Με την πάροδο του χρόνου, οι άνθρωποι, κατάφεραν μέσα από επαναστάσεις και αγώνες  διαφόρων επιπέδων, να καθυποτάξουν το θεριό που ονομάζεται Κυριαρχία. Με την έννοια αυτή, στους νεώτερους ιστορικούς χρόνους, οι κοινωνίες για να σταματήσουν αυτή την ‘’ελέω Θεού’’ κυριαρχία που τους εξουσίαζε χωρίς κανένα περιορισμό, κατάφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να θέσουν όρια στην εξουσία και αυτό, έγινε με την εισαγωγή ενός πολυσέλιδου κειμένου ονόματι Σύνταγμα. Οι νόμοι του συντάγματος είναι αυτοί που θέτουν πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει το χέρι της εξουσίας στις ζωές των πολιτών ενός κράτους και οι νόμοι είναι αυτοί που προστατεύουν τους ανθρώπους από την επεκτατική τάση μίας κυριαρχίας(κυριαρχία και εξουσία σημαίνουν το ίδιο).

Στην Κύπρο, ο κύριος θεσμός που έχει τον ρόλο της προστασίας του ανθρώπου από την εξουσία(και όχι μόνο), είναι αυτός του Επίτροπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από την παραπάνω σύντομη ιστορική αναδρομή της εξέλιξης των κοινωνιών, εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει και να κατανοήσει ότι, δεν νοείται σε ένα κράτος δικαίου, ο θεσμός που προστατεύει τον άνθρωπο μέσα σε ένα κράτος, να διορίζεται από το ίδιο το κράτος (την εξουσία δηλαδή), αφού, ο θεσμός της προστασίας, δυνητικά, αρκετά συχνά θα συγκρούεται με την εξουσία. Εκτός φυσικά αν πιστεύουμε ότι το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει φτάσει στην συντέλεια της θεμελίωσης και προάσπισης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οπόταν σε τελική ανάλυση, δεν χρειάζεται καν ο θεσμός περί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πράμα ουτοπικό.

 

Με λύπη και αγανάκτηση γίνεται αυτή η διαπίστωση λοιπόν, αυτής της επαίσχυντης σχέσης μεταξύ κράτους και θεσμού προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενός θεσμού που νοσεί και ενίοτε, όποτε κοινωνικά τον ψάξαμε ήταν απών. Τα παραδείγματα πολλά, μόνο και μόνο στο έτος που μας πέρασε, μπορούμε να διακρίνουμε αλλεπάλληλες περιπτώσεις λογοκρισίας, περιορισμούς δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, παραβιάσεις αρχής ισονομιών και ισότητας ανθρώπων με ειδικές αναπηρίες, διακρίσεις σε βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και πάει λέγοντας. Οι περιπτώσεις αυτές, πρέπει να κατανοήσουμε ότι είναι συμπτώματα ενός ανεξέλεγκτου αυταρχικού καθεστώτος, που εντελώς αισχρά, θεωρεί απολύτως θεμιτό νακατέχει την αρμοδιότητα του διορισμού, εκείνου του θεσμού που θα το περιορίζει.

Ο θεσμός του Επίτροπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα έπρεπε να ήταν μία ανεξάρτητη αρχή προληπτικού χαρακτήρα και όχι ενός θεσμού, με τον ρόλο που παίζει σήμερα στην κοινωνία μας, δηλαδή, ενός θεσμού ο οποίος βρίσκεται εκ των υστέρων (και αν) μπροστά σε διάφορα περιστατικά παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συντάσσοντας μία ‘’έκθεση εισήγησης για αλλαγή του περιστατικού’’ και «ό τι γίνει», όπως εν προκειμένω συμβαίνει. Επιπλέον, χωρίς την ανεξαρτητοποίηση της αρχής, παρατηρούνται συνεχείς παραβιάσεις από πλευράς κράτους, με την Επίτροπο να βρίσκεται σε αμηχανία αφού παραδόξως, εάν κάνει σωστά τη δουλειά της…πιθανώς και να την χάσει. Και όχι, η δυνατότητα αυτεπάγγελτης παρέμβασης που ανατίθεται στον θεσμό από το κράτος, δεν λέει κάτι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.

Αυτά, είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά ενός κράτος δικαίου που υποτίθεται η Κύπρος του δύο χιλιάδες είκοσι ένα, θα έπρεπε να έχει ως αυτονόητα. Ο θεσμός του Επίτροπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβάλλεται να τροποποιηθεί σε μία ανεξάρτητη Αρχή η οποία θα αφουγκράζεται την κοινωνία σε αλλεπάλληλες τριβές μαζί της και θα μπορεί ελεύθερα και χωρίς παρωπίδες να προλαμβάνει και να καταδικάζει πάσης φύσεως παραβιάσεις και αδικίες. Η περίπτωση αυτή, αποτελεί σημαντικό τραύμα στην-όποια-δημοκρατία μας, πλανώμενοι για μία αρχή η οποία ίσως είναι η πεμπτουσία ενός κράτους δικαίου. Εάν η Επίτροπος του θεσμού, κυρία Λοττίδη, πραγματικά ενδιαφέρεται για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πρώτα-πρώτα θα πρέπει να προστατεύσει τον  ίδιο το θεσμό.