(σχολιασμός ποιημάτων από την ενότητα «Ημερολόγιο Οδοφράγματος»)

Η Αγγέλα έζησε την εισβολή, έζησε τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, έζησε και ζει, ακόμη τον νόστο για τη χαμένη πατρίδα.

Οι πικροδάφνες, αλλιώς ροδοδάφνες (στην κυπριακή αροδάφνες), είναι το πρώτο διπολικό ποιητικό σήμα: ο ιδιαίτερα χαρακτηριστικός και κοινός θάμνος της κυπριακής χλωρίδας είναι τόσο τοξικός όσο όμορφα είναι τα άνθη του. Το δηλητήριο που ρέει σε όλα τα μέρη του φυτού είναι θανατηφόρο. Γιατί η Αγγέλα να θέλει να κουρέψει τις πικροδάφνες; Κάπου διάβαζα πως οι πικροδάφνες είναι σκληραγωγημένο φυτό, μεγαλώνει ακόμη και στα πιο δύσκολα εδάφη, τα πιο άγονα και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό. Οι πικροδάφνες, η Κύπρος; Ίσως.

Η ενότητα «Ημερολόγιο οδοφράγματος» με παραπέμπει εξαρχής στα σεφερικά Ημερολόγια Καταστρώματος, πιθανολογώ στο Γ’, το αφιερωμένο στην Κύπρο. Εντούτοις δεν θέλω να επιχειρήσω καμία ανάγνωση με όρους διακειμενικότητας, θα το τολμήσω μόνο αν το ποίημα με εξαναγκάσει να προβώ σε συσχετισμούς για λόγους αποκωδικοποίησης του μηνύματός του.

Το ομώνυμο πρώτο ποίημα της συλλογής σηματοδοτεί το ύφος της. Το ποίημα ολοκληρώνεται σε δεκατρείς στίχους και το τέμνει ο έβδομος:

 

ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ

«Κάθε που άλλαζε ο καιρός

συνήθως τον Οκτώβρη

τον έπιανε μελαγχολία.

Αποτραβιόταν στο γιαλό

και σιωπούσε.

Όταν επέστρεφε

με γκρίζα μάτια βορινά

ρωτούσε:

«Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;»

Όταν ανοίξανε τα οδοφράγματα

τους πήραν εκδρομή

στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου.

Έκτοτε δεν ξαναρώτησε»[1].

 

Ο χρόνος της προσμονής του πρόσφυγα αποτυπώνεται  στον επαναληπτικό παρατατικό χρόνο των οκτώ πρώτων στίχων. Η προσμονή της επιστροφής τερματίζεται με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Η επίσκεψη στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα ήταν, για τον ήρωα του ποιήματος, τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Ο έβδομος στίχος, «με γκρίζα μάτια βορινά», είναι ο μοναδικός στο ποίημα ο οποίος περιέχει επιθετικό προσδιορισμό, δύο επίθετα μάλιστα. Τα μάτια είναι γκρίζα και βορινά επειδή ήτανε πάντοτε προσανατολισμένα προς τον κατεχόμενο Βορρά και ο Βορράς είναι γκρίζος λόγω των κατακτητών; Δεν έχει τόση σημασία η ερμηνεία όσο το συναίσθημα που προκαλεί η ανάγνωση του ποιήματος σε μένα τουλάχιστον: αυτά τα δύο μάτια, τα γκρίζα και βορινά, έχουν αντιληφθεί το τέλμα του κυπριακού προβλήματος και έχασαν κάθε ελπίδα.

 

ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Πήγανε

Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.

Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος

να κλείσει μάτι.

Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια

στέκονταν μες στο φως του.

Και δεν τον άφηναν τα βράχια

να μιλήσει

καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό

όλα τα κάστρα του βουνού.

Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε

αφού οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν

ανελέητα το μυαλό του.

Ήθελε να μην είχε επιστρέψει[2].

 

Το ποίημα αυτό πραγματεύεται την ίδια συγκλονιστική εμπειρία με το πρώτο, την επίσκεψη στα κατεχόμενα μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων.

