Στη θεωρία και την πολιτική προπαγάνδα, η ελεύθερη και χωρίς κανόνες λειτουργία της αγοράς, μέσα από τη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους, στοιχεία που αποτελούν βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού, υπόσχονταν οικονομική ευημερία και καλύτερο βιοτικό επίπεδο προς τους πολίτες. Οι αρχές του νεοφιλελευθερισμού εμβολίασαν οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες και τροφοδοτήθηκαν μέσα από την έξαρση του ατομικισμού και της εσωστρέφειας που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Δεν περιορίστηκαν στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αλλά επεκτάθηκαν και στην αγορά εργασίας, υπονομεύοντας μισθούς και δικαιώματα και προωθώντας εργασιακές απορρυθμίσεις, που οδήγησαν στην  αύξηση της αδήλωτης και της παράνομης απασχόλησης, που στην περίπτωση της Κύπρου εξελίχτηκαν σε κοινωνική γάγγραινα. Στην ίδια βάση εφαρμόστηκαν και οι πολιτικές της λιτότητας και μειώθηκαν σημαντικά δημόσιες δαπάνες στα συστήματα υγείας και σε άλλους τομείς που αφορούν την κοινωνική προστασία. 

Τα οικονομικά και πολιτικά συστήματα βέβαια δεν κρίνονται μέσα από τις θεωρίες και υποσχέσεις τους, αλλά μέσα από την πρακτική εφαρμογή τους και την αποτίμηση που τους γίνεται από την ίδια την κοινωνία, ιδιαίτερα στις περιόδους μεγάλων κρίσεων. Η οικονομική κρίση που βιώσαμε το 2013 στην Κύπρο ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης και ασύδοτης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και του περιορισμένου ρόλου και εποπτείας που είχαν από το κράτος. Η βασική αρχή και το σύνθημα του νεοφιλελευθερισμού ότι τα πάντα λειτουργούν τέλεια μέσα από την ελεύθερη αγορά κατέρρευσαν και έθεσαν τον τόπο σε τεράστια προβλήματα χτυπώντας ιδιαίτερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα των πολιτών που πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα της κρίσης. Στην πράξη τεκμηριώθηκε πως, ο φιλελευθερισμός ευνόησε περισσότερο πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού, και επέτρεψε τη δημιουργία των τραπεζικών δεινοσαύρων που έφεραν τη χώρα μας στο κατώφλι της καταστροφής.

Οι συνέπειες από τα προγράμματα λιτότητας και τις χαμηλές επενδύσεις στην κοινωνική προστασία και στα συστήματα υγείας αναδείχτηκαν και στη δεύτερη μεγάλη υγειονομική κρίση που παρουσιάστηκε στις αρχές του 2020 με την πανδημία του κορωνοϊού.  Ξαφνικά όλοι συνειδητοποιήσαμε την ανάγκη ενίσχυσης των εθνικών υποδομών υγείας, την ανάγκη αύξησης των κλινών εντατικής θεραπείας, την ανάγκη για περισσότερους ιατρούς και νοσηλευτές καθώς και άλλα κενά στην ατζέντα της πολιτείας για την προστασία της κοινωνίας. Όπως και στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης, τα συνθήματα ότι τα πάντα αυτορυθμίζονται από την ελεύθερη αγορά και με λιγότερο κράτος χρεοκόπησαν, και αυτό που αναδείχτηκε είναι ότι, οι πραγματικές και διαχρονικές αξίες είναι αυτές που στηρίζουν την ανθρωπότητα στις δύσκολες ώρες και στις μεγάλες κρίσεις. 

Τόσο η οικονομική κρίση του 2013 όσο και η υγειονομική κρίση του 2020 θα πρέπει να αφυπνίσουν τους ηγέτες των κρατών οι οποίοι θα πρέπει να αξιολογήσουν τις πολιτικές και τα εργαλεία που συνεχίζουν να χρησιμοποιούν χωρίς να  φέρνουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που πρέπει να είναι η ευημερία και η προστασία των πολιτών.     

Είναι η ώρα για μια νέα προσέγγιση και φιλοσοφία η οποία θα θέσει τέρμα στη θέση ότι, το κράτος κοινωνικής πρόνοιας είναι μια προβληματική δαπάνη που επηρεάζει αρνητικά τους οικονομικούς δείκτες και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.  Η νέα στρατηγική ανάκαμψης πρέπει να στηρίζεται στη βάση μιας οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης, στην αλληλεγγύη, στη μείωση των ανισοτήτων, στην ενίσχυση της ποιοτικής απασχόλησης, στην ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης, της κοινωνικής προστασίας. 

Η προσπάθεια ενθάρρυνσης και ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας εξακολουθεί να είναι σημαντικό ζητούμενο, μέσα όμως σε ένα πιο ρυθμισμένο περιβάλλον που θα στηρίζει την επιχειρηματικότητα, αλλά θα αποτρέπει αυθαιρεσίες σε βάρος των εργαζομένων και θα εφαρμόζονται οι νόμοι και οι συλλογικές συμβάσεις, γιατί το καλύτερο εχέγγυο ευημερίας αποτελεί η συμφιλίωση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, και η ενίσχυση της αγοράς με σεβασμό στις αρχές της ηθικής και της αλληλεγγύης.  

Η διασφάλιση ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους συμβάλλει στη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας και κατά συνέπεια σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της ενθάρρυνσης των επενδύσεων. Οι αυξανόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες δεν πλήττουν μόνο όσους υποφέρουν άμεσα σήμερα, αλλά υπονομεύουν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη και την ευρωστία της οικονομίας, αφού είναι το ίδιο το κράτος που θα πρέπει να μεριμνήσει για να καλύψει τις ανάγκες τους είτε κατά τη διάρκεια του εργάσιμου τους βίου ή στη συνταξιοδότηση τους. 

Η υγειονομική κρίση θα ξεπεραστεί αλλά θα ακολουθήσει κάποια άλλη. Οι επιστήμονες ήδη κρούουν καθημερινά τον κώδωνα κινδύνου για τις απειλές από την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη, προειδοποιώντας ότι οι επιπτώσεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερες για την οικονομία και την υγεία. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί και αυτή απότοκο της αδυναμίας των κρατών να παρέμβουν και να θέσουν όρια στην ελεύθερη αγορά και στην εκμετάλλευση του άνθρακα και άλλων ρυπογόνων πρώτων υλών, αναδεικνύοντας την ανάγκη για ένα νέο και βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο. Ένα βιώσιμο μοντέλο που δεν θα πορεύεται από τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού και της αυτορρύθμισης, αλλά θα στηρίζεται  στις αρχές ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους όπου, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα συνοδεύεται με ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης, προστασία της δημόσιας υγείας, και ρυθμισμένη αγορά εργασίας.

Στα επόμενα δέκα χρόνια, όπως ή ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπογραμμίσει, «επιθυμούμε μια Ένωση ασφαλή, ευημερούσα, ανταγωνιστική, βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη και με τη βούληση και την ικανότητα να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στον πλανήτη και να διαμορφώνει την παγκοσμιοποίηση» (Δήλωση της Ρώμης, 25 Μαρτίου 2017).

*Αναπληρωτής Γ.Γ.  της ΣΕΚ