Η Βουλή των Αντιπροσώπων φιλοξένησε πρόσφατα την εκδήλωση των πρώην Βουλευτών που έγινε για ευρύτερο προβληματισμό σε σχέση με τα 62 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας που λειτούργησε και έγινε μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ένα Σύνταγμα δοτό. Ένα Σύνταγμα που δεν προέκυψε από την πρωτογενή θέληση του λαού. Ήταν αποτέλεσμα των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και δεν υπήρξε δημοψήφισμα για αποδοχή του. Όμως αποτέλεσε και αποτελεί ασπίδα και δόρυ για την κρατική μας ύπαρξη κατά το Καταστατικό του ΟΗΕ, τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Δικαίου.

Πρόκειται όπως τόνισαν στην εκδήλωση αυτή, η Πρόεδρος της Βουλής και ο Γενικός Εισαγγελέας στους χαιρετισμούς τους αλλά και οι τρεις ομιλητές πρώην Βουλευτές, για ένα αυστηρό και άκαμπτο Σύνταγμα (Άρθρο 182 προβλέπει το αναλλοίωτο / αμετάβλητο των όσων ορίζει ως «θεμελιώδη» Άρθρα) που ρητά καθιέρωσε απαγορεύσεις πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας, για ό,τι αφορά σε Συνταγματικές αλλαγές. Λαϊκή κυριαρχία η οποία δεν αναφέρεται καθόλου στο όλο κείμενό του. Τούτο κατά προφανή αντίφαση στη Δημοκρατική αρχή αλλά και σε σχέση ακόμα και με ότι το ίδιο το Σύνταγμα που προβλέπει, στο Άρθρο 61 ως εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων: να νομοθετεί επί «παντί θέματι», εξαιρουμένων μόνο, των θεμάτων εκείνων που ανατέθηκαν στις Κοινοτικές Συνελεύσεις!

Ένα Σύνταγμα που αποδείχθηκε ότι δεν προεξοφλούσε τη βιωσιμότητα και απρόσκοπτη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας γιατί ήταν αποτέλεσμα υποχωρήσεων και συμβιβασμών στη Ζυρίχη ερήμην του κυπριακού λαού, με την Τουρκία να είναι από πριν, έτοιμη και με προδιαγεγραμμένους σχεδιασμούς για να εκμεταλλευτεί τις αγκυλώσεις της δικοινοτικής μορφής και την έλλειψη λειτουργικότητας ως Κράτος Δικαίου. Η δε πρόθεση για τροποποίηση του Συντάγματος το 1963, ως δημοκρατικό δικαίωμα κάθε κυρίαρχου λαού, ξεδίπλωσε και αποκάλυψε έκτοτε τα επεκτατικά σχέδια που εφάρμοσε και εφαρμόζει, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τουρκία.

Τότε βέβαια, δεν κατάφερε η Τουρκία να επιφέρει την κατάρρευση του Κράτους για να επιτύχει έκτοτε διχοτόμηση γιατί, υπήρξε η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης, που έδωσε νόμιμη λύση και διασώθηκε το Κράτος και οι θεσμοί του, παρά την «αυτόβουλη» εγκατάλειψη των αξιωμάτων και θεσμικών θέσεων που κατείχαν οι Τουρκοκύπριοι (υπόθεση Mustafa Ibrahim του 1964). 

Με βάση το επιβεβλημένο για διάφορα θέματα δίκαιο της ανάγκης, συνέχισε η λειτουργία και ύπαρξη του Κράτους μας και είχαμε την πρώτη συνταγματική τροποποίηση με την ειδική πλειοψηφία μόνο των Ελληνοκύπριων Βουλευτών που αποφασίστηκε το 1989 με το Νόμο 95/89. Από τότε και μέχρι σήμερα υπήρξαν συνολικά 17 τροποποιήσεις. Δεν είναι όμως σκοπός της αναφορά αυτής η ανάλυση των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτές. Το ερώτημα είναι για το κατά πόσον έπρεπε να υπάρξουν, αφού ήδη εφαρμόστηκε το δίκαιο της ανάγκης. Πρόσθετα έπρεπε και πρέπει να γίνει με φειδώ ή όχι;

Ανεξάρτητα της όποιας απάντησης σ’ αυτά τα ερωτήματα, ένα είναι το σαφέστατο συμπέρασμα ότι, οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου οδήγησαν σε μια ανεξαρτησία που δεν ήταν ούτε δημοκρατική αλλά ούτε δικαία. Κύρια διασφάλισε τα λεγόμενα κυριαρχικά «επί των βάσεων δικαιώματα» της Αγγλίας. Συνεπώς το πάθημα και μάθημα έπρεπε και πρέπει να οδηγεί στην ανάγκη η επιδιωκόμενη λύση του διεθνούς μας προβλήματος, να διασφαλίσει ότι θα είναι δικαία, βιώσιμη και λειτουργική κατά τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέχρι τη λύση όμως, ας αναζητηθούν τα λάθη όλων μας του παρελθόντος και ας βρεθούν νέες ρυθμίσεις ως ο λαός απαιτεί, για να έχουμε ένα, έστω και υπό κατοχή, πραγματικό Κράτος Δικαίου.

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής