Ο ζωγράφος Γιώργος Κοτσώνης μοιράζεται μερικά από τα μυστικά της δουλειάς του. 

Η φήμη της δουλειάς του Γιώργου Κοτσώνη έχει περάσει τα σύνορα της Κύπρου και τα χαρακτηριστικά έργα του κοσμούν κρατικές και ιδιωτικές συλλογές παντού στον κόσμο. «Αν πάψω να δημιουργώ, θα σημαίνει ότι πέθανα» λέει αφοπλιστικά ο Κύπριος ζωγράφος, η πορεία του οποίου μετρά σχεδόν έξι δεκαετίες. Από το Παλαιχώρι όπου γεννήθηκε κι από εκεί στη Λεμεσό, από το Λονδίνο, το Πεκίνο και την Πράγα όπου σπούδασε και τελικά στην Πάφο όπου εγκαταστάθηκε το 1967, η διαδρομή του στη ζωή ήταν παράλληλη με αυτή στην τέχνη. Η κλίση του ήταν εμφανής από τα μικράτα του. Καταξιώθηκε για το προσωπικό του ύφος, όπου μέσα από την απλότητα και την ηρεμία, μέσα από την οξύτητα και το υπολογισμένο αισθητικό αποτέλεσμα, αναζήτησε βαθύτερες πλαστικές αρμονίες. Στην πορεία αυτή, ο Γιώργος Κοτσώνης απέκτησε την ικανότητα του ελέγχου πάνω στη μορφή, τον χώρο, το χρώμα και την έκφραση, εξερεύνησε τη μεταφυσική διάσταση του γήινου και την άπιαστη ιδιότητα του πλησιέστερου. Απαιτώντας την αντικειμενικότητα και την ακρίβεια, επέμεινε στην οξυδέρκεια του σχεδίου και στη σχολαστικότητα του χρώματος, πετυχαίνοντας την αποτύπωση της ζωτικότητας, της αθωότητας, μέσω της ρυθμικής αρμονίας.  

Έχετε εντοπίσει ποια χαρακτηριστικά του ύφους σας είναι πιο ελκυστικά στον φιλότεχνο; Γενικά, έχω προσέξει ότι αγαπούν τα πορτρέτα μου διότι έχουν εκείνο το προσωπικό και συνάμα απρόσωπο· το οικείο και ταυτόχρονα απομακρυσμένο, αποστασιοποιημένο. Όταν ο καλλιτέχνης εργάζεται, πρώτα απ’ όλα οφείλει να προσπαθήσει να δημιουργήσει το δικό του προσωπικό στυλ, που να είναι ευανάγνωστο στο κοινό και να συγκινεί. Επίσης, οφείλει με κάποιον τρόπο να διατηρεί την ταυτότητά του. Κι εννοώ εν προκειμένω την κυπριακή. Να φαίνεται, δηλαδή, ότι ένα έργο έγινε σε συγκεκριμένο τόπο και αφορά την ιδιοσυστασία των κατοίκων του. Αν το πετύχει αυτό, μετά δεν θα χρειάζεται ούτε καν να το υπογράψει: όποιος το βλέπει θα αναγνωρίζει ότι αυτός που το δημιούργησε είναι ο Γιαννής, ο Κωστής κ.ο.κ. 

Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό της κυπριακής ταυτότητας; Το φως; Ναι, το φως. Ζούμε σε μια χώρα που το έχει άπλετο. Γι’ αυτό μερικά χρώματα πρέπει να τα φιλτράρουμε, δεν είναι όπως στην Ευρώπη που κυριαρχεί το γκρίζο κι όταν προσθέτεις ένα έντονο κόκκινο δεν ενοχλεί. Εδώ, επειδή το φως είναι δυνατό, τα χρώματα πρέπει να περνούν από φίλτρο. Αυτό που προσπαθώ εγώ, είτε πορτρέτα κάνω, είτε κυβιστικά έργα –που είναι εμπνευσμένα από το κυβιστικό ιδίωμα του Πικάσο και του Μπρακ- είναι να προσθέσω τη δική μου προσωπικότητα. Να μην αντιγράφω δηλαδή τους μεγάλους καλλιτέχνες, αλλά να έχω το δικό μου στιλ. Πιστεύω ότι, στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι που αρέσει στο κοινό: ότι ακόμα και τα αφηρημένα έργα μου μπορεί να τα αντιληφθεί, να τα κατανοήσει. 

