Παρακολουθώντας τη φετινή Πλατφόρμα Σύγχρονου Χορού, πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη μήπως τελικά έκανα λάθος και τελικά στοίχισε το «αυτογκόλ» που είχε βάλει πριν από δύο χρόνια η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης. Υπενθυμίζω ότι τότε είχε υπονομεύσει τον θεσμό επικρίνοντας σκληρά το σύνολο των προτάσεων. Δηλαδή κι αυτές που ενέκρινε. Είναι άραγε σύμπτωση το γεγονός ότι το πρόγραμμα των νέων παραστάσεων έχει τα τελευταία δύο χρόνια συρρικνωθεί σχεδόν στο μισό; Μήπως φταίει και κάτι άλλο και τι είναι αυτό;

Από τις 15 νέες προτάσεις του 2015, φέτος ο αριθμός έπεσε στις επτά (7) και ήταν η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που το πρόγραμμα ουσιαστικά διήρκησε δύο μέρες αντί για τρεις. Πέρσι ήταν και πάλι επτά οι νέες προτάσεις, αλλά το πρόγραμμα εμπλουτίστηκε με παλαιότερες ολοκληρωμένες παραγωγές που παρουσιάστηκαν στα Προγράμματα Τερψιχόρη και Πολιτισμός ή και σε προηγούμενες διοργανώσεις. Φέτος, όμως, είχες την αίσθηση, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, ότι οι παράλληλες εκδηλώσεις αποτελούσαν τον κύριο κορμό της Πλατφόρμας.

Σύμφωνα με την προκήρυξη, είχαν δικαίωμα συμμετοχής μέχρι και έξι ομάδες ή χορογράφοι με πάνω από τρεις συμμετοχές σε προηγούμενες διοργανώσεις και άλλοι οκτώ με κάτω από τρεις συμμετοχές. Δηλαδή συνολικά μέχρι και 14. Ανεξάρτητα της ποιότητας των προτάσεων, είναι ηλίου φαεινότερον ότι σημειώνεται μια περίοδος ανομβρίας. Τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, αντίθετα, ακόμη και εν μέσω κρίσης, παρουσιάστηκε μια αξιοσημείωτη άνθιση σε ποσότητα, αλλά και ποιότητα που έδωσε την ευκαιρία να επιτευχθεί και μια ευρεία χαρτογράφηση του τοπίου του σύγχρονου χορού στην Κύπρο. Ίσως ως ένα σημείο αυτό να ήταν υπερβολικό και επίπλαστο, να έφτασε στο άλλο άκρο, δημιουργώντας μια ψευδή και διογκωμένη εντύπωση. Η αριθμητική ευμάρεια, άλλωστε, ποτέ δεν είναι εχέγγυο επιτυχίας.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι μόνο δικές μου κι ότι οι διοργανωτές δεν αναρωτιούνται: «Με ήλιο τα ‘βγαζα, με ήλιο τα ‘μπαζα, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;». Οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες, το Θέατρο Ριάλτο, αλλά και η καλλιτεχνική κοινότητα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους, χτίζοντας και πατώντας πάνω στην προεργασία των προηγούμενων ετών. Φαίνεται, όμως, ότι ίσως ήρθε η ώρα να σταθμίσουν καλύτερα τα νέα δεδομένα και να προσαρμόσουν το όποιο όραμά τους για την Πλατφόρμα και γενικότερα την ανάπτυξη του σύγχρονου χορού στην Κύπρο στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον. Απορροφημένοι ίσως από τα οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που πάντοτε υπάρχουν, οι διοργανωτές δυσκολεύονται να δουν τη συνολική εικόνα και ενδεχομένως αυτό να έχει με τα χρόνια μετατοπίσει και τον άξονα των πραγματικών στόχων μιας τέτοιας διοργάνωσης.

Με πλήρη επίγνωση ότι είναι άδικο να εξάγει κανείς συνολικά συμπεράσματα έχοντας παρακολουθήσει μόνο τις τέσσερις από τις επτά προτάσεις, από την επίσκεψή μου στη Λεμεσό αποκόμισα την αίσθηση ότι το μετέωρο βήμα της Πλατφόρμας παραμένει στο αέρα. Από μια άποψη, φυσικά, η βεβαιότητα και ο εφησυχασμός στην τέχνη μπορεί να αποδειχτούν αντιπαραγωγικοί παράγοντες.

Η ποιότητα των παραγωγών και το επίπεδο των καλλιτεχνών είναι αδιαμφισβήτητη, όπως επίσης η διάθεσή τους να συνομιλήσουν με τις σύγχρονες τάσεις. Όμως, μ’ ένα περισσότερο «επιστημονικό» και ερευνητικό τρόπο παρά με διάθεση να τις μεταβολίσουν δημιουργικά. Η έλλειψη πρωτοτυπίας επισημαίνεται πρώτιστα από τους ίδιους τους δημιουργούς ως παραδοχή μιας φάσης προβληματισμού και διερεύνησης της πολυμορφίας των τάσεων που διαπερνά αυτή την τέχνη. Και που διαπιστώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μετάβαση δεν έχει επιτευχθεί. Ο επανακαθορισμός του στίγματος βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Αλλά αυτό δεν υποδηλοί ότι είναι εποχή για ξηλώματα. Η Πλατφόρμα παραμένει ένας τοπικός και διεθνής πόλος αναφοράς για την τέχνη του χορού και διατηρεί με άνεση τη διακριτή του θέση στην καλλιτεχνική ζωή της Κύπρου. Ίσως, όμως, υπάρχει ανάγκη για αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία, την καλλιτεχνική διεύθυνση και τη διαδικασία πρόσληψης του καλλιτεχνικού προϊόντος από το ευρύτερο κοινό.