Τη δεκαετία του ’80 ο Κερτ Βόνεγκατ (Kurt Vonnegut) κι ο Νόρμαν Μέιλερ (Norman Mailer) δειπνούσαν συχνά, πάντοτε μετά συζύγων, στα ακριβά εστιατόρια του Upper West Side. Εκ πρώτης όψεως αταίριαστοι˙ ο εριστικός, καβγατζής, ζωώδης Μέιλερ απείχε από τον αβρό, ουμανιστή, ανάλαφρο Βόνεγκατ όσο το Μπρούκλιν από την Ινδιανάπολη. Τι table manners να μοιραστούν ένα μπίτμπουλ μ’ ένα γκρέιχαουντ; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ωκεανογράφος για να υποπτευθεί πως κάτω από την χτυπητά ανομοιογενή επιφάνεια, κεντρομόλα υποθαλάσσια ρεύματα παρέσερναν τους ομότεχνους στον ίδιο τεχνητό ύφαλο. Αιρετικοί, καταθλιπτικοί, συνομήλικοι (γεννήθηκαν με 3 μήνες διαφορά, πέθαναν με 6, αμφότεροι στα 84), βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με μανάδες μαινάδες και αδύναμους μπαμπάδες, όλο και κάτι θα ’βρισκαν να πουν. Αν ξέμεναν από κουβέντες μπορούσαν, φανταζόμαστε, να το γυρίσουν στα παιδιά τους – o Βόνεγκατ είχε 7, ο Μέιλερ 9. Αστείρευτο θέμα. 

Βρίσκονταν τότε στο μεσουράνημα της παγκόσμιας λάμψης τους, χορτάτοι και κραταιοί 60άρηδες, ξεπετούσαν ανά τριετία μυθιστορήματα που έκαναν ντόρο και δίχαζαν. Σιωπηρός αλλά ουσιώδης όρος στις συναντήσεις ήταν να μη μιλούν για τα γραψίματά τους διότι, όπως θυμάται ο Μέιλερ, «γνωρίζαμε κι οι δυο το τεράστιο κόστος μιας λογοτεχνικής έχθρας κι έτσι σίγουρα δεν θέλαμε να διαφωνήσουμε». Πολλά χρόνια αργότερα, όχι δίχως κάποια έκπληξη, μαθαίνουμε ότι η κινητήρια δύναμη της μάζωξης των συνδαιτημόνων ήταν οι γυναίκες τους. Για λόγους που ιστορία αμέλησε να καταγράψει, η 6η κυρία Μέιλερ και η 2η κυρία Βόνεγκατ έκαναν κολλητή παρέα. Για να πουν τα δικά τους, τραβολογούσαν και τα στεφάνια τους με αποτέλεσμα οι δύο ευφραδείς διανοούμενοι της Ανατολικής Ακτής να παρακάθονται στο τραπέζωμα «σαν γλάστρες». Παρήγορη κληρονομιά στον άντρα του 21ου αιώνα: ακόμη και για τα Alpha αρσενικά, κάποιες μάχες είναι χαμένες.   

O Βόνεγκατ -φτυστός η γιαγιά σας με μουστάκι- διέπρεψε και ως ευφυολόγος. Εν αντιθέσει με τον συγγραφέα του «Οι Γυμνοί και οι Νεκροί», ο συγγραφέας του «Σφαγείο Νούμερο 5» είχε το χάρισμα του αφορισμού, μια τέχνη που καλλιεργήθηκε εντατικά στη Γηραιά Ήπειρο αλλά δεν καρποφόρησε εξίσου στον Νέο Κόσμο. «Ήταν ο δικός μας Μαρκ Τουέην» αποχαιρέτισε την άνοιξη του 2007 ο ετοιμοθάνατος Μέιλερ τον πρώην ομοτράπεζo. Αν πληκτρολογήσετε Vonnegut και quotes στη μηχανή αναζήτησης, θα βρείτε (ανάμεσα σε αρκετά νόστιμα) και το εξής απόφθεγμα: «Αληθινός τρόμος είναι να ξυπνάς ένα πρωί και να ανακαλύπτεις ότι οι συμμαθητές σου διοικούν τη χώρα». Ας θυμηθούμε πως προέρχεται από κάποιον που αιχμαλωτίστηκε από τους Ναζί λίγο μετά την αυτοκτονία της μητέρας του και επέζησε του βομβαρδισμού της Δρέσδης. Η ατάκα δεν υπάρχει σε κάποιο βιβλίο. Θα πρέπει να την πέταξε σε καμιά τηλεοπτική εκπομπή ή σε καμιά διάλεξη. Ευτυχώς που οι παρακαταθήκες των γραφιάδων δεν εγκιβωτίζονται στο έργο τους. Μπορεί να μην τις καρπωνόμασταν ποτέ.  