Ήθελε να μην είχε επιστρέψει στην κατεχόμενη γη;  Ήθελε να μην επισκεπτόταν την κατεχόμενη γη;  Ή ήθελε να μην είχε επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές, να είχε παραμείνει εκεί, στη γη την κατεχόμενη;  Το ρήμα «πήγανε» του πρώτου στίχου στέκει μόνο, ένας στίχος το ίδιο, πήγανε, πού πήγανε; Μόνο σε έναν τόπο ήθελε το ποιητικό υπιοκείμενο να πάει, είναι σαφέστατο αυτό, στην κατεχόμενη γη. Και όταν επέστρεψε αρρώστησε. Αρρώστησε επειδή θέριεψε μέσα του ο νόστος. Δεν ήθελε να επιστρέψει από την κατεχόμενη πατρίδα. Ήθελε να μείνει εκεί. Η εμπειρία της επίσκεψης τον καθηλώνει, του αφαιρεί οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλλον, τον αρρωσταίνει. Ο νόστος τον παραλύει.

 

Στο «Ημερολόγιο Οδοφράγματος»[3] ο Γιώργος ο τρελός «δεν θέλει να επιστρέψει.  Δεν έχει λέει ταυτότητα». Ο πρωταγωνιστής του ποιήματος έχει όνομα, το σύνηθες Γιώργος.  Έχει, επίσης, μόνιμο χαρακτηριστικό την τρέλα, είναι ο Γιώργος ο τρελός. Ο Γιώργος ο τρελός βρίσκεται εγκλωβισμένος στο παρόν της εισβολής. Η τρέλα του είναι απότοκο της εισβολής:

O Γιώργος ο τρελός γυρίζει

Τον χρόνο στο μηδέν.

Απόσταση βολής.

[…]

Ποιος άνεμος χορεύει;

Ποιος φωνάζει;

Πού είναι η θάλασσα;

Και προς τα πού είναι η έξοδος;

Έφυγαν τα παιδιά;

Γλύτωσαν οι γυναίκες;

Άρματα κατευθύνονται

Δίχως αντίσταση

Δίχως τη συνοδεία πεζικού.

[…][4]

 

Στο επτάστιχο ποίημα «Μεγέθη» η φωνή της Αγγέλας συναντά εκείνη του Μόντη. Θα μπορούσε κανείς να ανακαλέσει το ποίημα «Διάλεξη στη Λευκωσία» και να το συναναγνώσει. Ακούγεται οικείος ο θυμός της Αγγέλας μα καθόλου δεν αφαιρεί από το ποίημά της η μνήμη του ποιήματος του Μόντη. Η αντίστοιξη «μεγάλος – μικρός», στο ποίημα της Αγγέλας, δεν κουβαλά μόνο την απέχθεια προς την υποκρισία. Η αντίστοιξη των μεγεθών, στο ποίημα της Αγγέλας, έχει μια αιχμηρότερη λειτουργία. Το σκηνικό των μεγάλων ναών μου φέρνει στο μυαλό τις «υπέρογκες αρχιτεκτονικές» του σεφερικού «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά». Αιχμηρότερη η αντίστοιξη των μεγεθών στο ποίημα της Αγγέλας αφού τα μεγέθη που συγκρίνονται είναι ο τόπος υποδοχής και τα φέρετρα των νεκρών αγνοούμενων Κυπρίων. Εντούτοις, ο θάνατος είναι παρών στην τελετή της κήδευσης των νεκρών αγνοούμενων. Στο παρόν της αφήγησης συντελείται η δολοφονία, οι νεκροί δολοφονούνται από τους ίδιους τους συμπολίτες τους, οι οποίοι επαναλαμβάνουν λόγους επικήδειους,  κενούς περιεχομένου. Επτάστιχο και το ποίημα αυτό. Η ποιητική μορφή συρρικνώνεται στα πιο απαραίτητα για να δομηθεί η ποιητική εικόνα. Μια ρίμα, «εκφωνούνται – δολοφονούνται» είναι, ίσως, η συγκλονιστική καταδίκη της υποκρισίας της πολιτικής ηγεσίας  από την Αγγέλα.

 

ΜΕΓΕΘΗ

Όταν εκφωνούνται

τα μεγάλα λόγια

στους μεγάλους ναούς

οι αγνοούμενοι

στα μικρά τους φέρετρα

δολοφονούνται

με μικρές επαναλήψεις.

