Φανταστήκατε ποτέ πώς είναι να θέλεις να πιάσεις κάτι και να μη μπορείς, να θέλεις να πας κάπου και να μη μπορείς χωρίς βοήθεια, να βρίσκεσαι σε μια παρέα και να μη μπορείς να ακολουθήσεις τη συζήτηση, να φαντάζεσαι μόνο αυτά που ακούς, να τρέχεις συνέχεια στους γιατρούς και να μη σου βρίσκουν θεραπεία, ή ακόμα να μη ξέρεις αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις;
 
«Θέλω να συνεισφέρω στην οικογένεια μου, θέλω να μαγειρέψω, να πάρω τα παιδιά μου στο σχολείο, αλλά δε μπορώ, είμαι καθηλωμένη στον καναπέ και αυτό δεν είναι προσωρινό, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι αλλά δε μπορώ, νιώθω ότι είμαι βάρος στους άλλους, θέλω να πεθάνω…  Αναγκάζομαι να φεύγω συνέχεια από τα μαθήματα και τη δουλειά μου και να τρέχω για μεταγγίσεις και εξετάσεις, και δεν τελειώνει αυτό, νιώθω ελαττωματικός, βλέπω τον οίκτο στα μάτια των άλλων και λυπάμαι τον εαυτό μου…  Οι δάσκαλοι μου λένε ότι είμαι πολύ έξυπνη, αλλά δε μπορώ να γράψω και να διαβάσω σωστά, τα άλλα παιδιά με κοροϊδεύουν και εγώ νιώθω τόσο μειονεκτικά, τόσο προβληματική, διαφορετική και παράξενη…  Είμαι κοινωνική και θέλω να βγαίνω με παρέες, αλλά κάθε φορά που το κάνω δένεται το στομάχι μου κόμπους, τα μισά ακούω και δε μπορώ να παρακολουθήσω τη συζήτηση, αγχώνομαι, νιώθω χαζή και άχρηστη και πέφτω σε κατάθλιψη…  Παίρνω ψυχοφάρμακα για χρόνια και ο γιατρός λέει δε θα σταματήσω ποτέ, φοβάμαι τον εαυτό μου και τους άλλους και ξέρω ότι και οι άλλοι με φοβούνται, είμαι θυμωμένος με το γιατρό, την οικογένεια μου και τη ζωή, μισώ το Θεό και μισώ και τον εαυτό μου…  Νιώθω τόσο αδικημένη, με πνίγει το παράπονο και η κατάθλιψη, δε θέλω να πεθάνω αλλά δε ξέρω αν θα τη γλιτώσω με τέτοια ασθένεια, ζω μια μόνιμη αγωνία, βλέπω εφιάλτες, κλαίω συνέχεια, η ζωή μου είναι ένα μαρτύριο».
 
Μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν ονομαστεί ανάπηροι, άρρωστοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με αναπτυξιακές και μαθησιακές δυσκολίες και άλλοτε πάλι «προβληματικοί, τρελοί, ελαττωματικοί, άσχημοι, καημένοι, πρόβλημα».  Και ο καθένας ζει το προσωπικό του δράμα, την προσωπική του ιστορία ταλαιπωρίας και πόνου, είτε αυτό σημαίνει να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μη μιλάς, να μην κινείσαι – καθόλου ή σε κάποιο βαθμό – είτε να υποφέρεις από μια χρόνια ασθένεια, πλήρη ή μερική ανικανότητα ή μειονέκτημα στην εμφάνιση.  Είσαι διαφορετικός, νιώθεις διαφορετικός.
 
Μιλώντας για τη διαφορετικότητα σε θέματα εμφάνισης, ικανότητας, υγείας και αναπηρίας, μπορούμε να μιλήσουμε κάπως γενικευμένα για τρεις κατηγορίες προβλημάτων:
 
>> Προβλήματα σωματικής αναπηρίας, υγείας και εμφάνισης:  Μερικά παραδείγματα είναι η απώλεια ή διαταραχή όρασης, ακοής και ομιλίας (μερική ή ολική), προβλήματα κίνησης όπως παραπληγία, τετραπληγία, απώλεια ενός άκρου, μυϊκή δυστροφία, μυοπάθεια, ρευματοπάθεια, εγκεφαλοπάθεια, επιληψία, θαλασσαιμία, κατά πλάκα σκλήρυνση, καρδιοπάθεια, διαβήτης, καρκίνος, λευχαιμία, AIDS, ηπατίτιδα, έλκος, σπαστική κολίτιδα, νοσηρή παχυσαρκία, σεξουαλική ανικανότητα και στειρότητα.  Επίσης περιλαμβάνονται σωματικές δυσμορφίες όπως παραμορφώσεις του σώματος ή του προσώπου εκ γενετής ή μετά από τραυματισμό (π.χ. ατύχημα, έγκαυμα), καθώς και αναπτυξιακές δυσκολίες, για παράδειγμα σε θέματα ύψους.

