Προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκεται η βασική διαφωνία των εκπαιδευτικών για το νέο σύστημα αξιολόγησης της δουλειάς τους. Ούτε οι ίδιοι οι συνδικαλιστές που τους εκπροσωπούν δεν έδωσαν με καθαρές κουβέντες τις διαφωνίες τους.
Τους ακούμε μόνο να λένε: «Σε περίπτωση που το τελικό κείμενο δεν ενσωματώνει τις θέσεις της οργάνωσής μας, η ΟΕΛΜΕΚ θα προχωρήσει σε δυναμικά μέτρα αντίδρασης». Αυτό η ΟΕΛΜΕΚ των καθηγητών. Αλλά και η ΠΟΕΔ των δασκάλων τα ίδια.
Αναζητώντας, λοιπόν, από άλλες ενημερωμένες πηγές τη βασικότερη διαφωνία τους βρίσκω από παντού ότι δεν θέλουν να λαμβάνει μέρος στην αξιολόγησή τους ο διευθυντής του σχολείου. Είναι όμως ταυτόχρονα και το πιο παράδοξο αυτό. Καμιά κοινή λογική δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή τη διαφωνία. Διότι, δεν υπάρχει καμιά ιδιωτική δουλειά, αλλά ούτε και κρατική υπηρεσία, όπου ο διευθυντής δεν έχει λόγο στην αξιολόγηση των υφισταμένων του. Είτε για προαγωγές, είτε για μισθούς, είτε για απόδοση, είτε για αφοσίωση. Όποιο κι αν είναι το ζητούμενο για έναν εργοδοτούμενο, αυτός που έχει και οφείλει να έχει λόγο είναι ο προϊστάμενος του, ο διευθυντής του.
Στα σχολεία οι διευθυντές, που δεν είναι και ουρανοκατέβατοι, είναι εκπαιδευτικοί με πολυετή πείρα, γιατί να μην έχουν λόγο; Και μάλιστα ο λόγος τους, μετά τις διαβουλεύσεις, περιορίστηκε στο 15%. Δηλαδή, κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής, η συμμετοχή του διευθυντή στην αριθμητική βαθμολογία θα έχει αξία 15% και των επιθεωρητών 85%.
Όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή οι εκπαιδευτικοί δεν θέλουν καθόλου αξιολόγηση από τον διευθυντή διότι «φοβούνται» ότι θα είναι μεροληπτικός (άκου τι έκοψεν ο νους τους, λες και μόνο στα σχολεία μπορεί να συμβαίνει αυτό, σε καμιά άλλη δουλειά), οι βουλευτές συμφώνησαν να συμμετέχει στην αξιολόγηση και ο βοηθός διευθυντής ή ο διευθυντής Α΄, για να υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες για τον εκπαιδευτικό. Ούτε αυτό το δέχονται. Δεν θέλουν αξιολόγηση από τον προϊστάμενό τους, τελεία και παύλα.
Αλήθεια, όμως, ποιος αποφασίζει για μια απολύτως αναγκαία μεταρρύθμιση; Η κυβέρνηση, η βουλή ή οι συντεχνίες; Διότι, όταν η κυβέρνηση και η βουλή, ακούγοντας επί μήνες τις απόψεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων και σεβόμενοι τις διαφωνίες τους συμφωνούν τροποποιήσεις, που τους ικανοποιούν, δεν γίνεται να συνεχίζεται η άτεγκτη στάση τους, διότι τάχα το τελικό κείμενο δεν ενσωματώνει όλες τις θέσεις τους. Αν είναι έτσι, ας ετοίμαζαν το σύστημα αξιολόγησης οι συντεχνίες, να το καταθέσουν στη βουλή να ψηφιστεί και να μην προβληματίζεται κανένας άλλος.
Κάποια στιγμή ο διάλογος πρέπει να τελειώσει και το κράτος να προχωρήσει, όποιος κι αν διαφωνεί. Δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν όλοι σε όλα. Ειδικά, οι εκπαιδευτικοί, που τους σεβόμαστε (όσους αξίζουν σεβασμού, φυσικά), αλλά αν γινόταν αυτό που θέλουν πάντα, η Παιδεία θα παρέμενε καθηλωμένη στην εποχή του Μακαρίου.
Να θυμίσω μήπως το σύστημα διορισμών στην εκπαίδευση με τον αιώνιο κατάλογο διοριστέων. Αναγνωρίστηκε ως αναχρονιστικό και αντιπαραγωγικό το 1989, το 2015 ελήφθη απόφαση μεταρρύθμισης η οποία θα εφαρμοστεί πλήρως το 2027. Δηλαδή, 38 χρόνια μελετών, συζητήσεων, καυγάδων, κομματικών παρεμβάσεων (όταν οι εκπαιδευτικοί ήταν έξω από τη βουλή και φώναζαν) για μια επιβαλλόμενη μεταρρύθμιση. Εννιά υπουργοί Παιδείας προωθούσαν αυτή τη μεταρρύθμιση, και όταν ο δέκατος στη σειρά (Κώστας Καδής), την προώθησε στη Βουλή για να εφαρμοστεί τρία χρόνια αργότερα, τα κόμματα μετατόπισαν την πλήρη εφαρμογή του νέου συστήματος και την κατάργηση του καταλόγου, δώδεκα χρόνια αργότερα. Το 27 δεν ξέρουμε αν θα αναβληθεί εκ νέου η εφαρμογή γιατί κάτι τέτοιο άρχισε ήδη να συζητείται.
Αυτή τη φορά, ας είναι πιο αποφασισμένοι οι βουλευτές, τα κόμματα και η κυβέρνηση. Να προωθήσουν δημοκρατικά τη μεταρρύθμιση, με τις τροποποιήσεις που συμφώνησαν κι ας διαμαρτύρονται οι συντεχνίες και το ΑΚΕΛ, που χάνει το μέτρο σε αυτά τα ζητήματα. Άλλωστε, το τέλειο δεν θα μπορούσε να υπάρξει.