Τον καιρό που ήσασταν στην Πράγα και κάνατε μαθήματα με τον Αντονίν Πελτς, ζωγραφίζατε πιο γκρίζα χρώματα; Ναι. Έχω κάποια πορτρέτα εκείνης της εποχής. Είναι πιο εξπρεσιονιστικά, θυμίζουν περισσότερο Σεζάν. Το ίδιο και στο Λονδίνο, όπου πρωτοπήγα , αλλά και μετά στην Κίνα. Στην Κίνα δούλεψα με πολύ ρεαλιστικό τρόπο, διότι οι Κινέζοι καθηγητές μας, προπάντων αυτοί που δίδασκαν την τέχνη της λαδομπογιάς, είχαν σπουδάσει σε ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, επειδή η Κίνα δεν είχε παράδοση στη λαδομπογιά, μετά από δύο χρόνια αποφάσισα ότι πρέπει να πάω στην Ευρώπη. Διότι η Ευρώπη, η ευρωπαϊκή τέχνη, είναι πολύ πιο κοντά στη δική μας. Έτσι προέκυψε η Πράγα. 

Από την εμπειρία στην Κίνα, τι αποκομίσατε; Πήρα πολλά πράγματα. Το σημαντικότερο είναι η λεπτομέρεια. Έχω καταλάβει ένα πράγμα: όταν κάποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει ένα ρεαλιστικό έργο, δεν μπορεί μετά να κάνει αφαίρεση. Διότι θα είναι λανθασμένη. Πρέπει να κατέχεις πλήρως την ανατομία του σώματος, για να μπορείς μετά να το αποδομήσεις. Γι’ αυτό λέω πάντα στους νεότερους, ότι πρέπει να μάθουν να ζωγραφίζουν καλά ρεαλιστικά και μετά να αφαιρούν. Μερικοί ξεκινούν και κάνουν από την αρχή κάτι αφηρημένα πράγματα που δεν έχουν αρχή και τέλος. 

© Γιώργος Σαββινίδης

Εσείς επιμένετε ακόμη και σήμερα με τον ρεαλισμό, πάντως… Ναι. Τα ρεαλιστικά τα δουλεύω με τον τρόπο που δούλευαν στην Αναγέννηση. Δηλαδή, δεν διαλύω τα χρώματα για να πετύχω ένα συγκεκριμένο χρώμα, αλλά περνώ από κάτω ένα άλλο χρώμα κι από πάνω βάζω το δεύτερο. Αυτό δημιουργεί ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα, ζωγραφίζοντας έναν ουρανό, πριν βάλω το απαλό μπλε χρώμα, περνώ από κάτω ένα κίτρινο. Διότι ο ήλιος μας ανήκει στα αστέρια που έχουν κίτρινο χρώμα, σε αντίθεση με τα μπλε και τα κόκκινα. Το φως του ήλιου δεν είναι όπως της φλορέντζας, εκείνο το λευκό που κουράζει τα μάτια. Βάζοντας από κάτω κίτρινο, λοιπόν και περνώντας από πάνω ένα απαλό μπλε, αυτό προσδίσει βάθος. Ενώ, αν σμίξεις το μπλε με το άσπρο και βάλεις και λίγο κίτρινο μέσα, το χρώμα που θα προκύψει δεν θα έχει αυτή τη διαφάνεια. Επίσης, δεν πρέπει να παραφορτώνεις το φόντο, γιατί «χάνεις» από το κυρίως θέμα. Εγώ, προσπαθώ να κάνω το φόντο λιτό, σχεδόν μονόχρωμο, όπως συμβαίει στα βυζαντινά έργα. 

