Μεσούσης της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και της απότομης αύξησης της τιμής της ενέργειας λόγω των δυσαρεστών γεγονότων στην Ουκρανία, τα Κράτη Μέλη της ΕΕ αναζητούν τρόπους να μειώσουν τις επιπτώσεις και το σοκ που θα επιφέρουν οι ψηλές τιμές της ενέργειας στην οικονομία, στη βιομηχανία και στους πολίτες. Φυσικά, παρόλο που ήταν πάντα ζητούμενο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανάδειξε την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού (την απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό ΦΑ) ως ζωτικής σημασίας, κάτι που σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από το να αντικριστεί η ενέργεια ως ένας απλός συντελεστής παραγωγής. Στο προκείμενο θέμα μας, όμως. 

 

Χαμηλό κόστος, ψηλό κέρδος

Από το 2015 και εντεύθεν το κόστος της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας μειώθηκε δραστικά. Αυτό, σε συνδυασμό με την πλούσια ηλιοφάνεια που έχουμε, οδήγησε σε χαμηλό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά πάρκα. Συναφώς, μας χωρίζουν μόνο έξι μήνες από την πολυαναμενόμενη λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού. Συνεπώς, είναι εύλογα και ενδιαφέροντα τα ερωτήματα: 

 – Ποια είναι η επίπτωση της αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ (μεγάλα εμπορικά φωτοβολταϊκά πάρκα) τα τελευταία χρόνια και ποια αναμένεται να είναι η συμβολή της λειτουργίας της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας; 

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, ας βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά. 

Μετά από καταγγελία του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, το 2019, για υπερκέρδη και παράνομη κρατική ενίσχυση, ιδιώτες παραγωγοί ενέργειας από μεγάλα φωτοβολταϊκά, καθώς και αιτητές αδειών, παραδέχθηκαν δημόσια (13.08.2019) πως το κόστος εγκατάστασης/ λειτουργίας φωτοβολταϊκών είναι γύρω στα 6 με 8 σεντ την κιλοβατώρα. Με βάση πρόσφατους μειοδοτικούς διαγωνισμούς σε γειτονικές χώρες αλλά και τα αποτελέσματα του μειοδοτικού διαγωνισμού που έγινε το 2013, το κόστος παραγωγής θα μπορούσε να λεχθεί πως είναι μεταξύ 4 και 6 σεντ, αλλά ας δεχθούμε αυτό που δηλώθηκε. Κόστος παραγωγής 7 σεντ την κιλοβατώρα. Εδώ και αρκετούς μήνες το (οριακό) κόστος καυσίμου της ΑΗΚ για να παράξει μια επιπλέον ηλεκτρική κιλοβατώρα (το κόστος αποφυγής) είναι πάνω από 15 σεντ (σήμερα είναι πέριξ των 18 σεντ). 

Λογικά θα αναμενόταν ότι σημαντικό μέρος αυτής της εξοικονόμησης θα το επωφελούνταν ο καταναλωτής (είτε σαν νοικοκυριό είτε σαν μικρομεσαία επιχείρηση). Και όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι… Το Σχέδιο του 2018, κάτω από το οποίο εντάχθηκαν περί τα 120MW φωτοβολταϊκών πάρκων, προνοούσε πως «οι αιτητές θα συμβληθούν με την ΑΗΚ για αγορά της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην εκάστοτε τιμή αγοράς ΑΠΕ, όπως αυτή καθορίζεται από τη ΡΑΕΚ», η οποία την καθόρισε ως το εκάστοτε κόστος αποφυγής!  

Συνεπώς, η απάντηση στο 1ο ερώτημα είναι: παρόλο που υπήρχαν οι προϋποθέσεις τα μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα να συμβάλουν (έστω και οριακά) θετικά στην τιμή ρεύματος, το όφελος που παράχθηκε παρέμεινε αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες των πάρκων.

Όταν το συγκεκριμένο ζήτημα τέθηκε δημόσια, η απάντηση ήταν «μα τα 120 ΜW στο σύνολο δεν θα έκαναν τη διαφορά στην τιμή για τον μέσο καταναλωτή, παρά μόνο κάτι δέκατα του σεντ». Αυτό είναι αλήθεια. Όμως αθροιστικά το ποσό αυτό (δηλαδή το εγγυημένο πέραν του εύλογου κέρδους)  υπολογίστηκε (συντηρητικά) περί τα 7.5 εκατομμύρια ετήσια (ένα δημόσιο σχολείο ανά έτος). Συνεπώς, αν η Πολιτεία θεωρεί ότι δεν θα κάνει αίσθηση/ διαφορά στον καταναλωτή η μείωση αυτή, ας το απαιτήσει ως έκτακτη φορολογία για να κάνει ένα νέο σχολείο ανά έτος ή να επιδοτήσει 100% την ενεργειακή αναβάθμιση 50 κατοικιών ευάλωτων νοικοκυριών κάθε έτος!

 

Θα βοηθήσει η ανταγωνιστική αγορά;

Σε ό,τι αφορά το 2ο ερώτημα. Πριν πάμε στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού ας δούμε ακροθιγώς την τρέχουσα μεταβατική περίοδο. Τα πράγματα εδώ, πάνω κάτω είναι τα ίδια. Τα έργα του Σχεδίου του 2019 περί των 250 MW, τα οποία με την κατασκευή τους εντάχθηκαν στη μεταβατική αγορά, έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν διμερή συμβόλαια με καταναλωτές και να συμφωνήσουν ελευθέρα την τιμή. Τι γίνεται στην πράξη; Γίνονται διμερή συμβόλαια με μεγάλους καταναλωτές με συμφωνημένη τιμή, την τιμή της ΑΗΚ με μία έκπτωση 10 με 15%. Όπως έχει αναλυθεί προηγουμένως, η διαφορά του κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού ενός εμπορικού φωτοβολταϊκού και της ΑΗΚ (περίοδος 2020 με πρόβλεψη μέχρι και μετά το 2023) είναι σαφώς μεγαλύτερη.

