Την περίοδο έντονης κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης που προηγήθηκε και ακολούθησε το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν έχει ως φόντο το πρώτο βιβλίο της Χαράς Ζυμαρά «Ηρεμίας 21», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Το αφηγηματικό νήμα της νουβέλας ξετυλίγεται εκεί που σμίγουν οι ζωές δύο γυναικών που επέλεξαν να ζήσουν αντισυμβατικά σ’ ένα νησί όπου κυριαρχεί άλλη τάξη πραγμάτων.

Ποιο ήταν το βασικό ελατήριο για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου; Την ώθηση να γράψω την ιστορία μού έδωσε η δημιουργία του χαρακτήρα της βασικής ηρωίδας, της Ήβης, το 2016. Τότε δεν είχα κατά νου την πλοκή της ιστορίας της, ήξερα όμως πολλά για εκείνην. Ότι, για παράδειγμα, είναι αντιδραστική και κάπως συναισθηματικά ανώριμη, δημοσιογράφος του πολιτικού ρεπορτάζ που ζει και εργάζεται στη Λευκωσία τις παραμονές του δημοψηφίσματος του 2004. Ήθελα, μέσα από τις ταραχώδεις συνθήκες της εποχής, να τη δω να αναιρεί αυτά που γνωρίζει, να χάνει κεκτημένα, να ωριμάζει συναισθηματικά και να αποκτά σοφία. Η πλοκή «γεννήθηκε» το 2020, με τη γέννηση της κόρης μου. Τότε ήταν που γεννήθηκε και ο χαρακτήρας της Πηνελόπης, μιας Ελληνοκύπριας που είναι παντρεμένη με Τουρκοκύπριο, ζει στο Βαρώσι και ψάχνει τον γιο της, που έχει μεγαλώσει στη νότια πλευρά του νησιού. Η Πηνελόπη προσκαλεί, κατά κάποιο τρόπο, την Ήβη σε μια περιπέτεια μέσα από την οποία τελικά ωριμάζει.

Θα έλεγες ότι πηγάζει από κάποια ανάγκη; Όσο το ψάχνω, καταλήγω στο ότι η ιστορία πηγάζει από μια ανάγκη να επεξεργαστώ το φορτίο που ονομάζεται «τραύμα του πολέμου», που βαραίνει τη γενιά μου, έστω κι αν δεν τον έχει ζήσει. Ίσως να είχα κουραστεί κιόλας ν’ ακούω και να διαβάζω για το τραύμα της περασμένης γενιάς, εκπεφρασμένο με έναν άκρατο– δικαιολογημένο παρόλ’ αυτά- συναισθηματισμό, με τον οποίο δεν μπορώ να ταυτιστώ απόλυτα. Έγραψα κάτι που θα ήθελα να διαβάσω, σαν αναγνώστρια και ανήκουσα σε μια διαφορετική γενιά, με την απόσταση και την ψυχραιμία, αλλά κυρίως τη λογοτεχνική απελευθέρωση που αυτό συνεπάγεται.

Με ποιον τρόπο εκδοχές του εαυτού σου εντάσσονται και λειτουργούν αφηγηματικά; Οι δυο βασικές ηρωίδες χαρακτηρίζονται από αντισυμβατικότητα. Ζουν σε μια κοινωνία συντηρητική, όπου επικρατεί μια πολύ σαφής τάξη πραγμάτων, που δεν επιτρέπει- και τιμωρεί- την απόκλιση. Οι ιστορίες τους, είναι, επομένως, περιθωριακές, από την άποψη ότι δεν εκπροσωπούν κανένα επίσημο αφήγημα και μάλλον πάνε αντίθετα σ’ αυτό. Ταυτίζομαι με αυτό το περιθώριο, γιατί κι εγώ ελάχιστες φορές στη ζωή μου ένιωσα να «ανήκω» κάπου ολοκληρωτικά: είτε σε κάποια πατρίδα, πολιτική ιδεολογία, είτε σε κάποιο ρόλο, όπως η θηλυκότητα ή η μητρότητα, που έχουν προσδιοριστεί πολύ στενά και απόλυτα από την κοινωνία μας. Επιπλέον, υπήρξα κι εγώ δημοσιογράφος. Αν και το πέρασμά μου από τον χώρο ήταν σχετικά σύντομο, συνέλεξα πάμπολλες ιστορίες και ανέπτυξα μια αγάπη για τη δημοσιογραφία και τους ανθρώπους της, που είναι εμφανής, θεωρώ, στην ιστορία.

