Το πρώτο του θεατρικό έργο «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του» παίζεται με αξιοσημείωτη –ήδη- απήχηση από τη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου. Μ’ αυτή την αφορμή, ο γνωστός σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός βρέθηκε στην Κύπρο. Τον συναντήσαμε για να κάνουμε ένα vodcast για το philenews, στο περιθώριο του οποίου ωστόσο συζητήσαμε εκτενέστερα για όσα τον απασχολούν σ’ αυτό το στάδιο της ζωής του, όπου αισθάνεται πιο συνειδητοποιημένος από ποτέ. Πλέον αυτό που τον ενδιαφέρει και τον ευχαριστεί είναι να κάνει ταξίδια και να έχει την ελευθερία του, ως προς το πώς λειτουργεί και εκφράζεται. Κι όπως εξομολογείται έπαψε πια να έχει καλλιτεχνικού τύπου απωθημένα, ενώ ως άνθρωπος έχει γίνει πιο δεκτικός, αλλά και πιο διαλλακτικός.
–Πιο προσωπικό στοίχημα θεωρείς το πιο θριαμβευτικά κερδισμένο; To ότι έχω την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου. Κι όταν λέω ανεξαρτησία, εννοώ ότι δεν έχω εξαρτήσεις. Από ουσίες δεν είχα ποτέ, ούτως ή άλλως. Εννοώ εξαρτήσεις από τα πλούτη, τη διασημότητα, την επιτυχία. Νιώθω ότι δεν με καταπιέζουν, δεν με αγχώνουν πια όλα αυτά.
–Αυτό έρχεται στην πορεία; Ναι, βέβαια. Δεν το έχεις από την αρχή. Το κατακτάς, αν θες να το κατακτήσεις κι αν αντιληφθείς πόσο σημαντικό είναι. Για μένα είναι πολύ. Για κάποιον άλλον μπορεί να είναι πιο σημαντικό το να έχει χρήματα. Αλλά δεν ξέρω αν είναι τελικά αυτό το οποίο θα τον οδηγήσει στην ευτυχία.
–Πώς φτάνει κανείς σ’ αυτή την «απεξάρτηση»; Δεν ξέρω πώς έγινε. Νομίζω συνέβη γιατί πολύ απλά ακολουθούσα λίγο την καρδιά μου. Δηλαδή, αποφάσιζα πολλές φορές –μάλλον τις περισσότερες- με βάση το συναίσθημα κι όχι το συμφέρον μου. Ίσως γιατί κατάλαβα ότι το συμφέρον μας είναι να ικανοποιούμε το συναίσθημά μας. Λειτουργούσα πάντα με βάση το ένστικτο και το συναίσθημα, οπότε νομίζω ότι δεν ήταν κάποια σαρωτική αλλαγή για μένα.
–Έτσι λειτουργείς; Ενστικτωδώς; Ναι. Το εγκεφαλικό μέρος θα το χρειαστώ και θα το επιστρατεύσω όταν έχω μια ωραία ιδέα να εξελίξω. Μετά αφήνομαι ελεύθερος σ’ αυτό που έχω να πω. Αν κάτι καμιά φορά με δεσμεύει και κατά συνέπεια με αγχώνει είναι όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να γράψω συγκεκριμένα. Π.χ. όταν μου ζητούν ένα έργο από εκεί, ένα κείμενο από εδώ. Μου αρέσει που οι «Σέρρες» λ.χ. γράφτηκαν μέσα σε πλήρη ελευθερία. Ξεκίνησα να γράφω χωρίς να έχω απολύτως τίποτα στο μυαλό. Ούτε τι σειρά θα γίνει, ούτε αν θα γίνει σειρά, ούτε πόσα επεισόδια θα έχει, ή σε ποιο κανάλι θα προβληθεί. Έλεγα απλώς μια ιστορία και μετά άρχισα να σκέφτομαι πού θα μπορούσε να πάει.
