Από την αρχή που δημιουργήθηκε θέμα αντιπαράθεσης με την Τουρκία με τη δημιουργία του Κυπριακού κράτους και εντεύθεν υποστήριζα ότι δεδομένου ότι η Τουρκία με τη συμπεριφορά της και τις διεκδικήσεις της επεδίωκε να βάλει χέρι σε ολόκληρη την Κύπρο, δεν υπήρχε θέμα να προσφύγουμε σε επιτυχείς συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους για να λύσουμε καλόπιστα μέσω τους τις απαιτήσεις της Τουρκίας. Αφού οι Τουρκοκύπριοι ήσαν πάντοτε υπό τας διαταγάς και τις ορέξεις της Τουρκίας. Στην αρχή με εκπρόσωπο τον Ντενκτάς, ένα φανατικό συμπλεγματικό άνθρωπο που επεδίωκε να διοικήσει την Κύπρο και αντιπαθούσε υποταγή στους Έλληνες έστω και σε ένα δημοκρατικό κράτος. Με τις συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου έγινε σαφές ότι η Τουρκία ήθελε την Κύπρο και  πήρε αρκετά από τη Συμφωνία προς την κατεύθυνση αυτή. Ακολούθησαν τα γεγονότα του 1963 όπου οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν από τους κρατικούς οργανισμούς και αυτοεγκλωβίστηκαν σε τόπους αντιστάσεως και με τον οπλισμό της Τουρκίας προωθούσαν την πολιτική της αρπαγής της Κύπρου από τη μητέρα τους. Πάντα μιλούσαν για διαμελισμό, συνεταιρισμό και τα παρόμοια ως πρόδρομο του τελικού τους στόχου. Από την πλευρά μας υπήρχαν οι πολλοί αφελείς πολιτικοί και ουραγοί τους που πίστευαν ότι πρέπει με ειρηνικά μέσα και με τον βοηθητικό ρόλο του ΟΗΕ να τα βρούμε με τους Τούρκους. Υπήρξε η αφελής πρόταση των 13 σημείων αλλαγής του Συντάγματος, η οποία δεν είχε λογικές πιθανότητες να γίνει αποδεχτή από την Τουρκία. Ακολούθησαν άλλες κρίσεις με κυριότερη εκείνη της εισβολής του 1974, όπου οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο και προέβησαν σε βαναυσότητες σε βάρος των Ελλήνων σε βαθμό που καταδικάστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων. Αυτό ήταν ένα δράμα σε βάρος των Ελληνοκυπρίων αλλά και ένα όπλο εναντίον της Τουρκίας από μέρους μας. Δεν χρησιμοποιήθηκε, όμως, διότι η αφέλεια των πολιτικών μας συνεχίστηκε και το θέμα ξεχάστηκε. Δεν είχαμε άλλο τρόπο πιέσεως της Τουρκίας, διότι μόνο με πίεση θα μπορούσε να υπάρχει κάποια ελπίδα να συνέλθει η πολιτική της. Αρχίσαμε τότε πάλι την πολιτική των συνομιλιών. 

Εκπροσωπώντας την Κύπρο στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με το θέμα σεβασμού της Τουρκίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Κύπρο, που κατά την Επιτροπή ήταν τα θύματά της, δημιουργήθηκε τότε μία ατμόσφαιρα πίεσης της Τουρκίας. Όλοι οι εκπρόσωποι των κρατών Μελών επέδειξαν συναίνεση με τις θέσεις μας. Η σκηνή ήταν συγκινητική και υποσχόμενη. Επιτέλους μία σωστή αντιμετώπιση της τουρκικής παρανομίας. Απότομα όμως παίρνω οδηγίες από τον Πρόεδρο Κυπριανού μέσω του Υπουργού Εξωτερικών, κ. Ρολάνδη, «σταματάτε τη διαδικασία (σχετικά με την καταδίκη της Τουρκίας) διότι έχουμε ειδοποιηθεί από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ότι θα αρχίσουν συνομιλίες». Από τότε κατάλαβα πού θα καταλήξουμε. Άρχισαν οι συνομιλίες με πρώτο δώρο προς την Τουρκία την ομοσπονδία που στη συνέχεια συγκεκριμενοποιήθηκε στη Δικοινοτική – Διζωνική. Ακολούθησαν σε κάποιο στάδιο τα αφελέστατα μέτρα των ΜΟΕ, διότι είχαν την ψευδαίσθηση οι πολιτικοί μας (και την έχουν ορισμένοι μέχρι τώρα) ότι το Κυπριακό είναι μία ψυχρότητα και αντίθεση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα μπορούσαμε με τα ΜΟΕ να «καλάρουμε» την τουρκική πλευρά να φιλέψει μαζί μας και οι ξένοι να μας βοηθήσουν. Αν είναι δυνατόν, η Τουρκία (διότι αυτό σημαίνει Τουρκοκύπριοι) και οι ξένοι να συγκινηθούν από τη χειρονομία μας. Τα ΜΟΕ στέλλουν το μήνυμα διεθνώς ότι το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία, αλλά απλώς κάποιων διαφορών μεταξύ ΕΚ και ΤΚ. 

Οι συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους (βλ. Τουρκία) συνεχίστηκαν για μήνες και έτη και φθάσαμε στο 2022. Ανατρέχοντας στο παρελθόν θα πρέπει επιτέλους να παραδεχθούμε ότι οι συνομιλίες με την Τουρκία δεν μπορούν ποτέ, εφόσον υπάρχει η επεκτατική της πολιτική, να έχουν θετικό αποτέλεσμα προς όφελος του κυπριακού λαού σύμφωνα με αρχές και αξίες. Όποιοι πιστεύουν το αντίθετο, ζουν με μια ψευδαίσθηση ή έχουν πειστεί από τους συμμάχους της Τουρκίας ότι αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε για να μη χειροτερέψουν τα πράγματα. Αυτό είναι μία πίεση στην οποία πρέπει να αντισταθούμε. Ουσιαστικά πρόκειται περί εκβιασμού. Σήμερα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους αυτό που είπε και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πρόσφατα ότι η κατευναστική πολιτική απέτυχε και να παραμερίσουμε οτιδήποτε παραχωρήσεις κάναμε. Οι συνομιλίες ξεκίνησαν με υποχωρήσεις μας και με ψευδαισθήσεις και καταντήσαμε σήμερα οι Τούρκοι να θέλουν δύο ανεξάρτητα κράτη! Είναι απαραίτητο να συνέλθουμε και να σταθούμε πάνω στις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει και υποχρέωση να μας βοηθήσει. Παράλληλα πρέπει να αυξάνουμε την άμυνά μας και να συνεργαστούμε με την Ελλάδα. 

Ο δρόμος είναι δύσκολος αλλά είναι σωστός. Αν αποτύχουμε, παραμένουμε στις αρχές μας για την απελευθέρωση του τόπου μας και γλυτώνουμε από συμφωνία για χειρότερα.