Την περασμένη Τρίτη παρουσιάστηκε στη Λευκωσία το βιβλίο του δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο: 1967 – 1974 – Ο Ιωαννίδης και η παγίδα της Κύπρου, τα πετρέλαια στο Αιγαίο, ο ρόλος των Αμερικανών». Το πρωί της ίδια μέρας άκουσα τον συγγραφέα να μιλά για το βιβλίο στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ. Ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε η συνομιλία τους, που ήταν η παράθεση δύο γνωστών τάσεων στην προσέγγιση της νεότερης Ιστορίας της Κύπρου, με παρακίνησε στα επόμενα λεπτά να σταματήσω σε ένα βιβλιοπωλείο και να αγοράσω το βιβλίο, με την περιέργεια τι νέο έρχεται να κομίσει στην ιστορική έρευνα για τα γεγονότα που οδήγησαν στο πραξικόπημα και στην κυπριακή τραγωδία του 1974, μετά από άλλες έρευνες που έγιναν, όπως των Ιγνατίου και Βενιζέλου «Τα μυστικά αρχεία του Κίσιντζερ». 

Α. Παπαχελάς: Επειδή με ρωτήσατε αν έχουν μείνει κάποια απωθημένα, πραγματικά θα ήθελα να είχα πάρει μία συνέντευξη από τον Μακάριο και να τον ρωτήσω το γιατί. Το γιατί δεν άκουσε κανέναν, όταν του έλεγαν πρόσεξε, θα σε ανατρέψει ο Ιωαννίδης, θα γίνει πραξικόπημα. 

Π. Χατζηπαναγής: Τώρα με βάζετε σε έναν πειρασμό, να κάνω την τελευταία ερώτηση. Κάποιοι λένε ότι εμείς, οι μεταγενέστεροι, κρίνουμε εκ του ασφαλούς γεγονότα που συνέβησαν σε μια άλλη εποχή. Γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς συμπεριφέρονταν, ακόμα και πώς ασκούσαν πολιτική δεκαετίες πριν. Σωστό ή αφοριστικό αυτό το επιχείρημα;

Α. Παπαχελάς: Το βασικό που πρέπει να κάνει κάποιος που ασχολείται με την Ιστορία είναι να μπει στα παπούτσια των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Συμφωνώ. Είναι πολύ δύσκολο με τα σημερινά δεδομένα να το κάνεις. Και θέλει μεγάλη προσπάθεια. Από την άλλη, θεωρώ ότι σε τόπους που έχουν μια πολύ έντονη Ιστορία δεν πρέπει να υπάρχουνε ταμπού και δεν πρέπει να υπάρχουνε είδωλα. Και θεωρώ ότι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα έχει έρθει μια εποχή που πρέπει όλα, πρόσωπα και ιστορικά επεισόδια, να συζητούνται με πολύ ανοιχτό και πολύ ειλικρινή τρόπο. Είναι ο μόνος τρόπος να μάθουμε την Ιστορία μας και να πάμε μπροστά.

Όντως το βιβλίο περιέχει πλήθος από ντοκουμέντα (και μάλιστα εντυπωσιάζει με ηχητικά «QR code», όπως το ντοκουμέντο με τις φωνές απελπισίας των συνταγματαρχών στο Πολεμικό Συμβούλιο της 20ής Ιουλίου 1974). Όμως αντιλαμβάνεσαι πολύ εύκολα ότι ελάχιστη είναι η μετατόπιση που έρχεται να μας προσφέρει προς την αλήθεια για τις αιτίες των βασάνων της Κύπρου. Στην παράθεση των γεγονότων, που αρχίζουν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και καταλήγουν σε συζητήσεις Μακαρίου και Καραμανλή με τον Χένρι Κίσιντζερ, τον Οκτώβριο του 1974 και τον Μάιο του 1975 αντίστοιχα, το βιβλίο αφήνει να αιωρούνται τα μεγάλα «γιατί» και «πώς» που οδήγησαν στο πραξικόπημα και την τραγωδία της τουρκικής εισβολής, και συνδέονται κυρίως με τη δράση των Ιωαννίδη, Κίσιντζερ και Αβρακότο. Για παράδειγμα, δεν μαθαίνουμε από ποιον Αμερικάνο λάμβανε διαβεβαιώσεις ο δικτάτορας Ιωαννίδης, ότι η Τουρκία δεν θα εισέβαλλε στην Κύπρο σε περίπτωση πραξικοπήματος, παρά τις προειδοποιήσεις που του γίνονταν, ούτε ποιος του έδωσε «πράσινο φως». Ο Παπαχελάς, εξάλλου, παραδέχεται ότι σημαντικές πληροφορίες τις πήρε μαζί του στον τάφο ο Ιωαννίδης, όπως και ο Κίσιντζερ στο μέλλον, από τον οποίο ομολογεί ότι δεν κατάφερε να αποσπάσει απαντήσεις. Επίσης, ο συγγραφέας δίνει την πληροφόρηση ποιος από τους συνταγματάρχες της Χούντας αποφάσισε να αποτρέψει την τελευταία στιγμή την ελληνική αεροπορική επίθεση στην τουρκική αποβατική δύναμη στις 22 Ιουλίου, όμως, παραμένει το ερώτημα με ποιον είχε μιλήσει για να δώσει τέτοια εντολή. Στο τέλος των πιο κρίσιμων γεγονότων της εξιστόρησης μέχρι την εισβολή, ο συγγραφέας μάς αφήνει στο σκοτάδι ή σε υποθέσεις. 

Από την άλλη ρίχνει περισσότερο φως στα μετά την εισβολή γεγονότα και στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ απέτρεψαν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εδώ μεγάλη αξία έχει η παραδοχή για τη διατήρηση Ελλήνων ανώτατων αξιωματικών στο μισθολόγιο της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, με σκοπό να επηρεάζουν χουντικούς αξιωματικούς, ακόμη προς το να διστάσουν να επιχειρήσουν έναν πόλεμο κατά της Τουρκίας. Την ίδια ώρα σκιαγραφείται πολύ καλά η προσωπικότητα του Ιωαννίδη, από τις περιγραφές άλλων, Ελλήνων και ξένων. Όπως και ο γνωστός κυνισμός του Κίσιντζερ.