Ο κορυφαίος Κύπριος καλλιτέχνης εκθέτει αυτή την περίοδο, μετά από διεθνή επιλογή και μελέτη των έργων του, αλλά και προσωπική πρόσκληση, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ρουμανίας – μία σπάνια τιμητική στιγμή για την «εξαγωγή» του σύγχρονου κυπριακού Πολιτισμού στον κόσμο.

Γιατί είναι τόσο σημαντική αυτή η έκθεση, με τίτλο «Νοητική Γεωγραφία-Αστερισμοί», που πραγματοποιείται για τους επόμενους τέσσερεις μήνες στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ρουμανίας – ένα από τα σπουδαιότερα στην Ευρώπη; Έχει μια ιδιαιτερότητα αυτή η Έκθεση. Καταρχήν, επί προσωπικού, είναι η «επιστροφή» μου στη χώρα έπειτα από 42 χρόνια αφότου είχα τελειώσει τις σπουδές μου ως υπότροφος της UNESCO, στο Βουκουρέστι· και ο βασικός άξονας έρευνας στη δουλειά μου είχε ξεκινήσει από τότε που σπούδαζα – αυτή τη «γραμμή» κράτησα έως σήμερα. Αν και έκανα πολλά χρόνια μετά να επιστρέψω στο Βουκουρέστι, περίπου 33-34 χρόνια, μέσα μου είχα τις αναμνήσεις μιας εποχής και εμπειρίες που ήταν πολύ σημαντικές για την ανάπτυξη της δουλειάς που κάνω σήμερα. Είναι μια χώρα που αξίζει περισσότερο την προσοχή μας, μια και οι ιστορίες μας συνδέονται – παντού θα δείτε π.χ. ονόματα και κτήρια Ελλήνων Φαναριώτων. Το γεγονός δε πως προσκλήθηκα για να κάνω αυτή την Έκθεση -και μάλιστα στο συγκεκριμένο  Μουσείο- το βρίσκω ιδιαιτέρως τιμητικό, ενώ ταυτόχρονα είναι σα να «ξεπληρώνω» ένα χρέος απέναντι στη χώρα στην οποία έκανα τις πρώτες και στέρεες ακαδημαϊκές σπουδές στην Τέχνη.