>>Προβλήματα ψυχικής υγείας, για παράδειγμα σχιζοφρένεια και μανιοκατάθλιψη.

>>Μαθησιακές δυσκολίες, για παράδειγμα δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία. 

Τα περισσότερα από τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω δεν αντιμετωπίζουν κανένα νοητικό πρόβλημα (για παράδειγμα νοητική στέρηση), ενώ σε πολλές περιπτώσεις ανακαλύπτεται μάλιστα ότι έχουν πιο καλά ανεπτυγμένα νοητικά και ψυχικά χαρίσματα από άτομα χωρίς κάποιο από τα πιο πάνω προβλήματα – για παράδειγμα Helen Keller, Beethoven, Albert Einstein, Carl Jung και πολλοί άλλοι που έχουν ξεχωρίσει στην ιστορία για τα επιτεύγματα και τις ανακαλύψεις τους στις τέχνες, στον αθλητισμό, στις επιστήμες, στη ψυχανάλυση και την εκπαίδευση. 
 
Εντούτοις, παρατηρούμε πάρα πολύ συχνά στη ψυχοθεραπευτική εργασία ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα και άλλα παρόμοια (που δεν ήταν δυνατό να αναφερθούν όλα σε αυτό το άρθρο) έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία προέρχεται εν μέρει από τις πρακτικές δυσκολίες που τους προκαλεί το πρόβλημα και την αναπόφευκτη αίσθηση διαφορετικότητας και αδυναμίας, και εν μέρει από τη στάση της οικογένειας και της κοινωνίας απέναντι τους – που συχνά τους βάζουν μια «ταμπέλα ελαττώματος», αλλά και πολλές φορές τους συμπεριφέρονται σαν να είναι παιδιά (έστω και αν δεν είναι) και σαν να έχουν χαμηλότερο νοητικό επίπεδο και προβλήματα αντίληψης και ικανότητας που δεν έχουν.  Κλασικά παραδείγματα αποτελούν η τακτική να μην αφήνει κάποιος ένα άτομο με πρόβλημα να κάνει πράγματα που μπορεί και θέλει να κάνει και να μιλά κανείς σε ένα βαρήκοο ή δυσλεκτικό άτομο όπως θα μιλούσε σε ένα παιδί ή άτομο με νοητική στέρηση.  Παρατηρείται επίσης ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας, εμφάνισης ή μάθησης γίνονται πιο συχνά θύματα απόρριψης και κακοποίησης (όπως ισχύει και για τα άτομα με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα) από ότι αν δεν είχαν το συγκεκριμένο πρόβλημα.
 
Τι συμβαίνει λοιπόν στον συναισθηματικό μας κόσμο, πώς νιώθουμε όταν αντιμετωπίζουμε τέτοια προβλήματα;  Σίγουρα οι απαντήσεις ποικίλλουν, καθώς υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ψυχολογική μας αντίδραση σε ένα πρόβλημα όπως αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω.  Θα αναφερθώ εδώ σε τέσσερεις παράγοντες που θεωρώ από την εμπειρία μου πιο καθοριστικούς. 
 
Κατ’ αρχήν, μας επηρεάζει η φύση και η σοβαρότητα του προβλήματος.  Για παράδειγμα, ο ασθενής με τον ιό του AIDS (ή ακόμα και ο φορέας) έχει να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό, την απόρριψη και το ενδεχόμενο του θανάτου, το οποίο έχουν να αντιμετωπίσουν και άτομα με σοβαρές καρδιακές παθήσεις.  Ο καρκινοπαθής ή ο ασθενής με την κατά πλάκα σκλήρυνση έχει να αντιμετωπίσει επώδυνες συχνά θεραπείες, αλλά και τον οίκτο πολλές φορές, τον οποίο αντιμετωπίζουν συχνά και τα άτομα με χρόνιες αναπηρίες και προβλήματα εμφάνισης.  Τα άτομα με προβλήματα ακοής επηρεάζονται περισσότερο σε θέματα επικοινωνίας, τα άτομα με προβλήματα κίνησης ή σωματικής ασθένειας επηρεάζονται σοβαρά σε θέματα αυτονομίας και ανεξαρτησίας, τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας επηρεάζονται περισσότερο συνήθως σε θέματα συντροφικότητας και εργασίας και ούτω καθ’ εξής.  Οι πρακτικές δυσκολίες είναι διαφορετικές για το κάθε άτομο ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και το πόσο σοβαρό είναι αυτό. 
 