Η απλότητα είναι ένα στοιχείο στο οποίο καταλήξατε, ή το προτιμούσατε συνειδητά από την αρχή; Το απλό δεν κουράζει το μάτι. Ούτε και το μυαλό. Αποκαλύπτει την ομορφιά, όπως είναι: γυμνή. Προσδίδει ταυτόχρονα κι έναν μνημειακό χαρακτήρα στο έργο. 

Έχετε εντοπίσει τι είναι αυτό που συμβαίνει τη στιγμή της δημιουργίας; Πώς θα περιγράφατε το σημείο μηδέν, λίγο πριν την πρώτη πινελιά; Χρειάζεται πρώτα να σκεφτείς τι θα κάνεις, να έρθει η έμπνευση. Μπορώ να δω μια ωραία κοπέλα και να μ’ εμπνεύσει, να ευφρανθώ από το ωραίο της πρόσωπο. Όταν τελικά κάνω το πορτρέτο, το κάνω με τέτοιον τρόπο που να περιέχει τον δικό μου χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό το «κατακτώ». Δηλαδή, ναι μεν μοιάζει στην κοπέλα, που θ’ αναγνωρίσει η ίδια τον εαυτό της, αλλά θα είναι ταυτόχρονα κάτι διαφορετικό, με συγκεκριμένη ταυτότητα. 

Είναι αλήθεια ότι ο τέως Αρχιεπίσκοπος είπε ότι «τα γυμνά του Κοτσώνη μπαίνουν και στην εκκλησιά»; Ναι, το είπε. Και μάλλον ισχύει. Γιατί μπορείς να κάνεις ένα πορτρέτο, κανονικά με τα ρούχα και να είναι πρόστυχο. Είναι ο τρόπος που κάθεται, ο τρόπος που κοιτάζει. Αντίθετα, μπορείς να κάνεις ένα γυμνό και να είναι αθώο. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ στα γυμνά μου: δεν δείχνω το γυμνό για να σοκάρω, αλλά αποκαλύπτω την ομορφιά του σώματος. Εξ ου και ο καθηγητής, ο αείμνηστος Χρύσανθος Χρήστου, έγραψε κάποτε, ότι «στον Κοτσώνη μιλούν τα μάτια». 

Υπάρχει, όμως, και μια εξιδανίκευση στα πορτρέτα σας… Υπάρχει, ναι. Την επιδιώκω. Διότι πιστεύω ότι η γυναίκα είναι το ωραιότερο δημιούργημα που έκαμε η φύση. Άλλωστε, καμιά φορά αστειευόμενος λέω ότι τον άδρωπο ο Θεός τον έκανε πρώτον και μετά που έμαθε καλύτερα, τότε έπλασε και τη γυναίκα. 

Ποιες είναι οι σχέσεις σας με τους ζωγράφους της γενιάς σας; Εγώ έχω καλές σχέσεις με όλους τους ζωγράφους. Δεν έχω αντιζηλίες με κανένα. Διότι πιστεύω ότι κάθε ζωγράφος έχει το δικό του προσωπικό στιλ. Κι αν δεν το έχει, πρέπει να το αποκτήσει. Ισχύει ό,τι και με τον γραφικό χαρακτήρα. Διαφορετικά είναι τα γράμματα τα δικά σου και διαφορετικά κάποιου άλλου. Γιατί να ζηλέψεις τον άλλον που ξέρει κι εκείνος να γράφει; 