Πώς βίωσες την περίοδο του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν και πώς βλέπεις τα γεγονότα 20 χρόνια μετά; Το 2004 ήμουν 16 χρόνων. Στη μνήμη μου έχουν αποτυπωθεί οι γιγαντοαφίσες με τα γαλανόλευκα χρώματα, τα αυτοκόλλητα με τα ΟΧΙ (και τα ελάχιστα ΝΑΙ) σε αυτοκίνητα, κτήρια, πασσάλους της ηλεκτρικής, μέχρι και στις τσάντες των συμμαθητών μου, οι ατέρμονες συζητήσεις που καταλήγουν πάντοτε σε καβγά, οι λέξεις «προδοσία», «τσιμέντωμα», τα δάκρυα Παπαδόπουλου στην τηλεόραση, οι απανωτές πολιτικές τηλεοπτικές διαφημίσεις. Δεν θυμάμαι καμία ψύχραιμη τοποθέτηση επί του θέματος, ίσως επειδή δεν υπήρξε- ή αν υπήρξε δεν προβλήθηκε όσο έπρεπε από τα ΜΜΕ. Η εποχή εκείνη μού άφησε μια επίγευση θολούρας, παρά το ξεκάθαρο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Έπρεπε να γίνω 32 χρονών για να μπω στη διαδικασία να επεξεργαστώ τη θολούρα αυτή και να ξεδιαλύνω τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε.

Τι ανακάλυψες κατά τη διάρκεια της έρευνας που δεν γνώριζες ήδη και σου έκανε εντύπωση; Μέσα από συνεντεύξεις που έκανα για τις ανάγκες του βιβλίου με δημοσιογράφους που έζησαν έντονα τα γεγονότα, ανακάλυψα, για παράδειγμα, ότι η τότε κυβέρνηση άσκησε μέχρι και εξόφθαλμη λογοκρισία στον Ευρωπαίο Επίτροπο Διεύρυνσης Γκίντερ Φερχόιγκεν, «κόβοντας» τις συνεντεύξεις του απ’ όλα τα ΜΜΕ, επειδή ήταν υποστηρικτής του Σχεδίου. Το γεγονός ότι δεν μιλάμε γι’ αυτό ή το προσπερνάμε σαν κάτι ασήμαντο, με θυμώνει ως νέα, ως πολίτη, ως πρώην δημοσιογράφο. Ο ίδιος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, λέει ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο. Οι μαρτυρίες, όμως, ενδεχομένως και οι συνεντεύξεις που κόπηκαν, είναι εκεί για να το επιβεβαιώσουν.

Υπάρχει περιθώριο να μάς διδάξει κάτι σήμερα εκείνη η περίοδος έντονης πόλωσης και τα συμπαρομαρτούντα; Θεωρώ ότι υπάρχει πάντα ένα περιθώριο να διδαχθούμε κάτι από κάθε ιστορική περίοδο, όπως κι από κάθε εμπειρία στην προσωπική μας ζωή. Απ’ εκεί και πέρα, εναπόκειται σ’ εμάς να το αξιοποιήσουμε για να ωριμάσουμε μέσα από αυτό και να κατακτήσουμε τη σοφία που μας επιφυλάσσει. Δεν θα ήθελα να μιλήσω εκ μέρος όλων σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ίσως έχει να διδάξει κάτι διαφορετικό στον καθένα, ίσως να μην έχει διδάξει απολύτως τίποτα. Προσωπικά, μ’ έχει διδάξει να είμαι καχύποπτη με τη μαζική υστερία υπέρ ή κατά μιας ιδέας. Οι ιδέες, όταν γίνονται θρησκείες και φοριούνται σαν σημαίες, φέρνουν φανατισμό. Σαν πολιτικό επιστήμονα, μ’ έχει διδάξει τη βαρύτητα των δυνάμεων συντήρησης στην κυπριακή κοινωνία και το εύρος αναδίπλωσης που μπορούν να πετύχουν όταν νιώσουν να απειλούνται τα κεκτημένα τους. Κι ως επαγγελματία της Επικοινωνίας και πρώην δημοσιογράφο, μού έχει επιβεβαιώσει την τεράστια δύναμη του λόγου, του αφηγήματος, που είναι ικανό να καθορίσει συνειδήσεις, ακόμα και να χειραγωγήσει, αν δεν τύχει διαχείρισης με την ανάλογη ευθύνη και ηθική. Οι απλοί πολίτες πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται τη δύναμη αυτή της Επικοινωνίας, ειδικά της πολιτικής, όπως εκφράζεται κυρίως μέσα από τα ΜΜΕ.