So it goes κι ήρθε η εποχή που κοιμόμαστε και ξυπνάμε με τον τρόμο του Βόνεγκατ. Η γενιά μου (αρχίζει να) κυβερνά τη χώρα. Εννοώ τους σημερινούς 40άρηδες, αυτούς που τοποθετούνται στο δεύτερο μισό της Generation X, που ανδρώθηκαν τη δεκαετία του ’90, που θυμούνται το ΡΙΚ να προβάλλει το Twin Peaks ή το Northern Exposure ταυτόχρονα με Αμερική, που θυμούνται τη ζωή πριν απ’ τα στριφτά τσιγάρα όταν οι έφηβοι ντύνονταν unisex ελλείψει επιλογών. Έρχονται τώρα ορμητικά στο προσκήνιο, ξεμυτίζουν ως παράγοντες του δημόσιου βίου, καλλιτεχνικοί και μπίζνεσμεν, μάνατζερ και δόκτορες, σπουδαρχίδηδες κι αντισυστημικοί, βλαχοδήμαρχοι κι outsiders αποκτούν ισχύ, λεφτά, στάτους, οφίκια – και υφάκι. Είναι ορατοί -θέλουν να είναι ορατοί ώσπου να γίνουν θεόρατοι- και διάφανοι -λόγω σόσιαλ μήντια- σαν κρίνα. Φουσκωμένοι διάνοι, πλουμιστά παγώνια αλλά εκ στόματος κόρακος κρα (και like). Αυτοδημιούργητοι με ανυπόκριτο θαυμασμό για τον δημιουργό τους, πλασάρουν εαυτούς ως την επούλωση της πληγής ενώ είναι το πιο αιχμηρό αγκάθι. Επικαιρικοί παρά επίκαιροι, θα ήταν απλώς αμελητέοι ή καταγέλαστοι. Όμως κουμαντάρουν τις ζωές μας και επιβάλλουν την αισθητική τους.

Τους βλέπω όπως όλοι μας (στα μέσα, στα πέριξ) και αναρωτιέμαι αν ζήσαμε την ίδια νιότη -δεν βαυκαλίζομαι ότι περνάμε την ίδια κλιμακτήριο-, αν μεγαλώσαμε στις ίδιες συντεταγμένες, αν κουβαλούμε το γενετικό υλικό της γενιάς μας: το MTV, τους Clerks, την trip hop, τον Πανούση, τον Τζάρμους, το Reality Bites, τα Σπαθιά, την Μαλβίνα, το Trainspotting, τον Λένο Χρηστίδη, το Face, την brit pop, τον Bret Easton Ellis, το rave, το Before Sunrise, το ΚΛΙΚ, την Kate Moss, τους YBAs, τoν Καμάσα, το ΣΙΝΕΜΑ, τη Σάρα Κέιν, το Fight Club, το Μαράζι της Φωτούλας. Πόσες απ’ τις ευρυφασματικές διαθλάσεις των καλειδοσκοπικών 90s τρεμόπαιξαν στον κερατοειδή αυτού του συρφετού των ιλουστρασιόν leaders των 2020s; Σαρώθηκαν απ’ την πρεσβυωπία ή δεν ειδώθηκαν ποτέ; «Ποια σφίγγα έσπασε τα κρανία τους και καταβρόχθισε τα μυαλά και τη φαντασία τους;» αναρωτιόταν ο Γκίνσμπεργκ στο «Ουρλιαχτό».  

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος πρόλαβε  και δεν πρόλαβε να δει τη γενιά του -την cancelled πια «Γενιά του Πολυτεχνείου»- να κάνει παιχνίδι πριν ακουμπήσει την πένα στο χαρτί το 1993. Το -εμβληματικό για τη δική μου γενιά-  κύκνειο άσμα του «Η Γραμμή του Ορίζοντος» -το «κατεξοχήν βιβλίο του Χρήστου» κατά τον Παπαγιώργη- ξένισε τους συνοδοιπόρους του. Βλέπετε, το δυτικοτραφές, γαλλοσπουδαγμένο μοναχοπαίδι είχε πιάσει την ελληνοκεντρική στροφή˙ απέρριπτε τους Kinks για χάρη του Ρασούλη, προέκρινε τον Βέγγο έναντι του Τζέρι Λούις. Τι τα θέλετε…άλλες εποχές, πολωμένες και στριμόκωλες. Αφού μέχρι κι ένας τόσο ανοιχτομάτης αναγνώστης σαν τον Πέτρο Τατσόπουλο αλληθώρισε προς τα θυμιάματα του ολιγόζωου μα ηχηρού νεοορθόδοξου ρεύματος που νότιζαν τότε την ατμόσφαιρα και προσπέρασε την ονειρική υφή της πραγματικότητας η οποία εξακολουθεί να προσηλυτίζεται ενθουσιωδώς στη μελαγχολική μορφή της Ρέας Φραντζή. 

Τέλος πάντων, «Η Γραμμή του Ορίζοντος» αντί προμετωπίδας έχει μια αφιέρωση: «Υπέρ νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων της δεκαετίας του ’70». Από πάνω, μια φωτογραφία. Κάτι εικοσάρηδες (αγόρια και κορίτσια) κάθονται γύρω από ένα τραπέζι. Δεν υπάρχει φαΐ μπροστά τους, δεν υπάρχει ποτό. Αραχτοί αλλά μάλλον σοβαροί, ασχημούληδες και ολίγον φρικιά, ανεπιτήδευτοι και κάπως αγέρωχοι, χαριτωμένοι δίχως να χαριεντίζονται, με κοντομάνικα (πρέπει να είναι καλοκαίρι, μπορεί να είναι στην Πάτμο), καθένας μοιάζει να κουβαλά ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι έτοιμος να το καταθέσει στην κοινή τράπεζα. Κανείς τους δεν χαμογελά, κανείς τους δεν ποζάρει. Κανείς δεν κοιτάει τον φακό. 

Ο φωτογράφος παραμένει άγνωστος. Θα ήθελα να ήμουν εγώ.

Φιλελεύθερα, 21.2.2021.