Ενσαρκώνει την Σεν Τε και το αυστηρό alter ego της τον Σούι Τα στη νέα παραγωγή του ΘΟΚ με το εμβληματικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν».
Στην πρώτη της αναμέτρηση με το μπρεχτικό σύμπαν και την τεχνική της αποστασιοποίησης του επικού θεάτρου, η Μαρίνα Αργυρίδου έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυτη πρόκληση και το πιο διαχρονικό ερώτημα: υπάρχει ακόμη το καλό σ’ έναν κόσμο μοχθηρίας και εκμετάλλευσης; Υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Κώστα Σιλβέστρου υποδύεται τον –διχασμένο- τελευταίο καλό άνθρωπο που θα σώσει τον κόσμο. Αν καταφέρει, βέβαια, πρώτα να σώσει τον εαυτό του.
–Υπάρχουν «καλοί άνθρωποι» σήμερα; Μπορεί να είναι κανείς καλός σε έναν τόσο ανταγωνιστικό και μοχθηρό κόσμο; «Υπάρχουν άνθρωποι καλοί, παρά την τόση εξαθλίωση» λέει η Σεν Τε στο έργο. Το πιστεύω κι εγώ ακράδαντα. Άλλωστε ο Μπρεχτ υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει καλός και είναι οι κοινωνικές συνθήκες που τον αναγκάζουν να γίνει κακός. Το κακό έχει κοινωνικές αιτίες. Χρειάζεται καθημερινό αγώνα και πνευματική εγρήγορση για να κατορθώσει ο άνθρωπος να παραμείνει καλός. Η επιτομή αυτής της σκέψης συμπυκνώνεται κατά τη γνώμη μου μέσα στο έργο στην εξής ατάκα: «Καθετί ευγενικό μέσα μας μοιάζει με μια καμπάνα. Αν τη χτυπάς σημαίνει, αν δεν τη χτυπάς σωπαίνει».
–Ποια είναι η πραγματική πρόκληση αυτού του ρόλου; Το δίπολο του ρόλου σε Σεν Τε και Σουί Τα. Η αποφυγή της σχηματικότητας που ζητούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα από την αλληλογραφία του- να προσεγγίσεις δηλαδή τους ρόλους με αλήθεια, να είναι ανθρώπινοι, ειδικά η Σεν Τε. Το πιο δύσκολο φυσικά που καλούμαι να κάνω είναι η εφαρμογή της αποστασιοποίησης, μια μέθοδος τρομερά δύσκολη και απαιτητική, όπου πρέπει να επιτευχθεί η ισορροπία συναισθήματος και λογικής, θέτοντας τον εαυτό μου «έξω» από τον ρόλο τη στιγμή που παίζω, χωρίς να εκστασιάζομαι και να πάσχω, ούτως ώστε ο θεατής να μην ταυτιστεί μαζί μου, αλλά να νιώσει και να σκεφτεί.
–Ποιες είναι οι ειδικές απαιτήσεις του μπρεχτικού σύμπαντος; Ο τεράστιος και πολυσχιδής Μπρεχτ ήθελε να δώσουμε τη δυνατότητα στο κοινό ν’ ανακαλύψει την εξαιρετική πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, την αέναη μεταβλητότητά τους. Το συγκεκριμένο έργο έχει την περισσότερη απεύθυνση στο κοινό απ’ όλα του τα έργα, ο διάλογος δηλαδή που ανοίγουν οι χαρακτήρες με τους θεατές είναι πολύ επιτακτικός και σημαντικός. Ο ηθοποιός δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψει στον εαυτό του την πλήρη μεταμόρφωσή του στη μορφή του ρόλου, αλλά πρέπει να σταθεί πάνω στη σκηνή με «διπλή μορφή», ως ρόλος και ως ηθοποιός, για να επιτρέψει στο κοινό να έχει παρεμβατική θέση σε αυτό που παρατηρεί. Πρότεινε μια εντελώς νέα θέαση στην οποία δεν πρέπει να παρασύρεται ο θεατής αλλά να στέκεται κριτικά απέναντι σ’ αυτά που διαδραματίζονται στη σκηνή.
–Ποια είναι η πρόκληση με την εφαρμογή της αποαστασιοποίησης; Είναι πολύ μυστηριώδες πράγμα η αποστασιοποίηση και φυσικά αξίζει ασυζητητί να αναμετρηθείς μαζί της γιατί σε εξελίσσει ως ηθοποιό και ως θεατή. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ηθοποιών κατά τη γνώμη μου: αυτοί που πνίγονται αυτιστικά στο συναίσθημά τους χωρίς να τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο και οι εγκεφαλικοί που σνομπάρουν το συναίσθημα λες και είναι υποδεέστερο. Ο Μπρεχτ θεωρώ ότι προτείνει ένα μαγικό συγκερασμό, όπου συγχέονται τα όρια μεταξύ λογικής και συναισθήματος.