–Πόσο πραγματική είναι αυτή η ιστορία; Είναι πολύ πραγματική, όπως κατά βάθος όλες οι ιστορίες μου. Όχι, όμως, ότι η ζωή μου είναι έτσι. Δηλαδή, δεν είναι έτσι η οικογένειά μου. Θα με σκοτώσει η αδερφή μου αν περάσει ποτέ από το μυαλό του κόσμου ότι ως χαρακτήρας είναι όπως την υποδύεται –εξαιρετικά- η Λένα Δροσάκη. Στην πραγματικότητα η αδερφή μου είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Πάντως, η ιστορία είναι πραγματική, στο βαθμό που όλες οι ιστορίες και οι χαρακτήρες μου προκύπτουν βιωματικά.
–Άρα επιστρέφεις πάντα εκεί, στη νεότητα και στα παιδικά σου χρόνια; Εκεί βρίσκεται το ανεξάντλητο «απόθεμα»; Το «Παραπέντε» ήταν σίγουρα ένα αφιέρωμα στην παιδική και εφηβική μου ηλικία. Νομίζω ότι πραγματικά ξεχρέωσα. Ό,τι αστείο σκεφτόμουν, ό,τι φανταζόμουν από παιδί πραγματοποιήθηκε, μπήκε μέσα. Από τον Μαγκάιβερ και τις ελληνικές ταινίες που έβλεπα, μέχρι τους «Μυστικούς Επτά» της Ένιντ Μπλάιτον που διάβαζα. Είναι όλα εκεί.
–Τι εννοείς όταν λες ότι «ξεχρέωσες»; Εννοώ ότι δεν πρέπει οπωσδήποτε ν’ ανατρέξω εκεί. Εντάξει, τα είπα και ξεθύμανα. Και οι «Σέρρες» έχουν στοιχεία από εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Ανατρέχω λοιπόν κι εκεί. Αλλά ιχνηλατώ και το μέλλον. Για παράδειγμα, το «42497» που ανέβηκε στο Θέατρο Ήβη είναι ένα έργο που διαδραματίζεται στο μέλλον, όπως εγώ το φαντάζομαι. Δηλαδή, προς τα εκεί που αισθάνομαι ότι μάς οδηγεί το παρόν. Και το μέλλον αυτό είναι δυστοπικό.
–Δεν είσαι αισιόδοξος άνθρωπος; Για το δικό μου μέλλον προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, να σου πω την αλήθεια. Αναγκαστικά, βέβαια, δεν γίνεται το μέλλον των άλλων ανθρώπων να μην είναι συνυφασμένο με το δικό μου. Προσπαθώ όμως τουλάχιστον να ομορφύνω τον μικρόκοσμό μου, παρόλο που βλέπω ότι δεν συμβαδίζει και τόσο πολύ μ’ αυτό που βιώνουμε.
–Αν φρόντιζε ο καθένας τον κήπο του, τον μικρόκοσμό του, δεν θα ήταν πιο ωραία τα πράγματα για όλους; Ναι. Αυτό ακριβώς προσπαθώ να κάνω. Δηλαδή, να φροντίζω τον κήπο μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μ’ αρέσει, άλλωστε, η κηπουρική και την εξασκώ αρκετά στο σπίτι μου στην Αίγινα.

–Η ελληνική ψηφιακή δημόσια σφαίρα θυμήθηκε πρόσφατα μια «προφητική» ατάκα του Χοσέ από τις «Σαββατογεννημένες» σχετικά με τα ολυμπιακά έργα. Γιατί η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει τόσο ακριβά μια ωραία της στιγμή; Εμείς ευθυνόμαστε που το πληρώνουμε. Τελικά αποδείχτηκε ότι το να χτίσεις 20 νέα στάδια είναι πιο εύκολο από το να χτίσεις μια νέα νοοτροπία. Αυτό δεν κάναμε. Δεν είναι μόνο να κατασκευάσεις κάτι για τα μάτια του κόσμου. Έχει δουλειά μετά για να το διατηρήσεις. Πρέπει να δουλέψεις, να το συντηρήσεις, να το φροντίσεις. Είμαστε μόνο της εικόνας, δυστυχώς. Θέλουμε να μας πούνε «μπράβο» και μετά επαναπαυόμαστε. Το ότι δεν φροντίζουμε κάτι σημαίνει ότι δεν το αγαπάμε. Έχω την αίσθηση ότι ακόμη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν τους πήραμε επειδή τους αγαπούσαμε, αλλά για το θεαθήναι, για το «γαμώτο», για έναν εγωισμό.