 

Το ποίημα «Οι γάτες του Τεκκέ» δηλώνει, ήδη στον τίτλο του, τον διάλογο με το σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Ο γνωστότατος Τεκκές της Χαλά Σουλτάν (ή “Τέμενος της Ουμ Χαράμ”) βρίσκεται στη Λάρνακα, απέναντι από τον παλιό διεθνή αερολιμένα, δίπλα από την Αλυκή. Πρόκειται, σύμφωνα με τους μωαμεθανούς της Κύπρου, για το τρίτο σημαντικότερο μνημείο στον κόσμο, μετά την Καάβα στη Μέκκα και το ιερό του Μωάμεθ στη Μεδίνα.

Το τζαμί αυτό προσελκύει κάθε χρόνο πολλούς επισκέπτες, κυρίως κατά την περίοδο των γιορτών του ραμαζανιού και των μπαϊραμιών. Σημείο αναφοράς στο μνημείο αυτό είναι ο τάφος της Ουμ Χαράμ. Ο τάφος προφυλάσσεται από τα περίεργα μάτια με πράσινο παραπέτασμα, το χρώμα του παράδεισου. Πάνω από τον τάφο υπάρχει τρίλιθο οικοδόμημα. Ο ένας λίθος βρίσκεται στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια του λειψάνου, ενώ ο τρίτος λίθος καλύπτει το σώμα και πιστεύεται πως αιωρείται στον αέρα πάνω από τους άλλους δύο λίθους.

H Ουμ Χαράμ, ήταν από τους πρώτους πιστούς του Μωάμεθ και ένας από τους ανθρώπους που τον βοήθησαν στις πρώτες του δραστηριότητες και στη φυγή του από τη Μέκκα στη Μεδίνα το Σεπτέμβριο του 622. Ήταν σύζυγος του Ουβάδα Ιμπντ-ας-Σαμίτ, ενός από τους πρώτους ακολούθους του Προφήτη και θεία του Ανάς Ιμπντ Μαλίκ, του πιστού υπηρέτη και γραμματέα του. Το έτος 649, όταν ο Χαλίφης Ούθμαν Ιμπν Αφφάν διέταξε τον κυβερνήτη της Συρίας Μωαβία να εισβάλει στην Κύπρο, η Ουμ Χαράμ άρπαξε την ευκαιρία και ακολούθησε τον στόλο. Μετά την αποβίβασή της στο νησί, η Ουμ Χαράμ έπεσε από το άλογό της και σκοτώθηκε. Η Ουμ Χαράμ θεωρήθηκε αγία γυναίκα. Πάνω από τον τάφο της κτίστηκε λίγο πριν το 1787 τέμενος με την ονομασία Χαλά Σουλτάν  Τεκκέ[5].

 

 

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ

Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου

ζητώντας το γλυφό νερό να πιούν της γνώσης,

ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι

ενός αποδημητικού παρόντος.

Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος

κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων,

φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια

μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα

υγρός καθρέφτης αλμυρός.

Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά

τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;

 Ποιος άκουσε τους μυστικούς

της καλαμιάς ψιθύρους;

Οι γάτες του προφήτη βέβαια

αυτές γνωρίζουν

όταν κάποιες βραδιές αρχαίες

νωχελικό φεγγάρι φανερώνει

ασημοκαπνισμένη την ελιά,

τη φοινικιά σκιά ρομφαία.

Οι γάτες καταγράφουν

με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους

τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή

κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,

λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες

η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη.

 

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει εδώ για τη μυθική μέθοδο του Έλιοτ και του Σεφέρη μα προτιμώ να δω πρώτα το σκηνικό του ποιήματος, τη σκηνοθεσία και τα  δρώντα πρόσωπα καθώς το ποίημα αυτό περιέχει έντονο το δραματικό στοιχείο και τη θεατρικότητα.

Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συστήνουν την ενότητα Α στην οποία πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι. Θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ανθρωπολογική την ενότητα αυτή. Στην όχθη όχι ενός ποταμού μα μιας ερήμου πορεύονται οι άνθρωποι ζητώντας να πιουν το γλυφό νερό της γνώσης. Οι στίχοι της σεφερικής «Άρνησης» αναδύονται αυτόματα:

«Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι / διψάσαμε το μεσημέρι· / μα το νερό γλυφό».

