Μια παλιά συνάντηση με τον ευπατρίδη βιβλιοπώλη των κυπρολογικών εκδόσεων «ΜΑΜ», Μίκη Μιχαηλίδη, και μέγα εραστή των βιβλίων, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 91 ετών.

Όπως ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος, τον 15ο αιώνα, άγγιζε τις άκρες από την λεπτεπίλεπτη συρραφή των πρώτων αντιτύπων της Βίβλου των 42 γραμμών που είχε εκτυπώσει -υπερήφανος, κοκορευόταν πως έσπαγε το χρόνο της τυπογραφίας σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εποχές- σαν να ήταν κομμάτι ούτε του κόσμου της Γερμανίας, ούτε του σύμπαντος των εφευρέσεων, ούτε θρησκευτικών καταβολών, αλλά σαν κάτι το εντός του, το πολύ προσωπικό και βέβαιο για την εξέλιξη μιας υπαρκτής πεποίθησης που λέει πως «αυτό θα είναι για το κοινό καλό», έτσι και ο Μίκης Μιχαηλίδης συμπεριφερόταν στα βιβλία που τον περιέβαλλαν, στο μικρό -χρονολογημένο πια- βιβλιοπωλείο της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απέναντι από την Κυπριακή Βιβλιοθήκη, σα να ‘ταν φυσικές παρουσίες – άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως λέμε πως κάποιος είναι «όμορφος», «μελαχρινός» ή «ψηλός». «Tα καταφέρνω ακόμη, τα πάω καλά. Μου λέει ο γιατρός μου πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως διατηρώ το μυαλό μου σε εγρήγορση διαβάζοντας», έλεγε. «Εγώ, όμως, δεν διαβάζω βιβλία για την προσωπική μου υγεία, διαβάζω γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να ζω!».

Καθώς με κοιτούσε με τα φωτεινά γαλάζια του μάτια, ίδια όπως όταν αντίκρυζε τον Μόντη ή τον Ανθία στα σπίτια τους, όσο εκείνοι τού ‘λεγαν τις ευτυχίες ή τις απογοητεύσεις του εντός τους κόσμου, καθόταν μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία με τις νέες κυκλοφορίες Κυπρίων (μόνο) λογοτεχνών και μου εξηγούσε πως οι μέρες του δεν μετριούνται σε «κέρδους» και «λογιστικών ισολογισμών», ως επιχείρηση ή μια φάμπρικα που απλώς «πουλά».

«Έμπορος δεν υπήρξα ποτέ, όχι. Το βιβλίο δεν το βλέπω ως “λεφτά” αλλά ως έναν άνθρωπο που θα μιλήσει σε άλλον άνθρωπο. Μου λένε τα παιδιά μου πως αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά θα είχαμε οικόπεδα, σπίτια, καταθέσεις, γιατί έδωσα πολλά λεφτά, κέρδος κανένα, με χρέη ήμουνα, με βοήθεια από τον δίδυμο αδελφό μου που ζει στην Αυστραλία αγόραζα βιβλία κάποια εποχή γιατί δεν ήταν εφικτό οικονομικά, αλλά σκεφτόμουν τι νόημα έχουν τα ντουβάρια μπροστά στον πολιτισμό; Ανοίγω κάθε μέρα το βιβλιοπωλείο – Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Κυριακή του Πάσχα εγώ θα είμαι εδώ. Τις δύο τρεις φορές που άκουσα τα παιδιά μου και κάθισα, μέρα αργίας, στο σπίτι, είπα στον εαυτό μου: “Μίκη, αν κάποιος σήμερα που είναι Πάσχα, αναζητήσει ένα βιβλίο για να του απαλύνει την πληγή, εσύ θα λες “αργούσα”; Δεν μου επιτρέπεται να μην εργάζομαι καθημερινά, κι αυτό ήταν κάτι που μου εμπότισε και ο καθηγητής μου στο σχολείο, ο διαπρεπής Κωνσταντίνος Σπυριδάκις».

