«Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι. / Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς τους πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια / ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο. / Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας / γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια…»

Την είδε για πρώτη φορά όταν πήγε στο σπίτι της, υποδυόμενη την ανθοπώλισσα. Ήταν Μάης, ο μήνας κατά τον οποίον η λεωφόρος και κάποιοι δρόμοι της πόλης αποκτούν χρώμα μωβ-γαλάζιο από τζακαράντες που ανθίζουν τέτοια εποχή, στρώνοντας ένα μενεξεδένιο χαλί από τα άνθη τους στα πεζοδρόμια. Μ’ ένα μπουκέτο ρόδα του Μαγιού στην αγκαλιά, κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Άνοιξε η μητέρα του κοριτσιού στην οποία είπε πως έπρεπε να παραδώσει ιδιοχείρως το μπουκέτο. Φωνάζοντάς του, κατέβηκε τη σκάλα σαν ελαφίνα. Βρέθηκε απέναντι από ένα αέρινο πλάσμα γύρω στα δεκαοκτώ, με γυμνά πόδια, μιας έκπαγλης ομορφιάς, με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Φορούσε ένα λουλουδάτο φουστάνι με τζακαράντες. Μύριζε άνοιξη, από τη μυρωδιά της πρώιμης νιότης.

Κρυμμένο πίσω από τον φράκτη με τις πικροδάφνες βρισκόταν ένα αγόρι, στο οποίο η Δέσποινα είχε κάνει το χατίρι να παραδώσει τα λουλούδια, ώστε ο φίλος της να μπορέσει να δει έστω και φευγαλέα το κορίτσι με το οποίο ήταν τρελά ερωτευμένο. Η Δάφνη, στην ηλικία της «γλαυκής θύμησης», στη Γ΄ Λυκείου, μελετούσε για τις τελικές εξετάσεις. Σε λίγους μήνες θα ξεκινούσε την ενήλικη ζωή της, με σπουδές στο εξωτερικό, όπως συνέβαινε με όλους τους νέους του νησιού αφού δεν είχαμε πανεπιστήμιο στον τόπο μας. Η Δέσποινα αντιθέτως, μια δεκαετία μεγαλύτερή της, μόλις είχε επιστρέψει μετά από τις δικές της σπουδές σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους.

Στο πρόσωπο του έφηβου κοριτσιού είδε τον εαυτό της στην ηλικία που κι εκείνη άνοιγε πανιά και όλοι οι ορίζοντες ήταν ανοιχτοί μπροστά της. Τώρα που είχε πια επιστρέψει μελετούσε για να παρακαθίσει σε εξετάσεις για το διπλωματικό σώμα. Νόμιζε αφελώς, πως θα μπορούσε έτσι να κάνει γνωστό ανά την υφήλιο το πρόβλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής της μισής της πατρίδας. Από την άλλη, ένιωθε πως με το επάγγελμα του διπλωμάτη θα της δινόταν η ευκαιρία να ζήσει πολλές ζωές, σε ξένες χώρες και σε άλλες ηπείρους, ενστερνιζόμενη τη ρήση του Wittgenstein πως με κάθε ξένη γλώσσα που μαθαίνουμε, μας δίνεται ακόμη μια επιπλέον ζωή. Μα έτυχε τότε να συναντήσει τον άντρα της ζωής της, προτιμώντας το σώμα του από το διπλωματικό και απορρίπτοντας τον πολυπόθητο διορισμό. Έγινε οικοκυρά και αργότερα μητέρα, ευτυχισμένη πλέον με τα παιδιά της, γύρω από τα οποία και τις ανάγκες τους περιστρεφόταν η ζωή της στον μικρόκοσμο του νησιού.

Μια μέρα σχολάζοντας την κορούλα της από το νηπιαγωγείο τη βρήκε με ένα άλλο κοριτσάκι καθισμένα στον ίσκιο της ελιάς να φτιάχνουν ελιόπιττα με χώμα, ελιές και πετραδάκια. Κάλεσαν το κοριτσάκι στο σπίτι τους για να παίξουν αλλά και για να φτιάξουν αληθινή ελιόπιττα. Ανοίγοντας την πόρτα, η Δέσποινα είδε στο πρόσωπο της μητέρας, το κορίτσι των δεκαοχτώ χρόνων στο οποίο είχε κάποτε προσφέρει τα τριαντάφυλλα του Μαγιού. Γύρω από μια ελιόπιττα άρχισε η φιλία τους, που κρατά ήδη, δύο δεκαετίες. Παιδικά γενέθλια και δειλινά με παιχνίδι, εκδρομές σε βυζαντινά ξωκλήσια, σε γεωργιανά μοναστήρια, ενετικά γεφύρια, ανακαλύπτοντας τους κρυμμένους θησαυρούς και τις ομορφιές του νησιού τους.

 

Πήγε για τελευταία φορά στο σπίτι της, ένα βράδυ του Φλεβάρη. Της άνοιξε την πόρτα με ένα λουλουδάτο φόρεμα, με τζακαράντες παρόμοιο με εκείνο, των δεκαοκτώ της  χρόνων. Διαπίστωσε ξανά πως κάποιοι άνθρωποι δεν γερνούν με το πέρασμα του χρόνου, όσο η φλόγα της νεότητας και η δίψα της γνώσης και της αναζήτησης δεν σβήνουν ποτέ από μέσα τους. Πρόσφερε στη φίλη της ένα μπουκέτο κρίνα της Παναγίας, τα πρώτα μιας πρώιμης άνοιξης. Η Δάφνη έμοιαζε πάντα με το έφηβο κορίτσι, με μάτια σπινθηροβόλα, που δεν είχε σταματήσει ποτέ να αναζητεί την ομορφιά μέσα από τη φύση, την τέχνη και τις απλές πολύτιμες στιγμές με λίγους φίλους, μαγειρεύοντας με όρεξη και μεράκι γι’ αυτούς. Σε άλλους χρόνους θα μαζεύονταν σπίτι της, βράδυ Τσικνοπέμπτης για λουκάνικα και παστουρμάδες που θα έψηνε ο άντρας της, μα λόγω δίσεκτων καιρών, δεν έχει γλέντι φέτος.  

«…Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας / με την καρδιά γεμάτη σκάγια / τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο — αυτόν / που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου».

Έτσι τελειώνει το ποίημα «KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL», του Γιώργου Σεφέρη που γράφτηκε στην Πραιτόρια της Νοτίου Αφρικής, το 1941, όταν εκτελούσε εκεί χρέη γραμματέως στην Ελληνική Πρεσβεία, ενώ η Ελλάδα στέναζε λαβωμένη με τσαλαπατημένους κυβερνώντες, «φασιανούς και πελεκάνους», μεταμφιεσμένους όμως με φτερά παγονιού. 

Καλές Σήκωσες!

Φωτογραφία: Θεόδωρος Παπαγιάννης, προτομή Γιώργου Σεφέρη, (Αθήνα, πλάι στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε μια τζακαράντα)

dena.toumazi@gmail.com