Σας εξήγησαν γιατί επέλεξαν εσάς γι’ αυτή την Έκθεση, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο; Απ’ ότι αντιλήφθηκα, παρακολουθούσαν την πορεία της δουλειάς μου μέσα στα χρόνια. Αυτό είχε ξανασυμβεί το 1999-2000 όταν μου είχαν στείλει τότε μια επιστολή πως διαθέτουν 2.000 τ.μ. για να παρουσιάσω τη δουλειά μου, αλλά τότε δεν ήταν ακόμη ώριμα τα πράγματα ένθεν και ένθεν – συμπωματικά, είναι ο ίδιος χώρος που ονομαζόταν προηγουμένως «Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης», στο Παλάτι της Βουλής, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Βουλή, η Γερουσία και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Θυμάμαι, όσο σπούδαζα, υπήρχαν δύο διαφορετικοί κόσμοι στην διεθνή καλλιτεχνική και πολιτική σκηνή: Ο ανατολικός και ο δυτικός, όπου υπήρχαν εντελώς διαφορετικές συμπεριφορές και ως προς την ανάπτυξη του Πολιτισμού. Παρότι, επί Τσαουσέσκου κυρίως, υπήρχε κάτι περίκλειστο, υπήρχαν και «υπόγειοι» δίοδοι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Κατά τη γνώμη μου δε, για να ευδοκιμήσει η Παιδεία σε μία χώρα χρειάζονται τρία πράγματα: Το πρώτο είναι το ακαδημαϊκό-σπουδών, το άλλο είναι η πολιτιστική δράση μέσα στην πόλη – θυμάμαι, για παράδειγμα, πόσο εύκολη και φθηνή οικονομικά ήταν η πρόσβαση στον Πολιτισμό, την περίοδο που σπούδαζα στην Ρουμανία· παρακολούθησα σπουδαίες συναυλίες κλασικής μουσικής, μπαλέτο και όπερες με ένα μόνο ευρώ. Και το τρίτο που χρειάζεται είναι η πολιτιστική ποιότητα του κοινού. Αν λείπει ένας από αυτούς τους παράγοντες, τότε η Παιδεία κάπου χωλαίνει. Στη Ρουμανία, λοιπόν, υπήρχε πάντοτε μία ισορροπημένη ατμόσφαιρα, αν και σε άλλο κλίμα, μακριά από τον Δυτικό Πολιτισμό – ή αυτός περνούσε «υπόγεια», κάτι που είχε άλλη βαρύτητα -και πολύ ενδιαφέρουσα, θα έλεγα- για ατομικές προσπάθειες ενημέρωσης. Για να καταλάβετε, από κάτι αντίστοιχο, οι πρώτοι καλλιτέχνες που αναγνωρίστηκαν στην διεθνή σκηνή με την επανένωση της Γερμανίας ήταν τρεις τέσσερεις καλλιτέχνες που προέρχονταν από την Ανατολική Γερμανία, οι οποίοι, ωστόσο, βρήκαν στήριξη στην Δυτική – όπως είναι ο Richter, ο Baselitz, ο Lumperts. Ακόμη και σε ένα κλειστό κλίμα επομένως, υπήρχε και εκεί μια σπουδαία ανάπτυξη του Πολιτισμού, αν και τότε απομονωμένη. Και ενώ οι καλλιτέχνες υπήρχαν και πριν την πτώση του τείχους, τα δυτικά κέντρα αποφάσεων εθελοτυφλούσαν. Με εμένα συμβαίνει το αντίστροφο: Από έξω, μπαίνω μέσα.

«Στην συγκεκριμένη έκθεση, αλλά και στην δουλειά μου των τελευταίων ετών, πραγματεύομαι τις διαστρωματώσεις της μνήμης και της Ιστορίας. Είτε της προσωπικής, είτε του χώρου και του χρόνου».

Τι καινούργιο παρουσιάζει η συγκεκριμένη έκθεση σε σχέση με άλλες σας εκθέσεις στο παρελθόν; Έχει μια αναδρομική μορφή, αλλά σε πιο περιορισμένη ανάπτυξη αφού, λόγω των κρίσεων -πανδημία, πόλεμος, οικονομική κρίση- ανέβηκαν κατακόρυφα τα κόστη· η έκθεση, σκεφτείτε, προγραμματίστηκε αρχικά για το 2021. Μεγαλύτερη βαρύτητα δίδεται στο νέο έργο που έχω υλοποιήσει επί τόπου με μια «Site specific installation», διευρύνοντας παράλληλα την προσοχή σε τρεις τέσσερεις φάσεις της δουλειάς μου που καθόρισαν και την πορεία μου, όπως είναι ένα έργο που είχα παρουσιάσει στην Μπιενάλε Βενετίας, μια σειρά έργων που παρουσίασα στο Μουσείο του Λούβρου, ένα συμβολικό έργο που είχα υλοποιήσει όσο ήμουν φοιτητής -που το τοποθετώ επίμονα, συμβολικά, για να καθορίζει την αφετηρία-, ενώ στο επίκεντρο -που καλύπτει και τον κύριο χώρο της Έκθεσης- είναι μια εγκατάσταση με νερό: Ένα υγρό στοιχείο -νερό με οξείδια του σιδήρου και του χαλκού- σε τετράγωνο που καλύπτει μεγάλη επιφάνεια του δαπέδου, με κτερίσματα, ρίζες επιμεταλλωμένες και αντικείμενα από θραύσματα που θυμίζουν αρχαιολογικά κτερίσματα, τα οποία επιπλέουν και αναδύονται από το νερό – αναφορές στην κόκκινη λίμνη του Μιτσερού ή της Σκουριώτισσας, τα μεταλλεία της Κύπρου, που κουβαλούν ζωή και θάνατο, από όπου παίρνω και τα μεταλλεύματα. Στην συγκεκριμένη Έκθεση, αλλά και στην δουλειά μου των τελευταίων ετών, πραγματεύομαι τις διαστρωματώσεις της μνήμης και της Ιστορίας -είτε της προσωπικής, είτε του χώρου και του χρόνου-, κι έτσι και σε αυτή την Έκθεση το ένα έργο συμπληρώνει το άλλο: Υπάρχει π.χ. το ρευστό στοιχείο αλλά και ένα φορτίο από πετρώματα και οξείδια του χαλκού, όπως στα έργα μου που αφορούν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους αλλά με μια αυθαίρετη εικαστική ερμηνεία, όπως και κάποια επιτοίχια έργα που δείχνουν τις πτυχές της δουλειάς -της υλικότητας και του άυλου- ανάμεσα στην δόμηση των έργων και των επιφανειών. Είναι μια σκηνοθετημένη ανάπτυξη η διαχείριση του διαθέσιμου χώρου που μου δόθηκε.

