Διαβάζοντας το τελευταίο άρθρο του Μάικλ Ρούμπιν, το οποίο δημοσιεύθηκε στον Washington Examiner, εκτιμώ πως ο Αμερικανός αναλυτής εάν ήταν Ελληνοκύπριος οι Αμερικανοί (και άλλοι) θα τον τοποθετούσαν, χωρίς συζήτηση, στη λίστα των λεγόμενων «απορριπτικών». Μια λίστα της οποίας – ως γνωστό – εμπνευστές ήταν κάποιοι πρέσβεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας εδώ στην Κύπρο, και στην οποία τοποθετούν όσους προσεγγίζουν το Κυπριακό από μια οπτική γωνία η οποία διαφέρει από τη δική τους. Η άλλη κατηγορία είναι αυτή των «pro solution», δηλαδή όσων τάσσονται υπέρ της λύσης.

Στην κατηγορία των «απορριπτικών» ή anti-solutionists τοποθετούνται όχι μόνο όσοι εκφράζουν επιφυλάξεις για τη λύση του Κυπριακού αλλά και όσοι επιμένουν ότι θα πρέπει να αναδεικνύεται η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη κατοχή ενός μεγάλου τμήματος του νησιού. Είναι καλό να αναγνώσει κανείς με προσοχή κι αυτό το άρθρο του Μάικλ Ρούμπιν, ο οποίος πολλές φορές ασκεί κριτική κατά τη Τουρκίας αλλά και κατά των ΗΠΑ για την πολιτική που ακολουθούν έναντι της Άγκυρας.

Το κείμενο του Μάικλ Ρούμπιν έχει πολύ εύστοχο τίτλο ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να γραφεί από έναν Κύπριο «απορριπτικό»: «Το να αρνείσαι να αποκαλέσεις την Κύπρο κατεχόμενη δεν είναι σοφιστεία. Είναι ηλιθιότητα».

Γράφει λοιπόν ο Μάικλ Ρούμπιν μεταξύ άλλων: «όταν η Κύπρος ανεβαίνει και ξεπερνά το βάρος της για να γίνει ένας απαραίτητος σύμμαχος, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ την προσβάλλει αρνούμενο να αναγνωρίσει επίσημα την παράνομη κατοχή της Τουρκίας εδώ και μισό αιώνα ως κατοχή. Αντ’ αυτού, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στριφογυρίζει τον εαυτό του και περιγράφει την κατεχόμενη περιοχή ως “περιοχή που διοικείται από Τουρκοκύπριους”. Αυτό είναι παρόμοιο με το να περιγράφει το κατεχόμενο από τη Ρωσία Ντονέτσκ και Λουχάνσκ ως “την περιοχή που διοικείται από Ρώσους Ουκρανούς”».

Ο Αμερικανός αναλυτής υποδεικνύει πως «τέτοια παιχνίδια λέξεων δεν αποδίδουν ποτέ». Υπενθυμίζοντας παράλληλα και τα εξής: «Η απόφαση της πρώην υπουργού Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει να αποκαλεί τα “καθεστώτα κακοποιών” “κράτη που προκαλούν ανησυχία” δεν προώθησε την ειρήνη ούτε με το Ιράν ούτε με τη Βόρεια Κορέα- μάλλον, υπονοώντας ότι ένας όγκος στον εγκέφαλο ήταν στην πραγματικότητα απλώς ένας πονοκέφαλος, το ταχυδακτυλουργικό της τέχνασμα απλώς ωραιοποίησε την κακοήθη συμπεριφορά. Το ίδιο ίσχυε και για την υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας της εποχής Ομπάμα, Janet Napolitano, η οποία όρισε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να αποκαλεί την “τρομοκρατία” “ανθρωπογενείς καταστροφές”. Η μεταγενέστερη απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα ότι το Πεντάγωνο δεν πρέπει να αναφέρεται στον “ανταγωνισμό μεγάλης δύναμης” με την Κίνα, δεν έβαλε ένα τέλος στην απειλή της χώρας αυτής. Με απλά λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ισχυρότερες όταν προσεγγίζουν την εξωτερική τους πολιτική με βάση την πραγματικότητα».

Ο Μάικλ Ρούμπιν αναφέρει ακόμα  πως «κατ’ ιδίαν, Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε ότι η απροθυμία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αποκαλέσει την παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο κατοχή οφείλεται στον συνεχή φόβο να μην ανταγωνιστεί την Τουρκία» και ότι «άλλοι αναφέρονται στον ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ως λόγο για να υποχωρήσει η πραγματικότητα ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε ξέσπασμα θυμού από τον ευμετάβλητο ηγέτη της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν».

Καταλήγοντας στο άρθρο του ο Αμερικανός αναλυτής τονίζει πως «ήρθε η ώρα να διορθώσουμε ένα λάθος 50 ετών. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρέπει να βγει από την έπαρσή του ότι η ρητορική μπορεί να διαγράψει την πραγματικότητα. Η Κύπρος είναι κατεχόμενη. Τελεία και παύλα. Είναι καιρός να το πούμε και να κάνουμε τον τερματισμό αυτής της κατοχής τη βάση της στρατηγικής της Ουάσιγκτον για την Ανατολική Μεσόγειο».

Ο πολιτικός καθωσπρεπισμός που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επέβαλαν οι Αμερικανοί υιοθετήθηκε και από πολλούς στην Κύπρο οι οποίοι για λόγους «σωστής προσέγγισης» αποφεύγουν αναφορές οι οποίες «ενοχλούν την άλλη πλευρά». Αυτό όμως δεν βοηθά στο να λυθεί το πρόβλημα.