Η συνέντευξη του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, στην «Καθημερινή» και στον Ανδρέα Κημήτρη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα από δημοσιογραφική και κοινωνική άποψη. Όχι μόνο γιατί ο κ. Κυπριανού παραδέχτηκε την ευθυνοφοβία του ΑΚΕΛ (έναντι των ψηφοφόρων του) ή γιατί απασφάλισε εναντίον του μ. Τάσσου Παπαδόπουλου για να δικαιολογήσει τη στάση του κόμματός του, αλλά γιατί ήταν ζωντανή και οι ερωτήσεις ακριβείς, κάτι που φαίνεται και από τον απόηχο της συνέντευξης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού. Και μπορεί να αναμένεται πώς και πώς το βιβλίο του κ. Κυπριανού, που θα είχε άλλο νόημα αν κυκλοφορούσε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά η κοινωνία πήρε μια καλή γεύση για την περίοδο του σχεδίου Ανάν και όλα αυτά που οδήγησαν στις κομματικές αποφάσεις.

Δυστυχώς, οι αντιδράσεις είναι επιδερμικές και επικεντρώνονται –ειδικά από όσους αναζητούν κάποιου είδους ρεβάνς για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος– στην τότε στάση του ΑΚΕΛ, που υποτίθεται απέτρεψε την έγκριση του σχεδίου Ανάν. Ποικίλουν οι καταγγελίες από συναγερμικά στελέχη της πρώτης γραμμής του «Ναι» και άλλους γνωστούς-αγνώστους της νομενκλατούρας της όποιας λύσης, αλλά και η ψευδεπίγραφη πεποίθηση πως το σχέδιο Ανάν θα περνούσε αν το ΑΚΕΛ το υποστήριζε –θα προτιμούσαν, όλοι αυτοί, να μην χρειαζόταν το δημοψήφισμα και κάποιος να υπέγραφε τη λύση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, υποτιμούν τόσο πολύ το ένστικτο του λαού και θεωρούν ότι θα τους έπειθε η όποια κομματική απόφαση (ούτε ο ΔΗΣΥ τα κατάφερε σε αυτό το κομμάτι).

Στο διά ταύτα, όλοι είχαν να πουν ή να γράψουν για το ότι το ΑΚΕΛ δεν ανέλαβε την ευθύνη να υπογράψει ένα τέτοιο σχέδιο μετά το δημοψήφισμα, αλλά κανείς δεν εστιάστηκε σε ένα άλλο κομμάτι των απαντήσεων του Άντρου Κυπριανού. Όπως είπε, η συζήτηση γίνεται για ένα σχέδιο «που είχε σοβαρές αδυναμίες και κενά» (sic!) και επειδή «αιωρείτο η απειλή ότι ο Τάσσος θα παραιτείτο» σε περίπτωση που υιοθετείτο το «ναι», θα ζητείτο από τον Δημήτρη Χριστόφια να το υπογράψει. Επαναλαμβάνουμε: Το ΑΚΕΛ, κατά τον Άντρο Κυπριανού τουλάχιστον, δεν μπορούσε να υποστηρίξει ένα σχέδιο «που είχε σοβαρές αδυναμίες και κενά» γιατί θα είχε πολιτικό κόστος.

Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος ο πρώην ΓΓ του ΑΚΕΛ, μες στην τρικυμία της κομματικής υπεροψίας, κατόρθωσε να παραδεχτεί πως «ενδεχομένως να μην περνούσε το σχέδιο» ακόμα και αν το δικό του κόμμα το υποστήριζε. Αλλά στα χαρακώματα του διαδικτύου γίνεται η ίδια βαρετή συζήτηση για ένα σχέδιο που απορρίφθηκε κατά συντριπτική πλειοψηφία πριν από σχεδόν 20 χρόνια και που θα απορρίπτετο ακόμα και αν το ΑΚΕΛ, το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ, ο Τάσσος είχαν άλλη άποψη, ακριβώς γιατί είχε «σοβαρές αδυναμίες και κενά» και ακριβώς γιατί δεν καταργούσε την τουρκική κατοχή, αλλά τη νομιμοποιούσε. Κι είναι καιρός, τώρα που καταρρίπτεται επιτέλους ο μύθος της λεγόμενης «ρεαλιστικής σχολής», η οποία απέτυχε παταγωδώς πριν και μετά το σχέδιο Ανάν, να υπάρξει και μια παραδοχή από όλο το (συνταξιούχο ή μη) πολιτικό/κομματικό κατεστημένο, αλλά και όσους εύχονταν μια διαφορετική κατάληξη στις 24 Απριλίου 2004: Ότι δεν μέτρησαν ποτέ τις ανησυχίες του κυπριακού Ελληνισμού κι ότι όλες οι αποφάσεις, οι εμμονές τους, οι υποχωρήσεις και οι συμβιβασμοί τους γίνονταν στη βάση ενός θανατηφόρου κομματικού πατριωτισμού και μιας προσωπικής πολιτικής ατζέντας. Κι ας νομίζει ο κ. Κυπριανού και ο κόσμος όλος ότι το «Όχι» του ΑΚΕΛ επηρέασε ή ενδυνάμωσε την απόρριψη ενός τόσο χυδαίου σχεδίου.