–Ένιωσες ποτέ σου να αντιμετωπίζεις τα διλήμματα της Σεν Τε; Άπειρες φορές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον άνθρωπο είναι τελικά η ελεύθερη βούληση. Μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε χωρίς να ποδοπατήσουμε τον διπλανό μας; Χάσαμε τον Θεό. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα. Για πολλά χρόνια αμφισβητούσα την ύπαρξή του. Όταν όμως ένιωσα την παρουσία του έκτοτε τα διλήμματα μειώθηκαν. Δεν γίνεσαι αναμάρτητος φυσικά, αλλά ξέρεις τι πρέπει να διορθώσεις. Έχεις ένα φάρο που σε οδηγεί.
–Με ποιον τρόπο ο Μπρεχτ στοχεύει να δραματοποιήσει τη διπλή υπόσταση του κόσμου μ’ αυτό το εύρημα του «διχασμού»; Είναι βαθιά πολιτικός συγγραφέας και στο συγκεκριμένο έργο μελετά και αναλύει τους οικονομικούς όρους της εποχής του. Μέσα σε δύο μήνες προβών είναι αδύνατο να κατανοήσουμε επαρκώς ένα τόσο μεγάλο έργο. Εκεί που μια αγνή και καλοσυνάτη πόρνη ανοίγει ένα καπνοπωλείο και προσπαθεί να «κάνει πολλά καλά» προσφέροντας στους γύρω της, η ανέχεια, η πείνα, η ανεργία των προλετάριων σε συνδυασμό με την εκμετάλλευσή τους από την αστική τάξη, την ξεσκίζουν. Έτσι, αναγκάζεται να δημιουργήσει έναν «ξάδερφο» προκειμένου να αντιμετωπίσει τις σκληρές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα όπου τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται.
-Πιστεύεις ότι έχουμε όλοι ανάγκη από έναν «Σουί Τα» μέσα μας; Είναι αναγκαίο να μεταλλαχθούμε προκειμένου να προσαρμοστούμε, να συνυπάρξουμε; Ιδανικά θα ήθελα να είμασταν όλοι Σεν Τε, όπου θα κυριαρχεί η ανιδιοτελής αγάπη, η προσφορά στον συνάνθρωπο, η συγχώρεση, το μοίρασμα. Ίσως να πρέπει να ξεπετάγεται που και που ο Σουί Τα, αλλά η επιδίωξη μας πρέπει να είναι η Σεν Τε.
–Το πολιτικό σχόλιο του –μαρξιστή- Μπρεχτ είναι ξεκάθαρο ή επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών; Μαρξιστής σίγουρα, που όμως δεν διεκδίκησε ποτέ πολιτικό αξίωμα. Το λέω γιατί δεν ήταν δογματικός, όπως οι περισσότεροι μαρξιστές, ειδικά στον τόπο μας. Ήταν αντιφατικός, έθετε ερωτήματα, αμφέβαλε και κατανοούσε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης- κοινωνικής φύσης. Το έργο δεν κλείνει, αφήνει απεναντίας ένα ανοιχτό διάλογο με το κοινό.
–Μπορούν «καμπανάκια» σαν αυτά του Μπρεχτ να ηχήσουν αφυπνιστικά στην κυνική εποχή μας; Πιστεύω περίτρανα στη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης. Μόνο η δημιουργικότητα, η εργασία και ο Δημιουργός μπορούν να μας σώσουν. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι καλός, αρκεί να το θέλει.
-Έχουν οι άνθρωποι την ικανότητα να επιβληθούν στις συνθήκες ή είναι πάντα οι συνθήκες που τούς επιβάλλονται; Εμείς δημιουργούμε τις συνθήκες και οι συνθήκες ποτέ δεν είναι οι κατάλληλες. Τώρα, αυτή τη στιγμή μπορώ να αλλάξω, μπορώ να βάλω το μικρό μου λιθαράκι και να μεταμορφωθώ. Κρύβει πόνο και κόπο αυτή η διαδικασία.
–Ποιους συνειρμούς σού προκαλεί η σκέψη ότι συνεργάζεσαι με τον Σπύρο Σταυρινίδη και τον Αντώνη Κατσαρή που έπαιξαν και στην παράσταση του 1979, ενώ εσύ ανέλαβες τον ρόλο που έπαιξε τότε η Λένια Σορόκου; Ζωντανή ιστορία. Μεγάλη συγκίνηση! Καταβάλλω προσπάθεια να μην τους αγκαλιάζω την ώρα που κάνουμε τις σκηνές. Τι ευλογία να συνυπάρχεις στη σκηνή με τόσο σπουδαίους ηθοποιούς και υπέροχους ανθρώπους! Με τη Λένια Σορόκου βρεθήκαμε μόνο τηλεοπτικά πριν πολλά χρόνια, την εκτιμώ βαθιά και μακάρι να βρεθούμε και σκηνικά. Δεν μπορώ να μην πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Κώστα Σιλβέστρο που με εμπιστεύτηκε.
INFO «O καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν», Λευκωσία, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ. Από 16/2 κάθε Παρασκευή, Σάββατο 8μ.μ. και Κυριακή 6μ.μ. tickets.thoc 77772717
Ελεύθερα, 11.2.2024