Πώς σχολιάζεις τον τρόπο με τον οποίο η γενιά σου διαχειρίζεται το κληρονομημένο τραύμα του πολέμου; Και πάλι δεν θα ήθελα να βάλω μια ολόκληρη γενιά σ’ ένα ομοιογενές καλούπι. Δεν θεωρώ ότι διαχειριζόμαστε όλοι και όλες της γενιάς μου με τον ίδιο τρόπο το τραύμα αυτό. Επίσης, δεν θεωρώ ότι υπάρχει ένα ενιαίο τραύμα του πολέμου για όλους μας, έστω κληρονομημένο. Καλώς ή κακώς, όμως, πολλά μέλη της γενιάς μου έχουν μια πιο σφαιρική προσέγγιση. Τους απασχολούν διάφορα άλλα ζητήματα, που τους επιτρέπουν να προσεγγίζουν το τραύμα με μια πιο υγιή προοπτική. Το ζήτημα της ακρίβειας, για παράδειγμα, της αξίας της ανθρώπινης ζωής γενικότερα μέσα από το πρίσμα του μεταναστευτικού, η κλιματική αλλαγή, τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ και το διακύβευμα– αυτό το πιο επείγον από ποτέ διακύβευμα- διασφάλισης και ενίσχυσης της Δημοκρατίας λειτουργούν σαν αντίβαρο στο μονοπώλιο του τραύματος του πολέμου. Σε συνδυασμό με το ότι δεν ζήσαμε εμπειρικά τον πόλεμο, μάς επιτρέπουν να το εξετάσουμε με μετριοπάθεια, με συναισθηματική απόσταση. Κι όταν αναφέρομαι στη νέα γενιά, δεν βγάζω εκτός τους Τ/κ.

Πιστεύεις ότι υπάρχει προοπτική για να ορθολογικότερη διαχείριση του τραύματος; Επειδή η γενιά μας έχει πρόσβαση σε διάφορα εργαλεία που της επιτρέπουν να επεξεργάζεται πιο ολιστικά διάφορα κοινωνικά ζητήματα, θεωρώ ότι μπορεί να εξετάσει το τραύμα αυτό με μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση και με περισσότερη ενσυναίσθηση. Κάτι που λείπει από τις περασμένες γενιές. Αλλά ξέρετε κάτι; Ως νέα γενιά, έχουμε να διαχειριστούμε επίσης το τραύμα που μάς προκαλεί ο τρόπος που οι προηγούμενες αυτές γενιές διαχειρίστηκαν το δικό τους, μη κληρονομημένο, εμπειρικό τραύμα του πολέμου. Καταλαβαίνω ότι μιλώ εκ του ασφαλούς κι ότι δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν άνθρωπο που έχει βιώσει τον πόλεμο να καταφέρει να δει το τραύμα του κατάφατσα και να μπει στη διαδικασία να το ξαναζήσει και να το ξαναζήσει, μέχρι να το έχει επεξεργαστεί. Ας μην ξεχνάμε, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλάμε για πραγματικές κλινικές περιπτώσεις μετά- τραυματικού στρες, αλλά δεν αναφέρομαι σ’ αυτές. Αναφέρομαι στο συλλογικό τραύμα που έχει καθηλώσει τη γενιά των γονιών και των παππούδων μας στο παρελθόν, τόσο που η όποια απόπειρα υγιούς επεξεργασίας του να θεωρείται «προδοσία». Όσο παραμένουμε κολλημένοι σε συναισθηματισμούς και μονόπλευρες αλήθειες, δεν αφήνουμε κανένα περιθώριο ωρίμανσης και κατάκτησης της όποιας συλλογικής σοφίας κρύβεται πίσω από το τραύμα αυτό.

«Ηρεμίας 21»,
Εκδ. Το Ροδακιό
Σελ. 137
Τιμή: €15.00

Ελεύθερα, 28.4.2024