Η φιλόλογος και βραβευμένη συγγραφέας Άννα Τενέζη ζει στην Κύπρο από το 1972. Γεννήθηκε στην Ξάνθη από γονείς πρόσφυγες από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Στο βιβλίο της «Επιστροφή στην Πατρίδα», που εκδόθηκε πριν από μερικούς μήνες, μοιράζεται εντυπώσεις και εμπειρίες από́ δύο ταξίδια στην πατρίδα των γονιών της, Σπύρου και Κατίνας Τζενετζή. Αυτό το οδοιπορικό, που εντάσσεται στην σειρά ανάλογων εκδόσεων του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου (ΣΠΕΚ), για την ίδια ήταν κάτι σαν τάμα. Μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα της να τον συνοδεύσει κάποτε στην Κιουτάχεια που τόσο νοσταλγούσε. Ο πατέρας της απεβίωσε κι έτσι αποφάσισε να κάνει το ταξίδι μόνη. Το πρώτο το 2011, με τη συνοδεία δύο Τουρκοκυπρίων φιλενάδων της, και το δεύτερο ένα χρόνο μετά, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και δεδομένα. Το κείμενο συνοδεύουν και πλουτίζουν φωτογραφίες που έβγαλε η ίδια.

– Τι συνιστά για σας πατρίδα; Η γη ή η μνήμη; Πατρίδα είναι και η γη και η μνήμη κι όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμορφώνουν και συναποτελούν την ταυτότητά μας. Γι’ αυτό κι όταν χάνουμε την Πατρίδα μας, δε χάνουμε μόνο τον τόπο, χάνουμε την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό μας. Χάνουμε ό,τι μας είχε διαμορφώσει μέχρι τότε και πλέον το παίρνουμε μαζί μας, όπου κι αν πάμε, όπου κι αν βρεθούμε: τους χώρους, τις εικόνες, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις συνήθειες, τις χαρές, τα μοιράσματα, ό,τι αγαπούσαμε και μας έκανε να νιώθουμε ότι είναι σωστό για μας κι εμείς για κείνο.

– Τελικά, τι είναι αυτό που μας ωθεί να αναζητούμε τις ρίζες μας ως άνθρωποι; Ακριβώς όλα τα πιο πάνω μας κάνουν να «επιστρέφουμε» ή να θέλουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτό που αφήσαμε πίσω και το κουβαλούμε ως μνήμη, ταυτότητα και εσωτερική προίκα.

– Γιατί κατά τη γνώμη σας είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως μπροστά στα διδάγματα της Ιστορίας; Επειδή δε θέλουμε να διδαχθούμε. Διδάσκονται όσοι θέλουν να διδαχθούν. Όσους είναι αδιάφοροι και αρνούνται, η Ιστορία δεν μπορεί να τους διδάξει παρά μόνο, δυστυχώς, δια πυρός και σιδήρου. Όταν δεν μαθαίνεις, ξαναπαθαίνεις τα ίδια. Γι’ αυτό εκείνο που περίμενα να γίνει –και το επιδίωξα προσωπικά με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου μου, αλλά κι όλων των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν– ήταν να προγραμματιστούν συζητήσεις, αναλύσεις, αναστοχασμοί και εκτιμήσεις των γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή, ώστε, αν είναι δυνατό, να μην ξαναβρεθούμε στην ίδια τραγική κατάσταση του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.

– Πού πιστεύετε ότι βρίσκεται η ουσία της συζήτησης σε σχέση με τη φετινή επέτειο μνήμης; Μπορούμε σήμερα, έναν αιώνα μετά, να μιλάμε για «διαχείριση τραύματος»; Ο όρος «τραύμα» ισχύει όσο είναι ακόμα νωπό και η διαχείριση και η διάρκειά του εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία, τις εμμονές ή την επιθυμία θεραπείας του καθενός μας. Μετά από έναν αιώνα, όμως, νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε μόνο για εθνικό τραύμα, ίσως ούτε καν συλλογικό, Κι αυτό μπορεί να θεραπευτεί μόνο με την αναγνώριση των σφαλμάτων απ’ όπου κι αν προέρχονται: από εσωτερικές – εμφύλιες συγκρούσεις ή από εξωτερικές– εχθρικές επιθέσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι αναγκαία η επανεξέταση των γεγονότων κι ο αναστοχασμός. 

«Επιστροφή στην Πατρίδα»
Εκδ. Αρχύτας
Σελ. 208
Τιμή: €17.00