Οι προοπτικές για τη λύση του Κυπριακού παραμένουν στάσιμες τεσσεράμισι χρόνια μετά από το Κραν Μοντάνα, με αρνητικές μάλιστα εξελίξεις αφ’ ενός ως εκ της έκτοτε θέσης της άλλης πλευράς για λύση δύο κρατών, με το αιτιολογικό ότι η ομοσπονδιακή λύση συζητείται για δεκαετίες χωρίς αποτέλεσμα, και αφ’ ετέρου ως εκ της έκτοτε μείωσης της δικής μας αξιοπιστίας, όσον αφορά την ειλικρινή προσήλωσή μας στη λύση δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα και αποτελεσματική συμμετοχή, όπως ορίζουν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι συμφωνίες των μερών. 

Η θέση του παρόντος άρθρου είναι ότι ο μόνος τρόπος υπέρβασης της κατάστασης αυτής είναι η επιδίωξη της λύσης στη συμφωνημένη βάση από μία κυβέρνηση, η οποία μπορεί να πείσει ότι όντως αυτό επιθυμεί και ότι σε αυτό είναι δεσμευμένη. Αν αυτό καταστεί δυνατό, οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκές διότι, παρά τη νεοφανή θέση της άλλης πλευράς για λύση δύο κρατών, η διεθνής κοινότητα σύσσωμη απορρίπτει τη λύση δύο κρατών και επιμένει στη συμφωνημένη ομοσπονδιακή λύση, ώστε η πίεση στην άλλη πλευρά θα είναι καθολική. Μια τέτοια κυβέρνηση όμως δεν μπορεί να προέλθει μέσα από τις συνήθεις κομματικές διεργασίες και συμμαχίες, που καταλήγουν να έχουν τη μορφή ενός κεντροδεξιού ή ενός κεντροαριστερού συνασπισμού στη βάση δήθεν συμφωνημένου προγράμματος διακυβέρνησης. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν πρέπει να απευθύνεται στη διακυβέρνηση του τόπου κατά την επόμενη πενταετία, αφήνοντας το Κυπριακό στο έλεος του χρόνου, αλλά αποκλειστικά στη λύση του Κυπριακού, επιθυμώντας τον τερματισμό της θητείας της όσο το δυνατό συντομότερα με την επίτευξη της λύσης. Τότε θα είναι ο χρόνος για επάνοδο στην κομματική ζωή.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από μια μεγάλη συμμαχία, που θα αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του Κυπριακού λαού, η οποία επιθυμεί τη λύση. Και η μεγάλη αυτή συμμαχία δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, τα οποία υποστηρίζουν τη συμφωνημένη μορφή της λύσης. Προς όφελος των ύψιστων συμφερόντων του τόπου, και ιδιαίτερα της αποφυγής της διχοτόμησης, τα δύο κόμματα οφείλουν να δουν τις προεδρικές εκλογές του 2023 με αυτό το πνεύμα, αφήνοντας κατά μέρος τις διαφορές τους σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης και αφήνοντας για μετά τη λύση την προώθηση των αντίστοιχων πολιτικών τους, αφού τώρα προέχει η σωτηρία του τόπου. Η μεγάλη συμμαχία θα είναι πράξη πατριωτισμού και οράματος για ένα μέλλον ειρήνης και ευημερίας και θα καταξιώσει τους πρωτεργάτες της.

Η μεγάλη συμμαχία για την Κύπρο, εφόσον πραγματοποιηθεί, θα αποκτήσει τέτοια προοπτική και τέτοια δυναμική, ώστε θα προσελκύσει πρόσθετη υποστήριξη από άλλους κομματικούς χώρους και από μη κομματικά τοποθετημένους πολίτες, οι οποίοι αποτελούν μέρος της σιωπηλής πλειοψηφίας που επιθυμεί τη λύση του Κυπριακού. Και θα πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι οι Ελληνοκύπριοι όντως επιθυμούν και επιδιώκουν τη λύση, συνιστώντας και ένα προδημοψήφισμα υπέρ της. Η μεγάλη συμμαχία για την Κύπρο εξυπακούει την υπόδειξη ενός κοινού υποψηφίου, ο οποίος θα είναι ταγμένος στην επιδίωξη του κοινού σκοπού της και στον οποίο αυτή θα συμπαρίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Ποτέ το Κυπριακό δεν ήταν σε χειρότερη θέση από ότι είναι σήμερα. Δεν υπάρχουν περιθώρια κομματικών φιλοδοξιών και επιδιώξεων. Τώρα είναι η ώρα της μεγάλης υπέρβασης.

*Πρώην πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.