Μια προσεκτικότερη ματιά στη δυναμική που δημιουργεί το μοντέλο αυτό (βραχυπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα) φανερώνει ότι τα διμερή συμβόλαια μπορεί να αποφέρουν κάποια μείωση στους λογαριασμούς μεγάλων καταναλωτών, οι οποίοι έχουν κάποια διαπραγματευτική ισχύ, αλλά στη λογική του κλειστού συστήματος (zero sum game) θα δημιουργήσουν πιέσεις, όπως αυτό το όφελος μεταφερθεί ως επιπλέον κόστος στους μικρούς καταναλωτές της ΑΗΚ (νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις). 

Σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού. Χωρίς να μπούμε στη λεπτομερή ανάλυση (detail compexity) του πώς θα λειτουργεί η αγορά, ας πούμε 2-3 στοιχεία που φανερώνουν το πώς δυναμικά θα λειτουργεί το σύστημα (dynanic complexity), ώστε κάποιος να μπορεί να προβλέψει το σημείο ισορροπίας της αγοράς. Στην ανταγωνιστική αγορά θα υπάρχουν πάλι τα διμερή συμβόλαια. Ενέργεια από ΑΠΕ η οποία δεν θα δεσμευτεί από διμερή συμβόλαια, εφόσον υπάρχει δυνατότητα του δικτύου να την απορροφήσει χωρίς τεχνικά προβλήματα, θα εισάγεται στο δίκτυο και θα αποζημιώνεται με το οριακό κόστος (ανά μισάωρο) παραγωγής. Δηλαδή, το ακριβότερο κόστος παραγωγού για εκείνη τη χρονική περίοδο. Ειδικοί στο θέμα δικτύων έχουν σημειώσει πως με τα χαρακτηριστικά του κυπριακού ηλεκτρικού συστήματος και χωρίς να υπάρξει κάποια θεμελιώδης αλλαγή (π.χ ο EuroAsia ή δραστηριοποίηση νέου σημαντικού παίκτη στην αγορά με συμβατική παραγωγή (κάτι που προϋποθέτει έλευση ΦΑ), οι ώρες που δεν θα χρειάζεται το σύστημα τη συμβολή της ΑΗΚ (η οποία έχει όλα εκείνα τα βάρη αλλά και τις αμαρτίες που την αναγκάζουν να έχει κόστος παραγωγής πολύ ψηλό) θα είναι από ελάχιστες έως καθόλου. Με λίγα λόγια, σε ό,τι αφορά  την ενέργεια που δεν θα διοχετευτεί σε διμερή συμβόλαια, για τα αμέσως επόμενα χρόνια οι παραγωγοί ΑΠΕ θα προσφοροδοτούν ό,τι τιμή θέλουν για να μπουν στην αγορά και θα αποζημιώνονται με το κόστος της ΑΗΚ. Συνεπώς, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα η ανταγωνιστική αγορά αναμένεται να μειώσει κάπως το κόστος στους μεγάλους καταναλωτές, αλλά κατά τη δική μου ανάγνωση της δυναμικής που δημιουργείται θα δημιουργήσει πιέσεις για αύξηση της τιμής στα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

 

Εξοικονόμηση, ενεργειακή απόδοση, φωτοβολταϊκά στέγης

Καταληκτικά, η επίπτωση της διά ροπάλου αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι αυτή του κρατικοδίαιτου, αθέμιτου και χωρίς να δικαιολογείται από τα θεμελιώδη (ρίσκο, προσπάθεια, ταλέντο, παραγωγικότητα) πλουτισμού μιας μερίδας εις βάρος των πολλών. Αυτό το έχει αποτυπώσει πολύ γλαφυρά και εύστοχα ένας διεθνούς κύρους καθηγητής (Ματθαίος Σανταμούρης) σε θέματα ενέργειας και ενεργειακής πολιτικής, σε ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ένα απόσπασμα του οποίου παραθέτω πιο κάτω:

«… Οι ανανεώσιμες ήταν και είναι η ελπίδα για ένα πράσινο και οικονομικά προσοδοφόρο μέλλον για όλους. Δεν πρέπει να είναι οικονομικό μέσο και εργαλείο πλουτισμού των μεγάλων σε βάρος των πολλών. Η συγκέντρωση στα χέρια λίγων αυξάνει και θα αυξήσει πολύ ακόμα το ενεργειακό κόστος που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής και όχι ασφαλώς το κόστος παραγωγής…». 

Και για να κατανοήσουμε τα μεγέθη… 20% της αγοράς ηλεκτρισμού είναι πέριξ των 250 εκατομμυρίων ευρώ ετήσια! Καταληκτικά παραμένει πεποίθησή μου πως η αποτελεσματική αντιμετώπιση της τάσης αύξησης του κόστους ενέργειας για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, δεν θα δοθεί από τη λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς όπως δομήθηκε, αλλά από ενεργειακές αναβαθμίσεις, μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης παραγωγικών διαδικασιών (energy efficiency first principle) και από την αξιοποίηση μικρών συστημάτων ΑΠΕ, π.χ. φωτοβολταϊκών συστημάτων στις στέγες. Και εκεί είναι που πρέπει να επικεντρώσουν τις προσπάθειες και η πολιτεία αλλά και ο κάθε ένας από εμάς. 

* Μηχανολόγος Μηχανικός  Dipl Eng, MBA 

(Οι απόψεις που εκφράζονται είναι προσωπικές)