Τι έχετε να συμβουλεύσετε τους νέους καλλιτέχνες; Η τέχνη είναι ένας δύσκολος και ανηφορικός δρόμος. Δεν αρκούν οι σπουδές. Πρέπει να δουλεύουν, να δουλεύουν και πάλι να δουλεύουν. Να επιδιώκουν εκθέσεις, να ακούν κριτικές. Να ξαναδουλεύουν. Μέχρι να βρουν το δικό τους προσωπικό στιλ. Δεν βλέπω πολύ θετικά την επέλαση της τεχνολογίας. Διότι όσο καλή και να είναι, δεν έχει ψυχή. Είναι δύσκολο να δώσεις ψυχή και πνοή σ’ ένα έργο που γίνεται με το κομπιούτερ. Μπορεί να σε βοηθήσει στην αρχή, να πετύχεις μια σύνθεση. Όμως στην πορεία πρέπει να δουλέψεις με το χέρι. Και να ενεργοποιήσεις τον εγκέφαλό σου. 

© Γιώργος Σαββινίδης

Θεωρείτε ότι η ζωγραφική έχει υποχωρήσει στην εποχή μας ή βλέπετε να επανακάμπτει; Εγώ βλέπω να επανακάμπτει. Κι εκείνα τα πειράματα τα εντυπωσιοθηρικά βλέπω να περνούν στο περιθώριο. Στη ζωγραφική το κυριότερο είναι το χρώμα και η φόρμα. Αυτά πρέπει να τα κατέχεις. 

Εκτός από την ομορφιά, τι άλλο σας ερεθίζει θεματικά; Η πολιτική διάσταση σάς απασχολεί; Οι προκλήσεις της εποχής μας; Καταρχήν, θεωρώ την απεικόνιση της ομορφιάς ένα πολιτικό ζήτημα. Και βέβαια με απασχολούν τα προβλήματα της εποχής μας. Συμφωνώ με την άποψη ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει αδρανής όταν οι μεγάλες αξίες της ανθρωπότητας κινδυνεύουν. Όταν πεθαίνουν παιδιά και μάνες, όταν χύνεται αίμα αθώων, όπως συμβαίνει τώρα στη γειτονιά μας, είναι δύσκολο να μείνεις αδρανής. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλοί τρόποι να δράσεις. Για παράδειγμα, έχω κάνει έργα που αντλούν θεματικά από το Πραξικόπημα και την Εισβολή. Μπορεί, όμως, ένα σχόλιο ή η διάθεση του ζωγράφου να κρύβεται στις αποχρώσεις. 

Πώς θα ζωγραφίζατε τη φρίκη του πολέμου; Δεν γίνεται μόνο με «Γκουέρνικες». Μπορείς να την αποτυπώσεις και μόνο μ’ ένα πρόσωπο. Που την αντικατοπτρίζει στους μορφασμούς ή στο βλέμμα του.

Η ευτυχία ή η δυστυχία είναι τελικά πιο «γόνιμη», πιο «δημιουργική»; Αν δεν υπάρχει το ένα, δεν υπάρχει το άλλο. Αλληλοσυμπληρώνονται. Μέσω του ενός, εκτιμάς το άλλο ή την έλλειψή του. Ο σκοπός της ζωής δεν είναι η αποτύπωση της ομορφιάς, αλλά η αέναη αναζήτησή της.  

Ένας άνθρωπος που είναι συναισθηματικά και πνευματικά άδειος, αλλά διαθέτει ταλέντο, μπορεί να ζωγραφίσει καλά; Θα δυσκολευτεί πολύ. Θα δυσκολευτεί να κρύψει την απάτη. 

Σ’ αυτό το σημείο της πορείας σας, θεωρείτε πρωτεύον ν’ αφήσετε πίσω σας ένα έργο, ένα χνάρι, ή ζωγραφίζετε μόνο για την απόλαυση της δημιουργίας; Είναι και τα δύο μαζί. Αν πάψω να δημιουργώ, θα σημαίνει ότι πέθανα. Γι’ αυτό εξακολουθώ να δημιουργώ παρά το γεγονός ότι έχω πια προβλήματα με την όραση. 

Ελεύθερα, 19.11.2023