«Παρότι πέρασε τόσος χρόνος, ο άξονας εργασίας μου παραμένει ο ίδιος. Δείχνει μια επιμονή, ο “κορμός” παραμένει ο ίδιος, αν και προστίθενται διακλαδώσεις μέσα στο χρόνο».

Είστε ένας άλλος άνθρωπος πια από τότε που σπουδάζατε στο Βουκουρέστι έως σήμερα, νομίζετε; Κάποτε μου είχε αφηγηθεί μια ιστορία ένας φίλος. Βρισκόταν στην Πάτμο, σε ένα σταυροδρόμι είχε συναντήσει έναν καλόγερο, έκανε ένα περίπατο για δύο ώρες και στην επιστροφή είδε τον καλόγερο να κάθεται στο ίδιο σημείο – τον ρωτάει «είσαι ακόμη εδώ;» και εκείνος του απαντάει: «Ναι, αλλά είμαι άλλος άνθρωπος τώρα!». Αυτό που θέλω να πω είναι πως υπάρχει ένας φόρτος εμπειριών, αλλά τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα μας παραμένουν ίδια – οι αλλαγές είναι μικρές. Έτσι και στη δουλειά μου: Παρότι πέρασε τόσος χρόνος, ο άξονας εργασίας μου παραμένει ο ίδιος – δείχνει μια επιμονή, ο «κορμός» παραμένει ο ίδιος, αν και προστίθενται διακλαδώσεις μέσα στο χρόνο. Θεωρώ πως κάθε καλλιτέχνης λειτουργεί σαν τον κορμό ενός δέντρου, ο οποίος τρέφεται από τις αθέατες ρίζες, τις πολύπλοκες, που είναι κρυμμένες κάτω από τη «γη», οι οποίες τροφοδοτούν για να δώσει πολύ προσωπικούς και απροβλέπτους καρπούς. Νιώθω ότι ο «δρόμος» δεν είναι απόλυτα στενός – υπάρχουν διάφορες διακλαδώσεις σε όλη την εξέλιξη του έργου, όπου αναπτύσσονται επί μέρους θέματα που αφορούν τον χώρο, τον χρόνο, την δομή, την υλικότητα του αντικειμένου, την ύλη και στο άυλο. Αντιλαμβάνεστε πως σε κάθε διακλάδωση, σε κάθε παρακλάδι της δουλειάς, όπως και της ζωής, υπάρχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά συνδέονται όλα με τον ίδιο «κορμό». Η διαφοροποίηση γίνεται με τους καρπούς που αποδίδεις – εκεί γίνεται η ερμηνεία του συνειδητού και του υποσυνείδητου του κάθε ατόμου· στην σχέση του έργου του με την ύπαρξή του και την εποχή του.

