Για τον Κώστα Σιλβέστρο η τραγωδία είναι σαν τη φύση: μπορείς να την ερμηνεύσεις, αλλά πάντα βρίσκει τρόπο να σου προκαλεί δέος.
Πριν από ακριβώς επτά χρόνια ο σκηνοθετικά «ουρανοκατέβατος» Κώστας Σιλβέστρος τάραξε τα νερά του κυπριακού θεάτρου με την παραγωγή του Πλούτου, που μπήκε από ένα παιχνίδι της μοίρας στο πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Έκτοτε και μετά από αρκετές διακρίσεις και επιτυχημένες παραγωγές, έχει καταξιωθεί ως εξέχων εκπρόσωπος της νέας γενιάς σκηνοθετών. Η επιστροφή του στο φεστιβάλ που τον ανέδειξε καταγράφει ακόμη ένα ορόσημο, αφού αυτή είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία. Και βέβαια, αυτή τη φορά δεν μπαίνει από το «παράθυρο» στο πρόγραμμα αλλά μετά βαΐων και κλάδων και απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη και τη στήριξη των διοργανωτών για να φέρει εις πέρας τη μοναδική κυπριακή παραγωγή. Με ποιητική διάθεση, παρουσιάζει μια επίκαιρη μεταφορά της σοφόκλειας Αντιγόνης αναζητώντας μια νέα πνοή σ’ ένα από τα κορυφαία δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος, με φόντο τα χαλάσματα του σύγχρονου κόσμου.
– Η επιφόρτιση της σκηνοθεσίας της πρώτης σου τραγωδίας και δη ενός έργου όπως η Αντιγόνη σε στρεσάρει; Η αλήθεια είναι ότι το να σκηνοθετήσω αρχαία τραγωδία ήταν κάτι που απέφευγα. Το θεωρώ το δυσκολότερο είδος. Δεν είναι ότι δεν ήθελα να το κάνω, απλώς όποτε το σκεφτόμουνα, τη σκέψη μου συμπλήρωνε ένα: «άστο καλύτερα για αργότερα». Το στρες πιστεύω προκαλείται όταν αισθάνεσαι απροετοίμαστος για κάτι και η αλήθεια με τέτοια έργα είναι δύσκολο θεωρώ να αισθανθεί κανείς καλά προετοιμασμένος. Αυτό που συνειδητοποιώ όμως είναι ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις το στρες, ειδικά όταν καταπιάνεσαι με τέτοια κείμενα, είναι ένας: Η μελέτη.
– Απαιτεί αυτοπεποίθηση μια τέτοια αποστολή; Μόνο με τη μελέτη μπορείς να αισθανθείς αυτοπεποίθηση και να πας ένα βήμα παραπέρα. Μπορώ λοιπόν να πω ότι η μελέτη που κάνω όλο αυτό το διάστημα στην Αντιγόνη, μού έχει ξεκλειδώσει έναν ολόκληρο νέο κόσμο, που μέχρι σήμερα, τον ήξερα πιο επιδερμικά. Ο κόσμος της αρχαίας τραγωδίας μ’ έχει συναρπάσει και σίγουρα είναι κάτι που θέλω να συνεχίσω να μελετώ και να εξερευνώ. Το σκάψιμο σε τέτοια κείμενα δεν σταματάει. Όσο σκάβεις, βρίσκεις. Μπορώ λοιπόν να πω ότι όσο εμβαθύνω στο κείμενο και τις αναλύσεις του, τόσο το στρες μου μετατρέπεται σε ενθουσιασμό και μεγαλύτερη περιέργεια.