Θα μπορούσε, επίσης, να ανακαλέσει κανείς το σεφερικό «ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε» από την «Ελένη».

1.        Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου

2.        ζητώντας το γλυφό νερό να πιούν της γνώσης,

3.        ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι

4.        ενός αποδημητικού παρόντος.

«Ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι ενός αποδημητικού παρόντος».

Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να συνδέσει τους ξυπόλητους προσκυνητές με το Τέμενος της Ουμ Χαράμ, της αμέσως επόμενης ενότητας,  μα ξυπόλητοι προσκυνητές εντοπίζονται και στον Χριστιανισμό. Πιο σημαντικό είναι, νομίζω, πως οι προσκυνητές αυτοί είναι ανίδεοι φωτογράφοι ενός αποδημητικού παρόντος. Και είναι ανίδεοι οι φωτογράφοι αυτοί επειδή δεν έχουν επίγνωση πως το παρόν αποδημεί. Μετακινείται, μεταναστεύει το παρόν ή πεθαίνει; Αποδημητικά, όμως, είναι και τα πουλιά της αλυκής, τα φλαμίγκο, τα «φοινικόπτερα» του έκτου στίχου.

 

Η επόμενη ενότητα εισάγει τον τόπο του ποιήματος, την Αλυκή της Λάρνακας. Το πράσινο χαλί και ο μετέωρος λίθος παραπέμπουν σαφώς στον τάφο της Ουμ Χαράμ. Η πόλη, η υγρή και αλμυρή, είναι η ίδια η Αλυκή. Τα φλαμίγκο η ποιήτρια τα αποκαλεί με την επιστημονική τους ονομασία, «φοινικόπτερα» (από το «φοινός» = πορφυρός, βαθυκόκκινος) και αναρωτιέμαι αν θέλει να ανακαλέσει τους αρχαίους Φοίνικες που σχετίζονται ιστορικά με το νησί και την πόλη της.

 

5.        Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος

6.        κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων,

7.        φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια

8.        μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα

9.        υγρός καθρέφτης αλμυρός.

 

Ίσως ο συσχετισμός που επιχειρώ να μην είναι ολοσδιόλου αυθαίρετος. Μάλλον η επόμενη ενότητα υποστηρίζει την ανάγνωση αυτή:

 

10.      Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά

11.      τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;

12.      Ποιος άκουσε τους μυστικούς

13.      της καλαμιάς ψιθύρους;

14.      Οι γάτες του προφήτη βέβαια

15.      αυτές γνωρίζουν

16.      όταν κάποιες βραδιές αρχαίες

17.      νωχελικό φεγγάρι φανερώνει

18.      ασημοκαπνισμένη την ελιά,

19.      τη φοινικιά σκιά ρομφαία.

 

Και πώς να μην ανακαλέσω στο σημείο αυτό το δίστιχο

«κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία» από το σεφερικό «Διάλειμμα χαράς»;

Η πύρινη ρομφαία των Χερουβείμ χρησιμοποιείται  μεταφορικά ως έκφραση της θεϊκής δικαιοσύνης.

Ποιο είναι το θέμα δικαιοσύνης που απασχολεί την ποιήτρια; Η απάντηση κρύβεται σε μια ερώτηση εθνικής αυτογνωσίας.

«Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά

τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;»

Την απάντηση τη γνωρίζουν «οι γάτες  του προφήτη», οι γάτες εκείνες που διαμένουν στον Τεκκέ της Χαλά Σουλτάν.

Η απάντηση κρύβεται στην τελευταία ενότητα του ποιήματος.

20.      Οι γάτες καταγράφουν

21.      με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους

22.      τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή

23.      κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,

24.      λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες

25.      η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη.

Η παλαιά εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης βρίσκεται επί την ομώνυμη οδό στην νότια πλευρά της πόλης της Λάρνακας, στο δρόμο προς την αλυκή. Ακριβώς δίπλα από την εκκλησία βρίσκεται ένας αρχαίος δίχωρος λαξευτός τάφος του 1200 π.Χ., ο οποίος μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως κατακόμβη και ως τόπος λατρείας των κατατρεγμένων χριστιανών. Στα νεότερα χρόνια ο χώρος που βρισκόταν ο τάφος μετατράπηκε σε παρεκκλήσι και τόπος προσκυνήματος για τους κατοίκους της επαρχίας.

