Πραγματικά τώρα, αυτό που χρειαζόταν στη συγκεκριμένη συγκυρία το ελεύθερο θέατρο στην Κύπρο ήταν ένα ακόμη μέτωπο, τη φορά αυτή ανάμεσα στην Ομοσπονδία Θεατρικών Φορέων και τις συντεχνίες των ηθοποιών;

Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται που άνοιξε, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο θεατρικός κόσμος δεν έχει την πολυτέλεια να πορεύεται σε διαφορετικά άρματα, ειδικά σε μια περίοδο μεγάλης κρίσης και συντριπτικών ανακατατάξεων, όπως αυτή που διάγουμε. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, ο κύβος ερρίφθη και ο αρμόδιος θεσμικός φορέας έλαβε την απόφαση να αναδιαμορφώσει το τοπίο. Οι επηρεαζόμενοι κοιτάζουν πώς θα εξαντλήσουν τα περιθώρια για να διασφαλίσουν ο καθένας τα συμφέροντά του, πριν ακόμη κάτσει η «μπίλια». Ο Φεβρουάριος μπήκε και η ρωσική ρουλέτα στην οποία έχει υποβάλει το Υφυπουργείο το ελεύθερο θέατρο γυρίζει ακόμη σαδιστικά και αναμένουμε όλοι με αγωνία και ενδιαφέρον τη συνέχεια.

Γνωρίζουμε ήδη ότι τουλάχιστον οκτώ -μέχρι τώρα- παραγωγές από τις 29 που εγκρίθηκαν δεν θα πραγματοποιηθούν, επειδή με τα νέα δεδομένα δεν βγαίνουν τα νούμερα. Και σ’ αυτά τα νέα δεδομένα είναι και η προϋπόθεση της τήρησης των όρων της συλλογικής σύμβασης των ηθοποιών για την εξασφάλιση της χορηγίας. Εννοείται ότι οι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας για τους ηθοποιούς, που είναι επαγγελματίες και όχι χομπίστες, (πρέπει να) είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Οι εμπνευστές του αναθεωρημένου Σχεδίου Θυμέλη, όμως, έλαβαν υπόψη τι σημαίνει αυτό στην πράξη όταν καθόριζαν τους όρους; Ένα απλό παράδειγμα: υπολόγισαν με μαθηματικές πράξεις τι σημαίνει να δίνεις €53000 στο Σατιρικό Θέατρο για δύο πολυπρόσωπες παραγωγές όταν τα χρήματα αυτά με τα μίνιμουμ δεδομένα δεν αρκούν ούτε για να καλύψουν τις αμοιβές των ηθοποιών;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η αυτορρύθμιση του θεατρικού οικοσυστήματος

Δεν θα μπορούσα βεβαίως να επικροτήσω μια κατάσταση πραγμάτων όπου ηθοποιοί και λοιποί συντελεστές, εξ ανάγκης κι επειδή δεν θέλουν να μένουν άπρακτοι, αμείβονται με €300-€400-€500 ευρώ το μήνα. Είναι όμως αυτό η άλλη όψη μιας βιώσιμης πραγματικότητας; Μόνο με τέτοιες προϋποθέσεις καθίστανται βιώσιμες οι παραγωγές των ιστορικών (με ή χωρίς εισαγωγικά) θεάτρων μας; Και η άλλη επιλογή ποια είναι; Το λουκέτο και η παρελκόμενη ανεργία; Είναι όμως ηθικό να προβάλλεις σε έναν επαγγελματία το δίλημμα «υποαμειβόμενος ή άνεργος»;

Αυτά δεν είναι ερωτήματα για μας. Έπρεπε να τα είχαν θέσει προ καιρού στον εαυτό τους οι αναθεωρητές του Σχεδίου Θυμέλη. Είναι δεδομένο ότι υπήρχε στην εξίσωση η δηλωμένη πρόθεση των συντεχνιών των ηθοποιών για ένα απαραίτητο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», που στην ουσία εν μέρει μοιάζει με άτυπη απεργία. Ένα απλό κομπιουτεράκι χρειαζόταν και μια σχετική γνώση για την κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με τα αναμενόμενα έξοδα και έσοδα για κάθε παραγωγή. Αν λοιπόν δεν είναι ανικανότητα ή λανθασμένη εκτίμηση των πραγματικότητων, πρόκειται προφανώς για μια ριζική –συνειδητή- αλλαγή πλεύσης και φιλοσοφίας. Μια αναδιαμόρφωση του χάρτη κι όποιος επιβιώσει, επιβίωσε.