–Εσένα πάντως σου αρέσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες… Ναι. Παρακολουθώ, πηγαίνω. Πήγα σε όλα τα αγωνίσματα στην Αθήνα, πήγα στο Πεκίνο, θα πάω στο Παρίσι. Παρακολουθώ στίβο ανελλιπώς. Η εκπομπή «Team Hellas» για την ΕΡΤ1 ήταν από τις πιο όμορφες τηλεοπτικές μου στιγμές. Γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους και δυστυχώς πέρασα κι από αυτά τα στάδια, όπου διαπίστωσα άσχημες καταστάσεις, ασυντήρητες και αφρόντιστες εγκαταστάσεις και εγκατάλειψη. Νομίζω ότι αυτό που ζούμε τώρα με το στέγαστρο Καλατράβα θα το ξαναζήσουμε σύντομα. Θ’ ακούσουμε νέα κι από άλλη ολυμπιακή εγκατάσταση που έχει βρεθεί σε αχρηστία. Παρεμπιπτόντως, είχα τη χαρά και την τεράστια στεναχώρια να παίξω στο Θέατρο Μπάντμιντον, που ήταν ένα ολυμπιακό ακίνητο που αξιοποιήθηκε ιδανικά. Έγινε το πιο όμορφο θέατρο που είχε ποτέ η Αθήνα και δυστυχώς αυτή τη στιγμή σαπίζει, επειδή δύο Υπουργεία δεν συνεννοήθηκαν για μία άδεια. Το πήραν πίσω από τους ανθρώπους και την κοινωνία και το έχουν αφήσει να μαραζώνει. Με ποια λογική; Δεν καταλάβαμε ποτέ…
–Απωθημένα έχεις; Τι έμεινε να κάνεις από εδώ και πέρα; Να γυρίσω όλο τον κόσμο, αυτό είναι το απωθημένο μου. Όλα τα απωθημένα μου έχουν να κάνουν τώρα πια με ταξίδια κι όχι με τα καλλιτεχνικά. Κάποτε είχα καλλιτεχνικά απωθημένα. Όταν ήμουν παιδάκι ήθελα να πάρω Όσκαρ, να κερδίσω την Eurovision, να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν έχω τέτοια απωθημένα τώρα.
–Δεν θέλεις να κάνεις μια κινηματογραφική ταινία, ας πούμε; Εν καιρώ θα μιλήσουμε και γι’ αυτό. Ας πούμε ότι είναι νωρίς. Δεν είναι ότι δεν μ’ ενδιαφέρει. Γενικά, θα κάνω πράγματα. Θα γράψω, αλλά θα το κάνω επειδή το αισθάνομαι εγώ κι όχι επειδή έχω απωθημένα. Τώρα θέλω αν γίνεται να ταξιδέψω παντού. Δηλαδή, κοιτάζω την Υδρόγειο, βλέπω τα μέρη όπου δεν έχω πάει και νιώθω ένα σφίξιμο. Ψάχνω να βρω τον χρόνο και τον τρόπο. Θα κάνω κάποια ταξίδια μεγάλα γιατί τα χαίρομαι πολύ. Θα πάω του χρόνου στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα που το ήθελα πάντοτε. Αν γίνεται, θέλω να πάω στο πιο μικρό και απομακρυσμένο κράτος του κόσμου. Θέλω να προλάβω να γυρίσω τον πλανήτη. Τον Μάρτιο πήγα στον Βόρειο Πόλο, στα νησιά Σβάλμπαρντ.
