Οι Ευρωπαίοι, οι Αμερικανοί, τα Ηνωμένα Έθνη, μονίμως ακολουθούν μια φόρμουλα η οποία σε βάθος χρόνου αποδεικνύεται λανθασμένη και αντιπαραγωγική. Η προσέγγιση ότι μπορεί μέσω καλοπιάσματος και ανταμοιβής να εξαγοραστεί ο μπελάς ήταν πάντα λανθασμένη και έφερνε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Γιατί η χειρονομία «καλής θελήσεως» ερμηνεύεται ως «ανταμοιβή» για τις έως τώρα πράξεις, προκειμένου να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση.
Συνέπεσε την περίοδο αυτή να διαβάζω ένα πολύ παλιό βιβλίο, βιογραφία της Γκόλντα Μέιρ (Golda Meir), μια από τις πλέον ισχυρές γυναίκες όχι μόνο στην ιστορία του Ισραήλ αλλά και της υφηλίου. Σε μια περίοδο που ο Νάσερ έχοντας αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ αποφάσισε ότι δεν θα επιτρέπει τη διέλευση σε πλοία με ισραηλινή σημαία. Το Ισραήλ για να μπορεί να συνεχίσει να εμπορεύεται προϊόντα προσπαθούσε να τα περάσει από τη διώρυγα μέσω πλοίων άλλων χωρών. Ωστόσο, όταν εντοπίζονταν εμπορεύματα με προορισμό το Ισραήλ, οι αιγυπτιακές Αρχές προχωρούσαν σε κατάσχεση. Κι εκεί που όλοι περίμεναν παρέμβαση των Ηνωμένων Εθνών και άσκηση πιέσεων προς την Αίγυπτο για επιβολή της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, η Διεθνής Τράπεζα ενέκρινε αίτημα του Καΐρου για δάνειο 56 εκατομμυρίων δολαρίων για έργα στο Κανάλι. Μιλώντας στην Κνέσετ (το ισραηλινό κοινοβούλιο) η Γκόλντα Μέιρ σημείωσε πως ο Νάσερ «έχει κάθε λόγο να θεωρεί την έγκριση του δανείου ως ενθάρρυνση προς αυτό να προβεί και σε άλλες ανάλογες ενέργειες στο μέλλον».
Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποδείχθηκαν πόσο σοφά ήταν τα λόγια της Γκόλντα Μέιρ, αφού ο Νάσερ είχε πιστέψει ότι η διεθνής κοινότητα όχι μόνο ενέκρινε το δάνειο που ζήτησε αλλά παράλληλα και τις πράξεις του εναντίον του Ισραήλ. Προφανώς –χωρίς να γνωρίζω το παρασκήνιο εκείνης της εποχής– αυτό που σκέφθηκαν στη Διεθνή Τράπεζα, με οδηγίες κάποιων χωρών, ήταν πως δίνοντας τα χρήματα στον Νάσερ να κάνει έργα στη διώρυγα του Σουέζ αυτό θα τον καθιστούσε πιο διαλλακτικό και λιγότερο επιθετικό. Και προφανώς οι τότε ισχυροί παράγοντες της γης έκριναν πως θα έπρεπε να ακολουθήσουν πολιτική καλοπιάσματος έναντι του δυνατού Νάσερ, έστω κι αν ήταν σε βάρος ενός άλλου κράτους. Ενδεχομένως εκτιμούσαν πως το Ισραήλ, ως πιο αδύναμο κράτος από την Αίγυπτο και τις άλλες χώρες τριγύρω του, θα σιωπούσε.
Έχουν περάσει πέντε και πλέον δεκαετίες από τότε, όμως η νοοτροπία της διεθνούς κοινότητας δεν έχει αλλάξει ποσώς. Ακολουθείται έκτοτε η ίδια πάντα τακτική σε σειρά περιφερειακών ζητημάτων. Καλόπιασμα του ισχυρού και υποσχέσεις προς τους αδύνατους. Η Κύπρος είναι μια από εκείνες τις χώρες που βιώνουν συστηματικά αυτή την προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας. Βλέπει κι αυτή, όπως και το Ισραήλ τότε, τη διεθνή κοινότητα (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ηνωμένα Έθνη και πολλά ισχυρά κράτη) αντί να προχωρούν σε λήψη τιμωρητικών μέτρων κατά της Τουρκίας, να προβαίνουν σε ενέργειες που κάλλιστα στην Άγκυρα εκλαμβάνονται ως ανταμοιβή και έγκριση για να επανέλθουν.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η Τουρκία ξεκίνησε με απειλές, ακολούθως έστειλε ερευνητικό σκάφος, έστειλε πολεμικά πλοία και τέλος τοποθέτησε για γεωτρύπανο. Και αφού δεν υπήρχε κόστος για τις ενέργειές της στην Κυπριακή ΑΟΖ, άρχισε να κάνει τα ίδια στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Και γιατί να μην το κάνει; Αφού γνωρίζει πολύ καλά την απροθυμία που υπάρχει ιδιαίτερα εντός της ΕΕ να ληφθούν αποφάσεις που θα έχουν κόστος. Γνωρίζει επίσης εξίσου καλά ότι οι Ευρωπαίοι θα επιμετρήσουν το δικό του κόστος και θα κρίνουν πως εάν τιμωρήσουν την Τουρκία, θα έχουν και οι ίδιοι ζημιές. Και στην περίπτωση του Νάσερ, κάποιοι θα σκέφτηκαν πως εάν πάνε εναντίον του θα έχουν και οι ίδιοι προβλήματα λόγω Σουέζ. Η επισήμανση που έκανε τότε η Γκόλντα για την περίπτωση του Νάσερ είναι άκρως επίκαιρη και σήμερα.
Οι Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι, ζυγίζοντας τα πράγματα, έκριναν πως το κόστος για τους ίδιους θα μειωθεί εάν δεν τιμωρήσουν την Τουρκία ή εάν την καλοκρατούν. Αυτό όμως δεν λειτουργεί προς όφελος της Κύπρου και της Ελλάδας. Αντίθετα, αποδείχθηκε πως την ώρα που οι αποφάσεις της ΕΕ για την Τουρκία μειώνουν το κόστος για τη Γερμανία και την ομάδα της, ανεβάζουν το κόστος για την Κύπρο και την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου θα πρέπει Κύπρος και Ελλάδα να εργαστούν από κοινού –στο μέλλον, αφού τώρα το πουλί πέταξε– ώστε να πείσουν κατά τρόπο πρακτικό και ουσιαστικό τους εταίρους τους να τις στηρίξουν. Και δυστυχώς, το μόνο όπλο που έχουν στα χέρια τους είναι οι αποφάσεις που λαμβάνει η ΕΕ. Για να τις μπλοκάρουν χρειάζεται να πάρουν και το ανάλογο κόστος και να είναι έτοιμες να πληρώσουν, εάν χρειαστεί, το ανάλογο τίμημα. Μέχρι στιγμής πάντως, τέτοιες προθέσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν ούτε στην Αθήνα, ούτε και στη Λευκωσία.