ΣΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ της παρακμής, όταν «η αυθάδεια λογιέται ως δικαίωμα, η αναίδεια βαφτίζεται ισοτιμία και η ασυδοσία χρίεται ελευθερία», καθώς λέει ο Ισοκράτης, στις εποχές αυτές ακριβώς «οι γελωτοποιοί και οι μίμοι πλεονάζουν, στους κύκλους των διανοουμένων», καθώς συμπληρώνει ο Κονδύλης! Η συντέλεια δε είναι πως αυτοί ακριβώς οι γελωτοποιοί (και εκείθεν και ένθεν, βεβαίως, του Αιγαίου), είτε της Αριστεράς (ανανεωτικής ή προοδευτικής ή, ακούω τώρα, και «ευρύτερης» Αριστεράς) είτε τής αντιαριστερής Δεξιάς, κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν ως πολιτική ορθότητα τον μηδενισμό, του (κοινού των πρόγονου) ιστορικού υλισμού. Ένα μηδενισμό όπου οι έννοιες του έθνους και της πατρίδας, εκτός από σεσηπυίες και παρωχημένες, διορίζονται απ’ αυτούς τους και αυτοπροσδιοριζόμενους συνώνυμα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού!
ΥΠ’ ΑΥΤΕΣ τις συνθήκες, ευνόητο είναι πως καθίσταται άκρως «ενοχλητικό» ένα γεγονός όταν τείνει να τους εξαγάγει από την ευωχία αυτού του, αριστεροδέξιου, ιστορικού υλισμού. Τέτοιο γεγονός ήταν η τότε «αυθάδης» τόλμη του Σ. Σολωμού στην Κύπρο να διαβεί το συρματόπλεγμα, για να, αναρριχόμενος στον ιστό της, υποστείλει τη σημαία των Τούρκων δολοφόνων του εξαδέλφου του. Ως μέθοδο αντίδρασής τους δε, οι τότε πλεονάζοντες «γελωτοποιοί», αμυνόμενοι, ανακήρυξαν ως περιορισμένης διανοητικής αναπτύξεως άτομο τον θυσιασθέντα εκείνο νεαρό! Ήρωα τελικά…
ΠΑΡΟΜΟΙΑ, με έναν άλλο μεγαλόπνοο, Βορειοηπειρώτη τώρα, νέο, τον Κωνσταντίνο Κατσίφα: Αντίστοιχη υπήρξε η αυτοάμυνα, του αριστεροδέξιου πάλι εθνομηδενισμού. Ό,τι χαμερπές διέσπειραν ιεροκρυφίως οι επιτήδειοι του (εκάστοτε) κυρίου Τόσκα, ως σανίδα σωτηρίας το άρπαξε ο Τάσος Τέλλογλου, το μετέφερε στη Σία Κοσιώνη, η οποία με έκδηλη την ανακούφιση το διέσπειρε από τηλεοπτικό σταθμό ανερυθρίαστα: «Ο Κατσίφας είχε διωχθεί για διακίνηση ναρκωτικών»! Και δεν πρόκειται ο γράφων να σχολιάσει το γεγονός ότι οι αναφερόμενοι ουδέποτε όχι ζήτησαν συγγνώμη για τη μνήμη εκείνου που σπίλωσαν, όταν ψευδείς αποδείχθηκαν οι σπερμολογίες του «Τόσκα», αλλά ούτε καν αναίρεσαν ό,τι συκοφαντικό διέδωσαν από αέρος…
ΚΑΙ ΚΑΛΑ! Δεν πέτεται ο Τόσκας για καλλιέργεια πνεύματος. Αλλά η κ. Κοσιώνη και ο Τ. Τέλλογλου; Κι ας υποθέσουμε, χάριν παραδείγματος, πως ήσαν αληθινές οι συκοφαντίες! Δεν μετράει τάχα, για αυτούς τους δυο, το γεγονός ότι ένας «πρώην διακινητής» είχε «ξαφνικά» το σθένος να μη σκύψει ή να γονατίσει ή να κρυφτεί, για να γλυτώσει, παρά, κάτω από τη σημαία του έθνους του όρθιος, να κοιτά κατάματα τους εκτελεστές του, μόνος, έρημος, αλλά αγέρωχος, ώσπου να δεχθεί τις δυο δολοφονικές σφαίρες τους κατάστηθα! «Σαν Πρώσος στρατιώτης» ,που έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ στους «Άθλιους». Σε τίποτε δεν μετρά λοιπόν ένα τέτοιο, έστω έσχατο, μεγαλείο;
ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΙΛΑΜΕ δε για τον Ουγκώ, δεν θα έπρεπε η Σία και ο Τάσος να θυμούνται την ιστορία φίλου του Ενζολωρά, του Γκρανταίρ, στην Παρισινή Αντίσταση του 1832; Την επαναλαμβάνει για χάρη τους ο γράφων: Τα χρόνια λοιπόν μετά τον Ναπολέοντα φαινομενικά μόνο υπήρξαν ήρεμα. Αναβρασμός υπέβοσκε πάντα στη γαλλική ψυχή. Που τελικά, και με ηγέτες τους φοιτητές, οδήγησε στη στάση του 1832. Αρχηγός των φοιτητών τότε ήταν ένας, φλογερός από πάθος για την πατρίδα, έκπαγλου κάλλους και ακτινοβολίας αριστοκράτης νέος, ο Ενζολωράς. Για τις ηγετικές αρετές του, τον αγαπούσαν, αλλά και τον θαύμαζαν, οι άλλοι φοιτητές. Ανάμεσα σ’ αυτούς, επιρρεπής εντούτοις στο ποτό μέχρι μέθης φίλος του, ήταν και ο Γκρανταίρ. Ο οποίος πάντα έλεγε πως το μόνο στο οποίο αυτός πιστεύει είναι ο Ενζολωράς! Και ό,τι του ζητήσει πρόθυμα θα το κάνει, «ακόμα και να του γυαλίσει τα παπούτσια»…
ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ διάρκεια λοιπόν της τελικής σύρραξης, στο οδόφραγμα που είχαν στήσει οι φοιτητές, μεθυσμένος ο Γκρανταίρ κοιμόταν σε μια καρέκλα με το κεφάλι γερμένο πάνω στο τραπέζι, στην πάνω αίθουσα του αρχηγείου των επαναστατών. Κι όταν η μάχη τέλειωσε, μόνος επιζών παρέμεινε, χωρίς πια πυρομαχικά, στην αίθουσα εκείνη ο Ενζολωράς, οπότε μπήκαν μέσα οι στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα και ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε να τον τουφεκίσουν επιτόπου. Όρθιος, με την πλάτη στον τοίχο ο Ενζολωράς, τους φώναξε «πυροβολήστε»! Τότε μόνο ξύπνησε από τον ύπνο ο Γκρανταίρ και, ξεμέθυστος πια, κατάλαβε αμέσως. Σηκώθηκε ορμητικά, διέσχισε με σταθερό βήμα την αίθουσα, κραυγάζοντας «ζήτω η δημοκρατία», λέγοντας δε «μου επιτρέπεις;» στάθηκε δίπλα στον ευχάριστα ξαφνιασμένο Ενζολωρά και φώναξε στους δισταχτικούς στρατιώτες «χτυπάτε τώρα και τους δυο»! Και σχολιάζει ο Ουγκώ: «Η αίγλη και το μεγαλείο ενός αγώνα, στον οποίο δεν πήρε μέρος, έλαμψαν στο βλέμμα του μεταμορφωμένου μέθυσου»…
Ο ΕΝΖΟΛΩΡΑΣ του έσφιξε χαμογελώντας του το χέρι, οπότε ξέσπασε η ομοβροντία. Διάτρητος από σφαίρες ο Ενζολωράς έμεινε καθηλωμένος στον τοίχο, με γερμένο μόνο το κεφάλι. Κατακεραυνωμένος ο Γκρανταίρ σωριάστηκε στα πόδια του Ενζολωρά! Λες και ήθελε να του γυαλίσει, όντως, τα παπούτσια…
Ο, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ακριβώς, μεταμορφωμένος σε ήρωα εκείνος μέθυσος, σας λέει ο Ουγκώ, κυρία Κοσιώνη!
*Διδάκτωρ του ΕΜΠ