–Μα πώς σου ήρθε να πας εκεί; Ε, μα για απωθημένα δεν με ρώτησες; Είναι το βορειότερο κατοικημένο μέρος της Γης. Προσγειωθήκαμε στους -17. Άρα, δεν φοβάμαι τα μακρινά και δύσκολα. Και στην Ανταρκτική θέλω να πάω. Αυτό, ναι, είναι ένα μεγάλο απωθημένο.
–Σε ποια ζητήματα έχεις γίνει περισσότερο ανεκτικός με τα χρόνια και σε ποια λιγότερο; Γενικά είμαι πιο ανεκτικός, από την άποψη ότι δέχομαι ότι ο άλλος μπορεί να είναι έτσι όπως είναι. Και δεν το βάζω αμέτι μουχαμέτι να τον αλλάξω. Κάποτε δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατό να μου λες πράγματα με τα οποία εγώ διαφωνώ κι εσύ να διαφωνείς μ’ αυτά που εγώ θεωρώ αυτονόητα. Πίστευα ότι έπρεπε ντε και καλά να συμφωνήσουμε. Τώρα λοιπόν καταλαβαίνω ότι δύο άνθρωποι μπορεί και να μη συμφωνήσουν ποτέ. Και το δέχομαι. Αν αυτά που λες μού ακούγονται τρέλες, απλά θ’ απομακρυνθώ. Αλλά δεν θα καθίσω εδώ πέρα να σπαταλήσω δέκα ώρες πάνω σε μια διαφωνία που το πιθανότερο είναι να καταλήξει σε φιλονικία.

–Μπορείς ν’ αγαπάς κάποιον με τον οποίο με τα χρόνια έχεις διαπιστώσει ότι πλέον διαφωνείς; Ναι, μπορείς να συνεχίσεις να έχεις θετικά συναισθήματα για έναν άνθρωπο ακόμη κι αν δεν μπορείς πλέον να επικοινωνήσεις μαζί του, τι να κάνουμε; Μπορείς να κρατήσεις τις ωραίες αναμνήσεις μαζί του, αλλά δεν χρειάζεται να ταλαιπωρείσαι και να φορτίζεσαι όταν δεν υπάρχει έδαφος για συνεννόηση. Είναι άδικος κόπος.
–Αυτό που λες μπορεί να εκληφθεί και ως φυγοπονία. Δεν σ’ ενδιαφέρει να διεκδικείς το δίκιο σου; Όχι, δεν είμαι πολύ διεκδικητικός. Από μία ηλικία και μετά νομίζω ότι δεν σ’ ενδιαφέρει και τόσο πολύ να βρεις το δίκιο σου, όσο το να βρεις την ησυχία σου και τη χαρά σου. Το δίκιο σου, αν θεωρείς ότι το έχεις, δεν το ψάχνεις πουθενά. Το κουβαλάς μαζί σου. Ενώ, την ηρεμία, τη χαρά, την απόλαυση, αυτά νομίζω ότι ψάχνεις να τα βρεις. Αυτά είναι που δεν έχουμε μέσα στη μέρα. Δεν βλέπεις τι γίνεται; Εδώ άνθρωποι σκοτώνονται για μία θέση πάρκινγκ. Επειδή θέλουν να βρουν το δίκιο τους και θεωρούν ότι το δίκιο τους αντιτίθεται στο δίκιο του άλλου.
–Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν σε ενδιαφέρει; Μ’ ενδιαφέρει και πολύ μάλιστα. Παρατηρώ τα μέρη όπου δεν υπάρχει κι αυτό με στεναχωρεί, με προβληματίζει κι αν τύχει θα κάνω ένα σχόλιο μέσα από τη δουλειά μου. Αναγνωρίζω όμως ό,τι μπορεί και να μην μπορώ ν’ αλλάξω τα πράγματα. Η τηλεόραση είναι ένα μέρος το οποίο για μένα δεν είχε και εξακολουθεί να μην έχει δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφυγα.
–Το θέατρο είναι πιο δίκαιο; Δεν έχει κι αυτό τις αδικίες του; Φανταζομαι πως ναι. Απλώς στην τηλεόραση το έζησα για πολλά χρόνια, το γεύτηκα σε όλη του την πικρία και με κούρασε.