– Ποια σημεία επιχειρεί να φωτίσει η δική σας πρόταση σε σχέση με μια σύγχρονη ανάγνωση; Κυρίαρχος στόχος και ζητούμενο είναι να φωτιστεί το ίδιο το κείμενο. Επέλεξα την εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου γιατί από μόνη της είναι σύγχρονη, χωρίς να χάνει την ποιητικότητά της. Μ’ ενδιαφέρει να δω πώς μπορεί ένα τέτοιο κείμενο να ξαναειπωθεί σήμερα, χωρίς απαραίτητα να του αλλάξουμε τα φώτα ή να αλλοιώσουμε το περιεχόμενό του. Επενδύω σίγουρα στη διαμάχη ανάμεσα στους νόμους της ηθικής απέναντι στους νόμους του κράτους. Την ίδια ώρα, δεν θέλησα να βάλω την Αντιγόνη να πετάει μολότοφ για να τη φέρω στο σήμερα. Η Αντιγόνη δεν μας έχει ανάγκη, εμείς την έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό επιστρέφουμε συνεχώς σ’ αυτήν και σε όλες τις αρχαίες τραγωδίες. Γιατί λειτουργούν ως μνήμη, προειδοποίηση αλλά και παρηγοριά.
– Θεωρείται μεταξύ άλλων η τραγωδία της αγάπης, της χειραφέτησης και της ζωής. Εσύ ποιο άλλο χαρακτηρισμό θα της απέδιδες; Θα έλεγα ότι είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα, από κάθε άποψη, έργα τέχνης που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος. Μου είναι πραγματικά αδύνατο να μπω στη διαδικασία να της αποδώσω συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς. Το πεδίο που καλύπτει είναι απέραντο.
– Ποιες λύσεις και ποιους σκοπούς εξυπηρετεί η επιλογή του ολιγομελούς Χορού; Αδιαμφισβήτητα, στην Αντιγόνη συναντούμε μερικά από τα ωραιότερα χορικά αρχαίας τραγωδίας. Προσπαθούσα να σκεφτώ ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να φωτιστούν, χωρίς να χάσουμε λέξη και κάπως έτσι κατέληξα σε έναν ολιγομελή χορό, ώστε να εστιάσουμε στο περιεχόμενο και όχι σε ένα πλήθος κινήσεων και λόγου. Δύο εξαίρετοι μουσικοί, ο Δημήτρης Σπύρου και ο Βασίλης Βασιλείου, μαζί με μια από τις καλύτερες ηθοποιούς μας, τη Στέλα Φυρογένη, ανέλαβαν το κομμάτι των χορικών, μέσω ενός ενδιαφέροντος μουσικού πειράματος.

«Καταλήξαμε να τα γκρεμίσουμε όλα και η ιστορία να ειπωθεί τελικά όχι μπροστά από ένα καλοστημένο σκηνικό, αλλά πάνω σε έναν ‘αντι-σκηνικό’ χώρο, όπου τα πάντα έχουν καταρρεύσει. Δεν θεωρώ την προσέγγιση απαραίτητα πεσιμιστική, διότι πάνω στα ερείπια των αιώνων, η Αντιγόνη ακόμη ζει και ζωντανεύει την ιστορία της ξανά και ξανά.»
– Γιατί η πρότασή σας διαδραματίζεται επί των ερειπίων της Θήβας; Θα έλεγες ότι είναι μια πεσιμιστική προσέγγιση; Τα ερείπια μπορεί να ξεκινούν από τη Θήβα, αφού όλο το έργο διαδραματίζεται μετά από μία μάχη, αλλά συνεχίζονται και φτάνουν μέχρι σήμερα σε εικόνες- δυστυχώς- γνώριμες. Μας βασάνισε πολύ το περιβάλλον μέσα στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί η δράση. Αφού χτίσαμε ένα σωρό ιδέες, καταλήξαμε να τα γκρεμίσουμε όλα και η ιστορία να ειπωθεί τελικά όχι μπροστά από ένα καλοστημένο σκηνικό, αλλά πάνω σε έναν «αντι-σκηνικό» χώρο, όπου τα πάντα έχουν καταρρεύσει. Δεν θεωρώ την προσέγγιση απαραίτητα πεσιμιστική, διότι πάνω στα ερείπια των αιώνων, η Αντιγόνη ακόμη ζει και ζωντανεύει την ιστορία της ξανά και ξανά.