«Το να πάρουμε μια προτεραιότητα ως Κύπρος, σε μία ξένη χώρα με ιστορία Πολιτισμού, εμπεριέχει μια σημαντική βαρύτητα. Γιατί η Κύπρος δεν έχει ακόμη την αυτοπεποίθηση της ταυτότητάς της, σε ό,τι αφορά στον σύγχρονο Πολιτισμό».

– Είστε ένας από τους δύο-τρεις διεθνείς Κύπριους καλλιτέχνες – γιατί επιμένετε να ζείτε στην Κύπρο; Παρότι είχα την δυνατότητα να ζω μόνιμα στο εξωτερικό, στο Παρίσι π.χ. όπου διατηρώ το εργαστήριό μου εδώ και 30 χρόνια, όταν κάνω 40 μέρες στο εξωτερικό θέλω να επιστρέψω – το αντίστοιχο συμβαίνει και όσο ζω στην Κύπρο. Κάπως σαν να μην κόπηκε ο ομφάλιος λώρος… Νιώθω ότι η Κύπρος είναι ένας τόπος που χρειάζεται την συμβολή μας περισσότερο από την ξενιτιά και, τα τελευταία χρόνια, βλέπω πως υπάρχει μια κάποια ενθαρρυντική ανάπτυξη από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες. Υπάρχει μια ενίσχυση, όμως πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως δεν έχει κανένας καμία υποχρέωση να μας προσέξει αν δεν αξίζουμε να μας προσέξει – υπάρχει έντονος συναγωνισμός στο εξωτερικό, υπάρχει «διάλογος» μεταξύ των χωρών που εμείς -και ως νησί- έχουμε πρόβλημα ισοτιμίας. Διεθνώς, υπάρχει συγκεκριμένη στρατηγική ενημέρωσης του κοινού για το πνεύμα των ημέρων και εξαιρετικοί καλλιτέχνες παντού. Επομένως, το να πάρουμε μια προτεραιότητα ως Κύπρος, σε μία ξένη χώρα με ιστορία Πολιτισμού, εμπεριέχει μια σημαντική βαρύτητα. Γιατί η Κύπρος δεν έχει ακόμη την αυτοπεποίθηση της ταυτότητάς της σε ό,τι αφορά στον σύγχρονο Πολιτισμό – «φορτώνεται» ο καθένας την δική του ταυτότητα για να κάνει κάτι, αλλά λιγότερο ως τόπος. Προχωράμε όμως. Οφείλω να αναφέρω πως σε αυτή την Έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ρουμανίας υπήρξε σημαντική η συμβολή του Υφυπουργείου Πολιτισμού, του πρώην υφυπουργού κ. Γ. Τουμαζή, της αναπληρώτριας διευθύντριας του τμήματος συγχρόνου πολιτισμού, κ. Έλενας Χριστοδουλίδου, και του κ. Πέτρου Δυμιώτη που ανταποκρίθηκαν αποτελεσματικά στην πρόσκληση του Μουσείου, με αντιπρόταση να γίνει συνδιοργάνωση – τους οποίους και ευχαριστώ για την στήριξη και την αποτελεσματική συμβολή τους. Επίσης, ευχαριστώ την Άντρια Αντωνίου για την χορηγία της Iron Mountain, και ιδιαιτέρως τους επιμελητές της έκθεσης, Catherine Nikita και Alex Oberlander, που δουλεύαμε μαζί, τους τελευταίους έξι μήνες.

  • «Mental Geography / Constellations» («Νοητική Γεωγραφία / Αστερισμοί») του Θεόδουλου Γρηγορίου, στο MNAC – National Museum of Contemporary Art, Bucharest. Διάρκεια  έκθεσης: 25 Μαΐου 2023 – 1 Οκτωβρίου 2023.

Ελεύθερα, 4.6.2023