–Καθώς η ελληνική κοινωνία συνεχίζει την ομφαλοσκόπηση, η δική σου απόφαση να εγκατασταθείς στην Αίγινα είναι μια επιλογή αποστασιοποίησης; Η ομφαλοσκόπηση συνεχίζεται, αλλά εγώ νομίζω ότι κάποιοι άνθρωποι πηγαίνουν προς το χειρότερο και κάποιοι προς το καλύτερο. Στο χέρι σου είναι διαλέξεις σε ποια μεριά θες να βρίσκεσαι και να κάνεις παρέα μ’ αυτούς που σου ταιριάζουν. Θεωρώ ότι εγώ πάω προς το καλύτερο και διάλεξα ανθρώπους γύρω μου με αυτό το σκεπτικό. Και απομακρύνθηκα από τους άλλους. Είμαι ένας άνθρωπος που μπορώ να προχωρήσω προς τα μπροστά και νιώθω αρκετά ελεύθερος. Αγαπώ τον τόπο μου και αγαπώ και τον τόπο που επέλεξα τώρα να ζήσω.
–Η εμπορικότητα σε απασχόλησε ποτέ; Αν θέλεις εμπορικότητα προσπαθείς να χαϊδέψεις τ’ αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων. Εγώ δεν το κάνω αυτό. Δεν απαρνιέμαι την εμπορικότητα, αλλά προτιμώ την αγάπη.
–Η αποδοχή του κοινού δεν είναι δύναμη; Ναι, είναι δύναμη. Αλλά αν στόχευα περισσότερο στην αποδοχή, θα απευθυνόμουν διαφορετικά στο κοινό. Θα έκρυβα πράγματα, δεν θα ήμουν τόσο ανοιχτός και δεν θα δυσαρεστούσα κάποιους. Αλλά από ένα σημείο και μετά δεν με απασχολούσε ούτε η ανοχή, ούτε η αποδοχή. Δεν τις θεωρώ και ωραίες λέξεις. Σκέψου να έρθω να σου πω «γεια σου Γιώργο, σε ανέχομαι». Είναι καλό αυτό; Ή «γεια σου Γιώργο, σε αποδέχομαι». Δεν θέλω ούτε να με ανέχονται ούτε να με αποδέχονται: θέλω να με σέβονται. Και νομίζω ότι το πρόβλημα είναι ότι μιλάμε για ανοχή και αποδοχή αλλά δεν μιλάμε για σεβασμό. Μπορεί να μη συμπαθείς τον άλλον, να μην τον χωνεύεις. Αλλά από τη στιγμή που είσαι συμπολίτης του σ’ αυτή τη χώρα, οφείλεις να τον σέβεσαι, όπως οφείλει κι αυτός να σε σέβεται. Νομίζω ότι εκεί το χάνουμε, στο ότι δεν έχουμε βάλει τη λέξη «σεβασμός» στη συζήτηση. Είναι αυτό το οποίο μας λείπει, δυστυχώς.
–Η αναγνωρισιμότητα έρχεται και με μια αίσθηση φορτικής ευθύνης; Την ευθύνη ξέρω να τη χειριστώ, είναι δικιά μου. Τα κινητά των άλλων δεν είναι. Και μπορεί να μη θέλω να είμαι σε όλα τα κινητά του κόσμου σε τελική ανάλυση. Μπορεί να θέλω να καθίσω απλώς ήσυχος σε μια καφετέρια να πιω ένα καφέ και να διαβάσω, να έχω λίγο χρόνο για μένα, να σκεφτώ, να ηρεμήσω. Δεν μπορώ να το διακόπτω αυτό κάθε πέντε λεπτά γιατί κάποιος θέλει να βγει σέλφι, χωρίς ούτε να πει «καλημέρα». Δυστυχώς, ο κόσμος ζητάει πλέον πάρα πολλά. Ακριβώς επειδή βασίζεται στην εικόνα.
- INFO Το έργο του Γιώργου Καπουτζίδη «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του» παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου από τη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ, κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή μέχρι 30/12. 77772717
Ελεύθερα, 29.10.2023