Προτού προχωρήσω με την εξιστόρηση της σπουδαιότερης μέχρι σήμερα νομικής μάχης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας, δηλαδή της 4ης Διακρατικής Προσφυγής, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ και σε ατομικές προσφυγές στο ΕΔΑΔ εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο αριθμός των προσφυγών αυτών δεν είναι πλέον ευκαταφρόνητος. Η πρώτη από αυτές τις προσφυγές ήταν η ατομική προσφυγή του γνωστού αρχιτέκτονα Αλέκου Μοδινού.   

Η προσφυγή αυτή καταχωρήθηκε στις 25/05/1989, με αριθμό 15070. Το παράπονο του αιτητή ήταν ότι τα άρθρα 171, 172 και 173 του Ποινικού Κώδικα, με τα οποία η πράξη της ομοφυλοφιλίας μεταξύ ενηλίκων ή η απόπειρά της συνιστούσε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση, παραβίαζαν το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή, όπως αυτό κατοχυρωνόταν από το Άρθρο 8 της Περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Συνθήκης. 

Η ακρόαση έγινε ενώπιον του ΕΔΑΔ στις 27/10/1992. Δικηγόρος του αιτητή ήταν ο Αχιλλέας Δημητριάδης, ενώ για υπεράσπιση της ΚΔ παρουσιάστηκε ο τότε Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας (μετέπειτα Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου) μακαριστός Ράλλης Γαβριηλίδης μαζί με την Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Λήδα Κουρσουμπά (μετέπειτα Επίτροπος Νομοθεσίας). Για την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρουσιάστηκε ο Λουκής Λουκαΐδης, ο οποίος τότε ήταν μέλος της εν λόγω Επιτροπής, αλλά και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Τέλος ο Κύπριος Δικαστής στο ΕΔΑΔ, μακαριστός Ανδρέας Λοΐζου (Πρόεδρος τότε και του Ανωτάτου Δικαστηρίου) εξαιρέθηκε, λόγω της συμμετοχής του σε προηγούμενη κατά το 1981 διαδικασία, που κατέληξε σε καταδίκη ενός Εθνοφρουρού, διότι είχε επιτρέψει σε άλλον άρρενα να έχει συνουσία μαζί του (Βλ. απόφαση στην υπόθεση Costa v. The Republic, 1982, 2 C.L.R 120). Τον Ανδρέα Λοΐζου αναπλήρωσε ο τότε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μετέπειτα Πρόεδρός του, Γεώργιος Πικής. 

Προηγουμένως η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε καταλήξει ομόφωνα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίαζε το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, λόγω των εν λόγω άρθρων του Ποινικού Κώδικα. Ενώπιον του ΕΔΑΔ την υπόθεση παρέπεμψε η ίδια Επιτροπή, θεωρώντας ότι έπρεπε λόγω της σημαντικής του φύσης να εκδοθεί δεσμευτική απόφαση από το ανώτατο δικαστικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης. 

Η θέση της Δημοκρατίας ήταν ότι μετά την καταδίκη στην υπόθεση Costa, το αρμόδιο όργανο της ΚΔ για καταχώρηση Ποινικών Διατάξεων, ο Γενικός Εισαγγελέας (μακαριστός Κρίτων Τορναρίτης μέχρι το 1984, μακαριστή Στέλλα Σουλιώτη, 1984-1988, και μακαριστός Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, 1988 – 1995, είχε αποφασίσει ενόψει εξελίξεως της νομολογίας του ΕΔΑΔ να μην καταχωρούνται ποινικές διώξεις σε περίπτωση παραβάσεως από συναινούντες ενηλίκους των εν λόγω άρθρων. 

Το ΕΔΑΔ δεν δέχθηκε την υπεράσπιση, προβάλλοντας και το επιχείρημα ότι αφενός δεν αποκλείεται ένας μέλλων Γενικός Εισαγγελέας να αλλάξει γραμμή, αφετέρου ότι δεν αποκλείσθηκε η δυνατότητα ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Έτσι, διαφωνούντος του Γεωργίου Πική, που εξέδωσε δική του απόφαση, το ΕΔΑΔ καταδίκασε στις 22/04/1993 την ΚΔ για συνεχή παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής του αιτητή. Περαιτέρω το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η καταδίκη αποτελούσε επαρκή ικανοποίηση, με αποτέλεσμα να μην επιδικάσει αποζημίωση υπέρ του. Καταδίκασε όμως την ΚΔ σε ΛΚ 6,836 για δικηγορικά και πραγματικά έξοδα του αιτητή. 

Μετά την απόφαση, η ΚΔ, όντας υπόχρεη να συμμορφωθεί με την απόφαση, έπρεπε να προσαρμόσει τα εν λόγω άρθρα του Ποινικού Κώδικα. Το ζήτημα, κυρίως λόγω αντιδράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και άλλων πολιτικών δυνάμεων, δεν προχωρούσε. Παρέμεινε εκκρεμές, με τις πιέσεις από το συμβούλιο της Ευρώπης να αυξάνονται. Το ζήτημα το κληρονόμησα, όταν τον Φεβρουάριο του 1995 ανέλαβα το αξίωμα του Γενικού Εισαγγελέα. 

Παρά τις συνεχείς προσπάθειές μου να πεισθεί η Βουλή των Αντιπροσώπων να υιοθετήσει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στα πιο πάνω άρθρα του Ποινικού Κώδικα, τα οποία στο κάτω-κάτω ήταν διατάξεις κατ’ αντιγραφή του Αγγλικού Δικαίου, που είχαν θεσπιστεί επί αποικιοκρατίας, εντούτοις η απροθυμία συνεχίστηκε για χρόνια. Μάλιστα, όταν έγινε γνωστό ότι η Βουλή θα προχωρούσε, έγινε διαδήλωση με συμμετοχή δυο εκατοντάδων περίπου ιερωμένων έξω από τη Βουλή, με αποτέλεσμα και πάλι να μην γίνει τίποτε. 

Φθάσαμε έτσι στο 1998. Αναμέναμε τότε και την απόφαση του ΕΔΑΔ σχετικά με το τι αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες θα αποφασίζονταν υπέρ της κας Τιτίνας Λοϊζίδου και εναντίον της Τουρκίας για την παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων της πρώτης. Το επιχείρημα τότε ότι όταν πιθανόν αύριο θα διαμαρτυρόμαστε όλοι που η Τουρκία δεν συμμορφωνόταν, εκείνη θα είχε το όπλο να υποδείξει ότι ούτε και η ΚΔ συμμορφώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Μοδινός!

Έτσι η Βουλή ψήφισε εν τέλει τις αναγκαίες τροποποιήσεις (Νόμος 40(Ι)/1998 – 29 Μαΐου 1998. Η τελική απόφαση του ΕΔΑΔ στη υπόθεση Λοϊζίδου εκδόθηκε δύο μήνες αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1998.
Όπως συχνά συμβαίνει στην Κύπρο, μετά την τροποποίηση της νομοθεσίας, οι αντιδράσεις έπαυσαν.
 
* Πρώην Γενικός Εισαγγελέας.