστηρίου που κινητοποιεί τη διάνοια και τον στοχασμό, που ενεργοποιεί τα αισθήματα, που σου δίνει την πύρινη ενέργεια για δημιουργία. Η δημιουργία είναι η παραμικρή κίνηση απ’ το τίποτα στο κάτι, η παραμικρή ανεπαίσθητη μετακίνηση από το μηδέν στο άπειρο. Άλλοτε κινητήρια δύναμη είναι το όνειρο, εκείνη η αγαθή πρόθεση να υπάρξει κάτι καλύτερο, ένας καλύτερος κόσμος. Είναι επίσης και το νάμα της μνήμης. Όλα αυτά που κτυπούν τα μάνταλα της μνήμης. Άλλοτε ορθώνονται σαν αγκάθια κι άλλοτε σαν αρχαίες φωνές σε γη τυραγνισμένη, παραδομένη στα έγκατα του νου και στων σαρκοφάγων λέξεων, τον κόσμο της σιγής.

– Η ζωή μπορεί να είναι ποιητική; Στην τρέχουσα μετανεωτερική πραγματικότητα, σ’ έναν κόσμο ρευστό, επικρατεί η διάσπαση της σκέψης, η περίσπαση της εστίασης, ο φρενήρης καταιγισμός ειδήσεων, εικόνων και εντυπωσιασμών, επικρατεί η επιφάνεια της εμπειρίας, η επίφαση μιας κάποιας εμπειρίας. Αυτά όλα αποστερούν από τον άνθρωπο την επίγευση των καρπών της πραγματικότητας, διαμελίζουν τη μνήμη σε ασήμαντα θραύσματα του φευγαλέου, σε απειροελάχιστα ψιχία του παροδικού και του εφήμερου. Το αισθητό παρέρχεται πριν προλάβει να γίνει εμπειρία. Όλα αυτά αποστερούν από τον κόσμο την αυθεντική γεύση της ζωής με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να βουτά με όλη του τη δύναμη στα νερά της θλίψης. Αυτής της σαρκοβόρας λέξης που στις μέρες μας έχει επεκτείνει την επικράτειά της σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου αλλά και στα απώτερα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αποστερείται έτσι ο άνθρωπος από την παρηγορία και την ελπίδα των βεβαιοτήτων, από την προοπτική του άχρονου. Η ποίηση έρχεται να προσδώσει το απαραίτητο βάθος των πραγμάτων, ακόμα και των απλών, των καθημερινών. Η αληθινή ποίηση μεταποιεί το εφήμερο σε διαρκές, το παροδικό σε αιώνιο, το ατομικό του ποιητή στο προσωπικό του κάθε ανθρώπου.

– Είναι η γραφή αντίβαρο στην αντιποιητική πραγματικότητα; Σ’ αυτή την αντιποιητική πραγματικότητα η ποίηση είναι σήμερα ίσως η πιο επαναστατική πράξη. Μια επανάσταση των λέξεων. Ψάχνουμε λέξεις αρχαίες στις στοές του εφήμερου. Η τελειότητα είναι το άλλο όνομα της αφθαρσίας. Κάθε έργο τέχνης, κάθε τέχνη, η μουσική, η ζωγραφική, έτσι και η γραφή και η ποίηση, είναι μια σπουδή στην τελειότητα του καλλιτεχνήματος, δηλαδή του ποιήματος. Ένα τέλειο ας υποθέσουμε ποίημα, που δεν έχει ψεγάδι, είναι ένα ποίημα που μπορεί ν’ αντέξει, δεν θα φθαρεί, στον χρόνο, που μπορεί με άλλα λόγια να αγγίξει την αιωνιότητα. Και ο ποιητής με τη γραφή του, ο ταπεινός και θνητός ποιητής, μέσα στο μυστικό εργαστήριο του πνεύματος, το εργαστήρι των λέξεων, ως αντίβαρο στην αντιποιητική πραγματικότητα, καλλιτεχνεί, τις λέξεις για να ακουμπήσει έστω και ανεπαίσθητα κάτι που εκ φεύγει της φθοράς, κάτι που έστω και κατ’ ελάχιστον εκ φεύγει της φθαρτότητας, του πρόσκαιρου και του προσωρινού και αγγίζει την αλήθεια. Γι’ αυτό και ανασκάπτει τα όστρακα του μυστικού, ανασκάπτει τις λέξεις, να βρει το προγονικό τους κάλλος, το ρέον φως που αναβλύζει από τον πυρήνα των λέξεων του.

– Πέρα από τις λέξεις, ποιον ρόλο παίζουν οι σιωπές στη δημιουργία; Να ξέρατε πόσες σιωπές χωράνε σ’ ένα στίχο, πόσες μυριάδες σιωπές χωράνε σε ένα και μόνο ποίημα. Στην Κραυγή της Αντιγόνης, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκαν, με τη θέλησή τους βέβαια, περίπου εννέα χιλιάδες λέξεις. Αυτές μέσα στις δυόμιση περίπου χιλιάδες μέρες της δημιουργίας και της συγγραφής του συνθετικού αυτού έργου. Γράφονταν, σαν να λέμε, τέσσερις λέξεις τη μέρα, μόνο τέσσερις λέξεις την ημέρα. Και τα υπόλοιπα; Τα υπόλοιπα σιωπές. Ένας Θεός ξέρει πόσες σιωπές περιτριγυρίζουν μια ανοιχτή αιμάσσουσα πληγή, πόσες αμέτρητες σιωπές θρηνούν τ’ απρόσμενα καθημερινά ναυάγια, πόσες σιωπές ζουν γύρω από άθαφτα όνειρα, πόσες σιωπές ζουν φυλακισμένες μέσα σε κατάκλειστα πέτρινα σπήλαια της απώλειας, σαν Αντιγόνες, και πόσες λέξεις, λίγες μόνο λέξεις, μας διασώζουν.