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με την ιασιμότητα του προβλήματος, πόσο είναι δηλαδή δυνατό να θεραπευτεί ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε.  Για παράδειγμα, το να ξέρεις ότι λαμβάνεις μια θεραπεία που θα θεραπεύσει ή τουλάχιστο θα βελτιώσει τελικά το πρόβλημα της υγείας, της εμφάνισης σου ή της μαθησιακής σου δυσκολίας σε κάνει να αισθάνεσαι διαφορετικά από ότι αν γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει θεραπεία και είναι κάτι μόνιμο ή ακόμα ότι μπορεί να επιδεινωθεί και ίσως να καταλήξει και θανατηφόρο σε κάποιες περιπτώσεις.
 
Ο τρίτος παράγοντας αναφέρεται στη στάση της οικογένειας και της κοινωνίας απέναντι στο πρόβλημα.  Για παράδειγμα, εάν το πρόβλημα σου έγινε αφορμή για να κακοποιηθείς από τους γονείς σου (σωματικά, σεξουαλικά ή ψυχολογικά, ή να σε παραμελήσουν), είναι πιθανότερο να νιώθεις ντροπή, θυμό και φόβο και να έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια και κατάθλιψη, παρά αν οι γονείς σου σου συμπεριφέρονταν με σεβασμό, τρυφερότητα και αποδοχή του ατόμου σου μαζί με το πρόβλημα σου.  Επίσης, ζώντας σε ένα οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον που σε λυπάται και σε οικτίρει γιατί έχεις ένα πρόβλημα υγείας ή εμφάνισης, είναι πιθανότερο να εντρυφείς και εσύ ο ίδιος σε αυτολύπηση, να υποτιμάς και να απορρίπτεις τον εαυτό σου, να αισθάνεσαι έντονη την αδικία, τη στέρηση και την εξάρτηση. 
 
Ο τέταρτος παράγοντας που καθορίζει τον τρόπο που αντιδρούμε ψυχολογικά σε ένα σωματικό, ψυχικό ή μαθησιακό πρόβλημα αφορά τις αιτίες του προβλήματος.  Ανάλογα με το πρόβλημα, οι αιτίες μπορεί να οφείλονται σε αδικίες της φύσης για τις οποίες δεν ευθύνεται κανείς (όπως κληρονομικές / γενετικές αιτίες), σε ενέργειες ή παραλείψεις άλλων (όπως η χρήση βίας και η παραμέληση, ατυχήματα π.χ. φωτιές και τροχαία δυστυχήματα για τα οποία ευθυνόταν άλλος, ιατρική αμέλεια) ή σε δικές μας ενέργειες ή παραλείψεις (όπως ατυχήματα που προκαλέσαμε εμείς – δυστυχήματα, πυρκαγιές και άλλα – απρόσεκτη συμπεριφορά και καταχρήσεις). 
 
Έτσι, νιώθουμε κάποια συναισθήματα πιο έντονα από άλλα, και άλλα δεν τα νιώθουμε καθόλου, ανάλογα με αυτούς τους τέσσερις παράγοντες.  Συναισθήματα που αποκαλύπτονται συχνά στη ψυχοθεραπεία από άτομα που αντιμετωπίζουν σωματικά, ψυχικά ή μαθησιακά προβλήματα, με στόχο την αντιμετώπιση τους είναι: διαφορετικότητα, ελαττωματικότητα, αδικία, πίκρα, απογοήτευση, θλίψη, θυμός, φόβος, αγωνία, άγχος, εξάρτηση, αδυναμία, παράπονο, ανικανότητα, στέρηση, απόρριψη από τους άλλους και αυτό-απόρριψη. 
 
Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να βγουν στον κατάλληλο χώρο, χρόνο και βαθμό, όλα αυτά τα συναισθήματα στην επιφάνεια – που πολλές φορές απωθούνται γιατί νιώθουμε αδύναμοι να τα αντιμετωπίσουμε, τα αρνούμαστε, τα εκλογικεύουμε ή τα διανοητικοποιούμε, αλλά γίνεται συνήθως εμφανές κάποιες τουλάχιστο στιγμές και σε μας και στους άλλους ότι υπάρχει πρόβλημα – με στόχο να αντιμετωπιστούν με τη βοήθεια του ψυχοθεραπευτή / της ψυχοθεραπεύτριας.  Έτσι, θα μπορέσει το άτομο να αποδεχθεί το πρόβλημα του, να αναζητήσει λύσεις αν υπάρχουν και τρόπους να βελτιώσει τη ζωή του, την αυτοεικόνα του, τις σχέσεις του και την εργασία του, να βασίζεται περισσότερο στον εαυτό του παρά στους άλλους και να ζητά βοήθεια όταν τη χρειάζεται χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτό.  Θα μπορέσει ένα άτομο με σωματικό, ψυχικό ή μαθησιακό πρόβλημα να αγαπήσει και να αποδεχτεί τον εαυτό του και να διεκδικήσει την αγάπη και την αποδοχή που αξίζει από τους άλλους, αποφεύγοντας την περιθωριοποίηση, την κατάθλιψη και τη μοναξιά.
 
*B.Sc. (Hons), M.Sc, Συμβουλευτική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

[email protected]