– Γιατί θεωρείς το σύμπαν του έργου γκρι κι όχι φωτεινό; Είναι η σχέση του έργου με τους νεκρούς και την έννοια του τάφου, που μου δημιούργησε την αίσθηση μιας γκρι «νεκρούπολης». Το έργο ξεκινάει ήδη με δύο νεκρούς, τα αδέρφια της Αντιγόνης και καταλήγει στο τέλος με άλλους τρεις. Ανάμεσα στις ρωγμές αυτού του γκρι σύμπαντος ξεπροβάλλει σίγουρα και φως, το οποίο μάλιστα είναι εκτυφλωτικό. Δεν θα χαρακτήριζα καμία τραγωδία ως μόνο «φωτεινή» ή μόνο «σκοτεινή». Σε όλες συνυπάρχει το φως με το σκοτάδι.
– Είναι φιλόδοξο να διατείνεται κανείς ότι σκοπεύει να επαναπροσδιορίσει και να δώσει νέα πνοή στο αρχαίο δράμα; Μα κάθε νέο ανέβασμα δεν δίνει νέα πνοή στο κάθε έργο; Δεν σκοπεύω να επαναπροσδιορίσω το αρχαίο δράμα ως αυθεντία. Αλίμονο. Τώρα το ανακαλύπτω κι εγώ και επιχειρώ τη δική μου πρόταση. Προσωπικά, αισθάνομαι ήδη κερδισμένος μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Εύχομαι να παρουσιάσουμε μια παράσταση που θα καταφέρει να επικοινωνήσει με το κοινό.
– Με ποια μάτια πρέπει να αντικρίζει την τραγωδία ο σύγχρονος θεατής; Ο σύγχρονος θεατής δεν είναι ένα πράγμα κι ούτε πρέπει όλοι οι θεατές να προσλαμβάνουν τα έργα με την ίδια ματιά. Ο καθένας μας έχει τα δικά του φίλτρα και το δικό του μυαλό. Δεν έχω να προτείνω συγκεκριμένη ματιά, ούτε ότι πρέπει να αντικρίσει την τραγωδία με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ο κάθε θεατής ξέρει.
– Το τραγικό υλικό, είναι κάτι ερμηνεύσιμο; Είναι τόσες πολλές και διαφορετικές οι ερμηνείες για κάθε τραγικό υλικό και πολλές φορές η μια ερμηνεία αναιρεί με τόσο δυνατά επιχειρήματα την άλλη, που θα έλεγα πως η τραγωδία βρίσκεται σ’ ένα διαρκή, αιώνιο διάλογο με τον άνθρωπο και τις ερμηνείες που της δίνει. Για μένα η τραγωδία είναι σαν τη φύση. Μπορείς να την ερμηνεύσεις, αλλά πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να σε αμφισβητεί, να σε εκπλήσσει και να σου προκαλεί δέος, υπενθυμίζοντάς σου το μέγεθος σου απέναντι σε αυτήν. Όλα έχουν ειπωθεί, όλα έχουν ερμηνευθεί και την ίδια ώρα συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε και να διαπραγματευόμαστε έννοιες και νοήματα, ελπίζοντας ότι τελικά κάπου ίσως υπάρχει κάποιος θεός που μας ακούει.

– Από που μπορούμε να πιαστούμε για να αντλήσουμε αντοχές απέναντι στην οδύνη; Από το χέρι του άλλου. Απλώνοντας πρώτα το δικό μας.
– Η αναρχία είναι απαραιτήτως επικίνδυνη; Θα έπρεπε να είναι κολάσιμη; Η αναρχία πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετικά παρεξηγημένη έννοια λόγω της τεράστιας προπαγάνδας που έχει υποστεί ως έννοια. Ακούμε «αναρχία» και την ταυτίζουμε αμέσως με αντικαθεστωτικές τρομοκρατικές βομβιστικές ενέργειες. Στην πραγματικότητα, η αναρχία έχει ως πυρήνα την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων με βάση τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό και την προσωπική συμμετοχή. Μέσα από την αναρχία έχουν γεννηθεί σπουδαίοι οραματιστές, έχουν γραφτεί τα ωραιότερα ποιήματα κι έχουν τραγουδηθεί τα ωραιότερα τραγούδια. Για μένα η αναρχία δεν είναι βία, αλλά ελευθερία.
INFO: Αντιγόνη, Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, 10/7 Αμφιθέατρο Σχολής Τυφλών, 18/7 Αρχαίο Ωδείο Πάφου, 21/7 Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 9μ.μ. SoldOutTickets