Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν άχρωμη η συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών την περασμένη Τετάρτη, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσον κτύπησαν κέντρο οι συζητήσεις.

Το θέμα της ατζέντας ήταν η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Κύπρο και ειδικά το κεφάλαιο που αφορά στην πολυφωνία και την ελευθερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Θα περίμενε κάποιος, λοιπόν, να τεθούν προς συζήτηση και καυτά ζητήματα που αφορούν τον δημοσιογραφικό κόσμο και κατ΄ επέκταση την κοινωνία. Την παράσταση, όμως, φαίνεται να έκλεψε η λίστα Ανδρέα Θεμιστοκλέους με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις βουλευτών στο ΡΙΚ.

Δεν θα απαξιώσουμε τους βουλευτές και γενικότερα την κοινοβουλευτική επιτροπή Θεσμών, η οποία –ομολογουμένως- αναδεικνύει θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος. Αλλά η ωμή αλήθεια είναι ότι τα καυτά ζητήματα της ελευθεροτυπίας δεν απασχόλησαν διεξοδικά. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες 3-4 βουλευτών και την ουσιαστική παρουσία της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, το τέλος της ημέρας μας βρήκε όλους να ασχολούμαστε κυρίως με εντυπώσεις.

Το τραγικό στην προκειμένη είναι ότι έμαθαν όλοι να μιλούν με ευκολία για ευνουχισμένα δημοσιογραφικά μαγαζιά, θέτοντας με χαρακτηριστική ευκολία στο στόχαστρο λειτουργούς του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Μόνο που ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να δουν τα πραγματικά προβλήματα του κλάδου και να τον στηρίξουν.

Οι πλείστοι επικριτές μας, για παράδειγμα, αγνοούν ότι δημοσιογράφοι σύρονται στα δικαστήρια με κόστος που δεν μετριέται μόνο σε χρήμα, λόγω καταχρηστικών αγωγών, γνωστές κι αναγνωρισμένες διεθνώς ως SLAPPs (Strategic Lawsuits Against Public Participation). Προσέξτε: Δεν μιλούμε εδώ για υποθέσεις δυσφήμισης με βάσιμα νομικά επιχειρήματα. Πρόκειται για αστήριχτες αγωγές, όχι μόνο χωρίς νομική βάση, αλλά που στερούνται και λογικής. Ασκούνται με απώτερο στόχο ο δημοσιογράφος να μην γράψει πάλι για θέμα που αφορά τον ενάγοντα.

Αυτά τα άνευ υποβάθρου νομικά μέτρα, πλήττουν συνάμα το λειτούργημα του δικηγόρου, το οποίο κάποιοι πασχίζουν να υπηρετούν με Αρχές και αξίες. Δυστυχώς, όμως, συγκεκριμένοι νομικοί καταφεύγουν σε τέτοιου είδους πρακτικές στιγματίζοντας και τους έντιμους κι αξιοπρεπείς συναδέλφους τους. Στην ουσία εξευτελίζουν το επάγγελμα, προκαλώντας την αλγεινή εντύπωση ότι με αυτές τις αγωγές λιβέλου είτε έχουν ως στόχο να κερδίσουν χρήματα από τον πελάτη τους παραμυθιάζοντάς τον για δήθεν επιτυχία, είτε συμμετέχουν συνωμοτικά μαζί του στο παιχνίδι φίμωσης των ΜΜΕ. Προφανώς κάποιοι θεωρούν ότι πέραν από τους δημοσιογράφους, θα βάλουν σε μπελάδες και ιδιοκτήτες δημοσιογραφικών Ομίλων και έτσι θα προστατευτεί ο πελάτης τους.

Είναι κι άλλες πολλές οι τρικλοποδιές που προσπαθούν κάποιοι να βάλουν στην πάλαι ποτέ τέταρτη εξουσία.  Χαρακτηριστική η περίπτωση κατηγορούμενων για υπόθεση ενώπιον Κακουργιοδικείου, οι οποίοι έκαναν καταγγελίες δεξιά και αριστερά για την (δικαιολογημένη) δημοσιοποίηση των ονομάτων τους…

Οι κακές αυτές πρακτικές τέθηκαν ενώπιον του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά και στην προ ολίγων ημερών συνάντηση δημοσιογράφων με στελέχη του ΠΔΣ (31/1). Σύντομα, πάντως, εκτιμούμε πως θα γίνουν και επώνυμες καταγγελίες για τέτοιου είδους πρακτικές.

Θα ήταν καλό να συζητηθούν εις βάθος στη Βουλή και οι παρακολουθήσεις. Η μεστή τοποθέτηση της προέδρου της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Έλλης Κοτζαμάνη, σχετικά με το επίμαχο άρθρο της ευρωπαϊκής πράξης για την ελευθερία των ΜΜΕ, το οποίο προνοεί υποκλοπές από συσκευές δημοσιογράφων –έστω υπό αυστηρές προϋποθέσεις-, ελλείψει χρόνου δεν μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για διεξοδική συζήτηση.

Θα αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχιση της συζήτησης στη Βουλή. Με την ελπίδα πως την επόμενη φορά θα ασχοληθούμε με την ουσία.