Ειδικά φέτος, νάτος μπροστά μας, στο ασπρόμαυρο φιλμάκι του ΡΙΚ, Φεβρουάριος 1974, με το κοντομάνικο φανελάκι και την πίπα του, μ’ εκείνα τα βαθιά ερευνητικά μάτια. Ειδικά φέτος ναι, σαράντα πέντε χρόνια που έφυγε ο Νίκος Καββαδίας κι αναρωτιέσαι αν δεν ήταν εκείνος ο Τεράστιος Μικρούτσικος, ο μαχητής που αγάπησε τους στίχους του μαρκόνη που δεν ήθελε να τον λένε ασυρματιστή, πόσοι θα δάκρυζαν με τον «Σταυρό του Νότου», με την απίστευτη κληρονομιά που μας άφησαν κι οι δυο και την ψυχή της Μαρίζας Κωχ.

Ο λόγος του συντροφιά όσων αγαπούν τη θάλασσα μα και τον όποιον άνθρωπο, δεκάδες χρόνια. «Ναυτόπαις» το 1928 θα καταλήξει ξέμπαρκος από το ’44 μέχρι το ’74. Ξαναμπάρκαρε αφού ούτε η Μαντζουρία που τον γέννησε ούτε η Κεφαλονιά, το νησί των γονιών του, τον κράτησαν. Τη λαχτάρα του για τη θάλασσα η μάνα του την έλεγε «Μια τρέλα νεανική που τώρα έχει περάσει». Μα εκείνος μόνο μέσα στο καράβι ζούσε, σ’ αυτό ήθελε να τελειώσει τη ζωή του. Πάνω απ’ τον ασύρματο, να κρατάει στα χέρια του ζωές, ευθύνη, με αυτοσυγκέντρωση, στοχασμό, αλλά και να ρουφάει τις θάλασσες που με λύσσα κυνηγούσε. Πίκρα του μεγάλη που ο Γιώργος Σεφέρης, ταξιδεύοντας μαζί του μ’ ένα μικρό ποστάλι, δεν καταδέκτηκε να του πει μια λέξη κι ας είναι από την ίδια γενιά ποιητών του ’30.

Ένα μαραμπού στην κουπαστή κοιτάζω

κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά

νομίζω πως στη μοναξιά και τη βλακεία του μοιάζω.

 

Μοναξιά που τη συντροφεύει μια γάτα.

 

Οι ναυτικοί στα φορτηγά μια γάτα πάντα τρέφουν

χωρίς να ξέρουν το γιατί, και λίγο πριν το θάνατό της,

στην άγρια θάλασσα πετούν, με την καρδιά σφικτή,

σαν να ’χασαν θερμή γυναίκα, αγαπητή.

 

Πλάθει εικόνες:

Έπεσε το πούσι αποβραδίς, το καραβοφάναρο χαμένο,

ήρθες να με δεις κι όμως δεν μ’ είδες,

έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια πέρα απ’ τις Εβρίδες.

 

Μέρες και μέρες το ίδιο γαλάζιο, νύχτες και νύχτες η ίδια σκοτεινά. Εκείνο το αφρικάνικο στιλέτο, οι ενοχές άραγε για όσα πέρα από κάθε όριο έζησε; Το δηλώνει:

 

Αφού κανένα δεν μισώ για να σκοτώσω

φοβάμαι μην καμιά φορά το στρίψω στον εαυτό μου.

 

Τι πλούτος από λιμάνια βουτηγμένα στη λίγδα και την αμαρτία. Πόση αγάπη για εκείνες τις φτωχές πόρνες που σε κάθε λιμάνι ανακούφιζαν τους ναυτικούς, μέρες και μέρες χωρίς γυναίκα. Και πόσες ενοχές για «Κείνο τ’ αγόρι που το πλάγιασε ένας μαύρος στην κουκέτα». Περιγραφές μοναδικές, βγαλμένες απ’ τα μάτια, απ’ τη φαντασία και την ψυχή του λες και τα ’χε ποτέ ζήσει όλα αυτά. Σκύβεις στα γραφτά του: «Τραβέρσο», «Μαραμπού», «Το πούσι», «Λι», «Του Πολέμου», «Στο άλογο». Το «Λι» και το διήγημά του «Του πολέμου» έγιναν κινηματογραφικές ταινίες. Αράδες από το μικρό πεζό του «Λι»: «Οι πλανόδιοι έμποροι πουλούσαν ανοιχτά όπιο και κοκαΐνη καθώς θα πουλούσαν στραγάλια. Η γοητευτική μυρωδιά του όπιου σε τύλιγε σα σύννεφο. Άλλοι πουλούσαν μικρές κοπέλες και αγόρια για εκατό χονγκονέζικα δολάρια μαζί μ’ ένα χαρτί σφραγισμένο από τις Αρχές για σιγουριά. Πολλές μανάδες αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους που τα ’χαν πουλήσει κείνη την ώρα. Ανέκφραστες, μονάχα τα χέρια τους κλαίγαν καθώς τους διόρθωναν την πλεξίδα ή το φόρεμα, τα δάχτυλά τους δείχναν σπαραγμό και απελπισία, όπως τις άγγιζαν».

Το τέλος για τον Νίκο Καββαδία ήταν αυτό που προείπε η τσιγγάνα «Φάτα Μοργκάνα». Τ’ όνειρό του να θαφτεί σ’ αγριεμένες θάλασσες στις μακρινές Ινδίες έμεινε στα χαρτιά. Είχε ένα θάνατο αργό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν όλων των ανθρώπων τις κηδείες. Το πούσι δεν τον σκέπασε όπως ονειρεύτηκε.