Το ότι οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο επίπεδο που έχουν φθάσει σήμερα είναι πέρα από τη φαντασία του κινεζικού λαού. Με την πρόταση αυτή ξεκινά κύριο άρθρο των Global Times, αγγλόφωνου εκφραστή των απόψεων του Κομουνιστικού Κόμματος Κίνας, σε μία συγκυρία κατά την οποία η κρίση του κορονοϊού αναδεικνύει ολοένα και περισσότερο τα στοιχεία του γεωπολιτικού ανταγωνισμού Ουάσιγκτον και Πεκίνου.

Πρόκειται για ένα μανιφέστο ευέλικτης αναμέτρησης με τις ΗΠΑ, την ίδια ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μάικλ Πομπέο στοχοποιούν την Κίνα για την επιδημία του κορονοϊού που μαστίζει τη Δύση.

Οι Global Times χαρακτηρίζουν “αφελή” την άποψη ότι η επιδείνωση των διμερών σχέσεων οφείλεται στην κινεζική πλευρά και μπορεί να αναταχθεί άπαξ και η Κίνα προβεί σε παραχωρήσεις, ώστε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ.

Κατά τον αρθρογράφο οι βαθύτεροι λόγοι της επιδείνωσης των διμερών σχέσεων έχουν να κάνουν με την σταθερή αλλαγή του συσχετισμού ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών και με το ότι οι ΗΠΑ αρνούνται να αποδεχθούν την πιθανότητα ανάδυσης της Κίνας ως παράλληλης και ισότιμης δύναμης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η Τουρκία ανακαλύπτει την… αυτάρκεια

Σε όσους ανακαλούν τις καλές μέρες της δεκαετίας του ’80, ο αρθρογράφος υπενθυμίζει ότι εκείνη η θερμή ατμόσφαιρα στις σινοαμερικανικές σχέσεις οφειλόταν στο ότι οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να προσεταιρισθούν την τότε αδύναμη Κίνα απέναντι στον υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλό τους, που ήταν η Σοβιετική Ένωση.

Η στρατηγική θέση της Κίνας ήταν τόσο άνετη όσο σήμερα αυτή της Ινδίας. Όμως πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει. Η ενδυναμωμένη Κίνα θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως ο κύριος στρατηγικός ανταγωνιστής της, εξ ού και κάποιοι Αμερικανοί πολιτικοί σκέφτονται για την ανάσχεσή της ακόμη και τον προσεταιρισμό της Ρωσίας.

Για να κατευνασθούν οι ΗΠΑ, συνεχίζουν οι Global Times, θα έπρεπε η Κίνα να γυρίσει το ρολόι της ανάπτυξής της είκοσι χρόνια πίσω, διακόπτοντας την τεχνολογική της πρόοδο και επιστρέφοντας στη χαμηλής προστιθέμενης αξίας μεταποίηση, ώστε να μην μπορεί να ανταγωνιστεί το πλεονέκτημα της Δύσης.

Θα έπρεπε επίσης η Κίνα να αποδεχθεί την αμερικανική κυριαρχία στην Ταϊβάν, την διεθνή διαιτησία στα θέματα της δικαιοδοσίας στη Νότια Σινική Θάλασσα και τη διάλυση των στρτιωτικών της εγκαταστάσεων στις νήσους Νάνσα. Θα έπρεπε να έχει λόγο η Ουάσιγκτον στα ζητήματα του Θιβέτ, του Σιντζιάνγκ και του Χονγκ Κονγκ. Εν τέλει θα απαιτούνταν από την Κίνα να αυτοπεριορίσει τις πυρηνικές και βαλλιστικές της δυνατότητες.

Οι Global Times αναρωτιούνται ρητορικά αν η Κίνα μπορεί να υποχωρήσει σε αυτά τα θέματα και αν έστω και έτσι η αντιπαράθεση θα τελείωνε. Υπενθυμίζουν, πάντως, ότι ούτε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε χαλάρωση της στάσης των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, τα πυρηνικά όπλα της οποίας εξακολουθούσαν να τροφοδοτούν τις αμερικανικές ανησυχίες.

Κατά τον αρθρογράφο, αυτό που πραγματικά θέλουν οι ΗΠΑ είναι να αποδυναμώσουν την Κίνα τόσο ώστε να χάσει τη στρατηγική της ανταγωνιστικότητα – και η προσπάθεια αυτή δεν θα σταματήσει μέχρι που το Πεκίνο να γονατίσει και να ακρωτηριασθεί. Αυτή είναι μια πραγματικότητα από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή.

Δεν έχει νόημα, επιμένει το ανεπίσημο αγγλόφωνο όργανο του ΚΚΚ, απευθυνόμενο προφανώς και σε εγχώριους επικριτές, να ανατρέχουμε στο παρελθόν των σινοαμερικανικών σχέσεων: θα πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά με το σθένος του ρεαλισμού, να αποδεχθούμε τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Κίνα ως μεγάλη δύναμη και να αναμετρηθούμε με αυτές με θάρρος και σοφία.

Οι αντοχές της Κίνας, καταλήγει το άρθρο, δεν είναι οι ίδιες με αυτές πριν από 20 ή 30 χρόνια. Διαθέτουμε μια μοναδικά κινεζική φιλοσοφία αντίστασης στις πιέσεις. Δεν θα γίνουμε μια δεύτερη Σοβιετική Ένωση, ούτε θα προκαλέσουμε από την πλευρά μας τη σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Η μέθοδος της Κίνας να διαφυλάσσει τα κεντρικά συμφέροντά της θα είναι ολότελα νέος, γιατί χρειάζεται να εκπλήξουμε την ιστορία. 

Του Κώστα Ράπτη

Capital.gr