Η Κύπρος είναι από το μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης. Όλα τα άλλα κράτη μέλη, με εξαίρεση τη Γαλλία, λειτουργούν με ένα διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης, το κοινοβουλευτικό. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολλές φορές να χρησιμοποιούνται, αδόκιμα, όροι οι οποίοι δεν έχουν σχέση με ένα προεδρικό σύστημα αλλά παραπέμπουν σε κοινοβουλευτικό. Ο πλέον γνωστός όρος είναι «η αξιωματική αντιπολίτευση». Προφανώς γιατί πολλοί πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές, έχοντας σπουδάσει σε χώρες όπως η Ελλάδα, μεταφέρουν όρους που δεν έχουν να κάνουν με το δικό μας πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης.

Οι γνώστες του βρετανικού συστήματος διακυβέρνησης γνωρίζουν καλύτερα ποια είναι και η πηγή του όρου «αξιωματική αντιπολίτευση» και ποιος είναι ο ρόλος της. Η ιδέα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναπτύχθηκε κατά την έλευση των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων τον 19ο αιώνα. Στην Βρετανία η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρείται και ως εναλλακτική κυβέρνηση». Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης σχηματίζει ένα σκιώδες υπουργικό συμβουλίου το οποίο κάθεται στα μπροστινά έδρανα απέναντι στο υπουργικό συμβούλιο της χώρας. Κάτι ανάλογο υπάρχει και στις άλλες χώρες με κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Κοινό χαρακτηριστικό των κοινοβουλευτικών συστημάτων είναι πως το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση και ο ηγέτης του να είναι αρχηγός της κυβέρνησης. Όσα κόμματα δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση θεωρούνται αντιπολίτευση.

Στην περίπτωση των προεδρικών συστημάτων διακυβέρνησης, η κυβέρνηση σχηματίζεται από τον πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται απευθείας από το λαό. Δεν εξυπακούεται κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο πρόεδρος και η κυβέρνηση μπορεί να μην έχουν και την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Γι’ αυτό και είναι ένας από τους λόγους που στα προεδρικά συστήματα η θητεία του εκάστοτε προέδρου είναι σταθερή και δεν επηρεάζεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών (με το πλέον γνωστό προεδρικό σύστημα διακυβέρνηση) οι διακριτές εξουσίες μεταξύ της Προεδρίας και των δύο σωμάτων του Καπιτωλίου είναι τέτοιες ώστε η Γερουσία και Βουλή να λειτουργούν ως εν δυνάμει αντιπολίτευση.

Στην περίπτωση της Κύπρου, μεταφέροντας λανθασμένα, όρους από τα ευρωπαϊκά συστήματα χρησιμοποιούνται όροι όπως «αντιπολίτευση» και «αξιωματική αντιπολίτευση», και πρόσφατα προστέθηκε και ο όρος «υπεύθυνη αντιπολίτευση». Ο μόνος όρος που μπορεί σε ένα προεδρικό σύστημα να γίνει δεκτός, μόνο για χάρη συζήτησης, είναι η «αντιπολίτευση». Γιατί όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω δεν υφίσταται «αξιωματική αντιπολίτευση». Απ’ εκεί και πέρα το πόσο υπεύθυνη ή όχι είναι μια αντιπολίτευση εξαρτάται από την ίδια και το πως συμπεριφέρεται με γνώμονα τους πολίτες και όχι το ποιος ασκεί την εξουσία τη δεδομένη στιγμή.

Στα προεδρικά συστήματα, όπως στην περίπτωση της Κύπρου, δεν υφίστανται λογικές «άσπρο ή μαύρο», «Βίσση ή Βανδή», «Μέσι ή Ρονάλντο». Το ότι ένας Πρόεδρος ή μια κυβέρνηση μπορεί να μην έχουν την πλειοψηφία στη βουλή δεν σημαίνει ότι το κράτος παραλύει. Αντίθετα αυτό το δεδομένο μπορεί να αποτελεί ένα μοχλό πίεσης προς αμφότερες της εξουσίες για να λειτουργούν παράλληλα και μαζί προς όφελος των πολιτών. Καθιστώντας τόσο την εκτελεστική όσο και τη νομοθετική υπεύθυνες για τις πράξεις ή/και παραλείψεις τους. Αναγκάζοντας τις δύο πλευρές να λειτουργούν συμβιβαστικά και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Μια κυβέρνηση που γνωρίζει ότι δεν έχει εξασφαλισμένη την πλειοψηφία είναι υποχρεωμένη να συνεργαστεί με όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, για να μπορεί να υλοποιεί πολιτικές και έργα. Δεν μπορεί να παρακάμψει τα κόμματα, και αν το πράξει θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Από την άλλη τα κόμματα που θεωρούνται αντιπολιτευόμενα δεν μπορούν να λειτουργούν ανεύθυνα γιατί είναι μόνο μία κυβέρνηση που θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο αλλά ο τόπος. Και είχαμε στο παρελθόν καταγράψει ανάλογα περιστατικά.