Αυτή τη στιγμή τα τρία πιο ιστορικά θέατρα της Κύπρου, με πορεία 35 και 40 χρόνων, κατεβάζουν ρολά. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι αυτό γίνεται εκβιαστικά. Και κάποιοι άλλοι ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτά, δεν έχασε και η Πόλη μάλαμα αν δεν κάνουν παραγωγές για έξι μήνες ή ακόμη και αν κλείσουν οριστικά. Η Λίνα Κασσιανίδου, όμως, είναι διατεθειμένη να χρεωθεί τον λεκέ από αίμα στην υφυπουργική της ενδυμασία; Δεν αμφιβάλλω ότι έκανε τις προσπάθειές της να γεφυρώσει το χάσμα και να αναζητήσει συγκλίσεις. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν εξαρχής υπέθετε ότι το νέο πλαίσιο επιχορηγήσεων θα εφαρμοζόταν αναίμακτα.

Εν μέσω όλων των παραπάνω, διαμορφώνεται επιπλέον ένα όλο και πιο ασταθές περιβάλλον, παρά τις διόλου αμελητέες κατακτήσεις των ηθοποιών ως προς τους όρους εργασίας, αλλά και τις κατακτήσεις κάποιων άλλων θεατρικών ομάδων που ευελπιστούν ότι αυτή η παροδική «ευθυγράμμιση των άστρων» και η εύνοια από τη συγκυρία θα διαρκέσει και δεν θα υπάρξουν αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες για όλους.

Είμαι κι εγώ άνθρωπος των αντιφάσεων και πολλές φορές αναιρώ τον εαυτό μου, αλλά ενίοτε θέλω να είμαι και συνεπής. Από τον καιρό που και ο ΘΟΚ πρότασσε στη φιλοσοφία του Σχεδίου Θυμέλη το επιχείρημα της «αύξησης της ανταγωνιστικότητας», είχα επισημάνει ότι η εισαγωγή όρων και λογικών της ελεύθερης αγοράς και του επιχειρείν δεν συνάδουν απαραίτητα με το καλλιτεχνικό τοπίο, ειδικά σε μια χώρα όπως η Κύπρος. Δύο θεατρικοί φορείς δεν συγκρίνονται με δύο μπακάληδες που ανταγωνίζονται ποιος θα προσελκύσει τους πελάτες του άλλου για ν’ αυξήσει το μερίδιό του στην αγορά. Κάποια στιγμή, ο ΘΟΚ κατάλαβε την παγίδα και άρχισε να μιλά για «υγιή συναγωνισμό», όμως ο σπόρος του σκληρού ανταγωνισμού είχε ήδη φυτευτεί και οι επηρεαζόμενοι είχαν ήδη περιχαρακωθεί στα συμφεροντολογικά τους μικροσύμπαντα. Μια τέτοια «παρενέργεια» ήταν στην πορεία και η ίδρυση αυτής της Ομοσπονδίας Θεατρικών Φορεών, για την οποία είχα επίσης εκφράσει τις επιφυλάξεις μου και δυστυχώς η πορεία των πραγμάτων θεωρώ ότι με δικαιώνει.

Η εφαρμογή της λογικής «ο θάνατός σου η ζωή μου» στο κυπριακό θεατρικό περιβάλλον μόνο θάνατο μπορεί να προμηνύει και καθόλου ζωή. Το Υφυπουργείο την επαναφέρει με κάθε επισημότητα στο νέο σχέδιο και τη διατυμπανίζει κιόλας. Φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ελεύθερα, 4.2.2024