Από το 1965, υπάλληλος ακόμη τότε στο Υπουργείο Εξωτερικών, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε εξειδικευμένα με το κυπριακό βιβλιοπωλείο και τους Κύπριους συγγραφείς, αγοράζοντας -πρώτος απ’ όλους- τοις μετρητοίς, έργα Κυπρίων για το βιβλιοπωλείο του όταν όλοι οι άλλοι θα κέρδιζαν επί των πωλήσεων. Με δικά του έξοδα διοργάνωνε εκθέσεις στο εξωτερικό -σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία-, άνοιξε βιβλιοπωλείο στην Αθήνα κι έπειτα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο, συμμετείχε σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις -στην μεγάλη εκείνη της Φρανκφούρτης, θυμόταν ακόμη, πόση εντύπωση είχαν κάνει τα άπαντα Κύπριων ποιητών ως μέρος μιας λησμονημένης παράδοσης-, εξέδιδε βιβλία, διοργάνωνε κάθε βδομάδα εκδηλώσεις στο Μέγαρο Φανερωμένης, αλλά και δεκάδες «παζάρια βιβλίων», τιμήθηκε -πάλι και πάλι- από οργανώσεις, σωματεία και το κράτος «για την προσφορά του στην Κύπρο».

© Γιάννης Χατζηγεωργίου (2018)

«Ήθελα να προσφέρω στην πατρίδα μου, γιατί αισθάνομαι τον εαυτό μου πατριώτη. Δεν υπήρχε περίπτωση να κυκλοφορούσε κυπριακό βιβλίο και να μην το έχω αγοράσει! Κι έπειτα πήγαινα στο παρελθόν για να βρω και εκείνα που μου έλειπαν – έστω ένα αντίτυπο να το αγοράσω, να το έχω. Θεώρησα πως το να εξελίξω το κυπριακό βιβλίο θα ήταν κάτι καλό και ευγενές, για το παρελθόν και το μέλλον της πατρίδος μας – ακόμη και η γη να χαθεί, θα μείνει το βιβλίο! Μου έλεγε η σύζυγός μου, η Θέλμα, η οποία, λίγο πριν πεθάνει, όταν πια είχε χάσει ολότελα σχεδόν την όρασή της, αναγνώριζε τα βιβλία μόνο από το χρώμα και από το σχήμα τους χωρίς να κάνει λάθος ποτέ: “Βρες μου έναν άνθρωπο να εργάζεται δωρεάν. Εσύ για πόσο θ’ αντέξεις;”. Παραδόξως, αντέχω ακόμα!».

Στις κούτες που βρίσκονταν στο πάτωμα διάβαζα για αποστολές στο Πανεπιστήμιο του Harvard, στο Αμερικανικό Κογκρέσο και στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. «Ακόμη κι εκεί, κύριε Μίκη;». «Δεν σταμάτησα ποτέ. Πάντοτε, όμως, μου στέλνουν ευχαριστήριες επιστολές οι άνθρωποι, είναι πολύ τυπικοί. Με απασχολεί πολύ που δεν έχω εδώ περισσότερο χώρο για τα βιβλία και για ταξινόμηση, ή ένα επιπλέον μέρος για μελέτη από λάτρεις του κυπριακού βιβλίου, μελετητές και φοιτητές. Βλέπετε, κάνω ακόμα όνειρα για το κυπριακό βιβλίο!».

«ΜΑΜ», γιατί; Είναι τα αρχικά του ονόματός μου: Μίκης Αλεξάνδρου Μιχαηλίδης. Αλλά θα μπορούσαν να είναι και τα αρχικά των μηνών της Άνοιξης, που είναι και αγαπημένη μου εποχή.

Από τα τόσα -εκατοντάδες ίσως- βιβλία που έχετε διαβάσει, μήπως εσείς βγάλατε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα για το ποιο είναι τελικά το νόημα της ζωής, κύριε Μίκη; Όλη τη ζωή μου την επέρασα μέσα στα βιβλία. Και ουδέποτε εμετένιωσα γι’ αυτό. Το νόημα της ζωής είναι αυτό: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου και να παίρνεις τη ζωή έτσι όπως ακριβώς έρχεται– δεν πρέπει να ζητάς τα πάντα, γιατί τα πάντα δεν πρόκειται να τα έχεις ποτέ!

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 7.1.2024