Σύμφωνα με την παράδοση κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες [1-3ος αιώνας μ.Χ.], ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας των κατατρεγμένων Χριστιανών. Ανακαλύφθηκε γύρω στο 1870 λίγο πριν έρθουν οι Άγγλοι. Από τότε ο υπόγειος τάφος μετατράπηκε σε παρεκκλήσι και έγινε τόπος προσκυνήματος για τους Λαρνακείς. Έθιμο παλιό των προσκυνητών ήταν να κρεμούν μικρά κομμάτια υφάσματος στη σιδερένια περίφραξή του ή στις γύρω μεριτσές [είδος θάμνου ή μικρού δέντρου που ευδοκιμεί σε ελώδες ή υφάλμυρο έδαφος], επικαλούμενοι την Παναγία για βοήθεια προς τους πάσχοντες συγγενείς τους[6].

 

 

20.      Οι γάτες καταγράφουν

21.      με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους

22.      τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή

23.      κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,

24.      λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες

 

Δύο μορφές σεπτές και αγίες, «η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη»,

δύο μορφές γυναικείες που ονομάζονται αδερφές και που γίνονται αγρότισσες, κρατούν τσαπιά και ανοίγουν λάκκους στην αλυκή για να φυτέψουν αμπελώνες. Πόσος μάταιος ο κόπος των αν σκεφτεί κανείς την εξαρχής καταδικασμένη προσπάθεια να καλλιεργηθεί η αλυκή. Από την άλλη, μην είναι αυτό το μόνο θαύμα που μπορούμε να αναμένουμε; Μην είναι εφικτή η σύγκλιση των αντιθέσεων και αντιπαλοτήτων μόνο μέσω της θείας παρέμβασης;

Προτού κλείσω το κείμενό μου τυχαία εντοπίζω μια θρησκευτική παράδοση σχετική με την Αλυκή:

«Στη θέση της Αλυκής υπήρχε τον καιρό του Αγίου Λαζάρου ένα αμπέλι. Ο Άγιος που περνούσε από εκεί, δίψασε και ζήτησε λίγο σταφύλι από τη γυναίκα-ιδιοκτήτη του αμπελιού. Εκείνη αρνήθηκε και για να την τιμωρήσει, μετέτρεψε το τεράστιο αμπέλι σε αλυκή. Όταν μάζευαν το αλάτι, πριν από πολλές δεκαετίες, οι εργάτες Ισχυρίζονταν ότι σκάβοντας έβρισκαν ρίζες και κορμούς αμπελιού. Λέγεται μάλιστα, πως στο μέσο της αλυκής βρίσκεται πηγάδι με γλυκό νερό, γνωστό ως “πηγάδι της «ρκάς» δηλ. της γριάς»[7].

Και τώρα Αγγέλα; Θα έχω άδικο τώρα να σκεφτώ την αλυκή ως σύμβολο της Κύπρου και τη σημερινή πολιτική κατάσταση ως τιμωρία; Και αν είναι έτσι, αν πληρώνει ο τόπος τούτος τα κρίματά του, θα έρθουνε ποτέ η η Ουμ Χαράμ και η Παναγιά Φανερωμένη με τα τσαπιά τους να ανοίξουν λάκκους και να φυτέψουν αμπελώνες;

* Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας

 

 

[1] Καϊμακλιώτη, Αγγέλα, Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, Εκδόσεις Βακχικόν(2020) 11.

[2] Ό.π., 15.

[3] Ό.π., 14.

[4] Ό.π., 14.

[5] https://www.visitcyprus.com/files/audio_guides/written_form/Hala_Sultan_Teke_afigisi_gr.pdf

[6] https://larnacainhistory.wordpress.com/2011/11/16/191-%CE%B7-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%BC%CF%85%CE%BA%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%AC%CF%86%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82/

[7] https://mousikovlog.blogspot.com/2013/04/blog-post.html