Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι αράδες, δεν είχαμε συγκλονιστεί από τις αποκαλύψεις της διεθνούς κοινοπραξίας διερευνητικών δημοσιογράφων. Όχι γιατί έχουμε πάθει ανοσία στις πράξεις διαφθοράς που αναδεικνύονται για την Κύπρο κάθε τρεις και λίγο.

Περιμέναμε να βγάλουν κάτι πολύ περισσότερο τα 3,6 εκατομμύρια αρχεία κυπριακών εταιρειών που διέρρευσαν κι αναλύθηκαν από 270 δημοσιογράφους του εγχειρήματος με την ονομασία «Cyprus Confidential». Το πρώτο 48ωρο των αποκαλύψεων περιλάμβανε μεν ηχηρά ονόματα, αλλά όχι τεκμηρίωση για έκδηλη παρανομία.

Για παράδειγμα, είναι υπό συζήτηση κατά πόσον ο Αλεξέι Μορντάσοφ μετέφερε επενδυτικό κεφάλαιο 1.4 δισεκατομμυρίων δολαρίων μετά την επιβολή κυρώσεων. Το ίδιο ισχύει και για τον Πετρ Άβεν. Όσο για τον Ταλ Ντίλιαν, τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, την κυβερνοπαρακολούθηση και την Αλεξάντρα Χάμου που εμφανιζόταν στη δομή εταιρειών του, γνωρίζαμε ήδη αρκετά… Ούτε η αποκάλυψη ότι κυπριακό δικηγορικό γραφείο βοηθούσε πολλά χρόνια προηγουμένως τη Συρία να σπάσει το –επιβληθέν από τις ΗΠΑ- πετρελαϊκό εμπάργκο, ήταν ικανό να προκαλέσει κραδασμούς.

Άλλοι, πάλι, λένε ότι τα δημοσιεύματα είναι με τέτοιο τρόπο δομημένα ώστε να υπηρετήσουν το δυτικό αφήγημα για το γεγονός ότι η Κύπρος αποτέλεσε το βασικό όχημα των συνδεδεμένων με το Κρεμλίνο Ρώσων ολιγαρχών, προκειμένου να κρύψουν και να διακινήσουν μεγάλα κεφάλαια. Υποστηρίζουν, ταυτόχρονα, ότι το εμφανές αυτό αφήγημα αδυνατίζει και την όλη υπόθεση.

Όλα τα πιο πάνω δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Αποτελούν, όμως, λόγους για να κωφεύσουμε; Η απάντηση για μας είναι αρνητική. Κατ΄ αρχήν ως δημοσιογράφοι οφείλουμε να σεβόμαστε τη δουλειά συναδέλφων μας, κι όχι να την απαξιώνουμε. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η αποστολή μας επιβάλλει να ελέγχουμε κάθε μορφής εξουσία και να υπηρετούμε τη διαφάνεια για να βελτιώσουμε την κοινωνία.

Τα νέα στοιχεία, λοιπόν, είναι καλοδεχούμενα. Έστω κι αν αυτά δεν μας ταρακούνησαν, ήρθαν να ρίξουν φως σε άγνωστες πτυχές και να μας βγάλουν πιο σοφούς δημοσιογραφικά για πρακτικές και άγνωστά μέχρι τώρα γεγονότα. Άλλωστε, όπως αναφέρουν άτομα με κατάρτιση, ακόμα κι αν δεν φανερώνουν ξεκάθαρη παρανομία, η μελέτη τους πιθανόν να οδηγήσει σε πρακτικές ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Ας υπάρχει αφήγημα, λοιπόν. Ας κρύβονται πολιτικοί λόγοι. Η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ για μας. Μπορούμε να τη μετατρέψουμε ως εργαλείο για να βελτιωθούμε.

Υπάρχει, όμως και κάτι άλλο. Η εκτίμηση ότι οι αποκαλύψεις δεν τελειώνουν εδώ. Όπως είχαμε αναφέρει από την περασμένη Δευτέρα, αναμενόταν να περιλαμβάνουν και το θέμα των παρακολουθήσεων. Τον Οκτώβριο δημοσιογράφοι από το εξωτερικό, συμμετέχοντες στην κοινοπραξία, επιχειρούσαν να πληροφορηθούν ποια ήταν τα στελέχη εταιρειών, τα οποία ασχολούνταν με την παραγωγή λογισμικών υποκλοπών.

Επιπλέον, υποβλήθηκαν επίσημα ερωτήματα από δημοσιογράφους της κοινοπραξίας για θέματα πολιτογραφήσεων. Πληροφορίες μας αναφέρουν ότι προσφάτως ζητήθηκαν διευκρινίσεις για την υπόθεση του Αλ Τζαζίρα. Είναι ενδεικτικά και τα όσα ανέφερε την περασμένη Πέμπτη στην εκπομπή του ΡΙΚ «Από Μέρα Σε Μέρα» ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Αντωνίου. Είπε σχετικά: «Μας ζήτησαν στοιχεία για 11 πολιτογραφηθέντες, {…} απαντήθηκαν τα ερωτήματα στην προθεσμία που μας δόθηκε, μέχρι τις 6 Νοεμβρίου». Σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο κλιμάκωσης των αποκαλύψεων, εξέφρασε την επιφύλαξη πως «δεν ξέρουμε τι άλλο μπορεί να υπάρχει».

Κι, ασφαλώς, δεν μπορεί να είναι τυχαία η στάση επιφυλακής της κυβέρνησης και η τάση της να ξεκαθαρίζει με κάθε ευκαιρία πως προσεγγίζει με απόλυτη σοβαρότητα τα δημοσιεύματα. Βέβαια, ελπίζουμε αυτή η εικόνα να μην είναι επίπλαστη. Το σημειώνουμε αυτό γιατί δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας να ενεργοποιούνται μέχρι στιγμής αρμόδιες εποπτικές Αρχές για διερεύνηση των όσων αναδείχθηκαν…