Η πεντηκονταετηρίδα του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και το χρέος του σε εποχές κρίσης.
«Η συνθετότερη και λαϊκότερη μορφή τέχνης, το θέατρο, δε χάνει από τη σημασία του στις κρίσιμες ώρες ενός τόπου. Αντίθετα, κερδίζει σε προεκτάσεις και σπουδαιότητα» έγραφε στην επετειακή έκδοση για τα 10χρονα του ΘΟΚ, ο τότε διευθυντής του οργανισμού Εύης Γαβριηλίδης. Το πόσο κρίσιμες ήταν εκείνες οι ώρες, εν έτει 1981, φρονώ ότι όλοι μπορούμε να το κατανοήσουμε. Η μνήμη από τη ζοφερή εμπειρία του μαύρου καλοκαιριού του 1974 ήταν ακόμη νωπή και το άχθος των παρελκόμενων της τραγωδίας δυσχέραινε κάθε ανάσα.
Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου δεν είχε κλείσει καν τρία χρόνια λειτουργίας όταν ήρθε αντιμέτωπος με το απόλυτο δίλημμα: αναπροσαρμογή ή αφανισμός. Πάνω που είχε μόλις αρχίσει να κάνει τα πρώτα του σταθερά βήματα στον κόσμο, αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί απότομα. Κάτι ανάλογο συνέβη με όλους τότε, αρχής γενομένης από το ίδιο το ακρωτηριασμένο πια κράτος, την επίσης «ανήλικη» Κυπριακή Δημοκρατία. Εντούτοις, ο ΘΟΚ όχι μόνο έλαβε πολύ σοβαρά τον ρόλο του, όχι μόνο ανέλαβε εργολαβικά το χρέος της τόνωσης του ηθικού του λαού, αλλά κατά κάποιον τρόπο εξήλθε ατσαλωμένος και αποφασισμένος από την υψικάμινο της συμφοράς. Η αλγεινή συγκυρία τον εκτόξευσε καλλιτεχνικά. Έτσι, σε λιγότερο από δέκα χρόνια δημιουργικής πορείας είχε ήδη προλάβει να καταξιωθεί διεθνώς και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο και να επαινεθεί για την ιεραποστολική του αφοσίωση στον υπαρξιακής πλέον σημασίας συλλογικό πόθο για αυτογνωσία και έκφραση.
Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα πράγματα θα έπαιρναν αυτή την τροπή όταν μετά από προπαρασκευή κάποιων ετών, το κρατικό θέατρο ιδρυόταν, πίσω στο 1971. Ο ΘΟΚ παρουσίασε τις δύο πρώτες του παραγωγές στις 18 και 20 Νοεμβρίου 1971, αντίστοιχα, στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας και το Κινηματοθέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό: ήταν ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου και ο «Ποπολάρος» του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Διόλου τυχαία, η συγκεκριμένη τραγωδία του Αισχύλου κι ένα έργο του Ξενόπουλου –η μονόπρακτη αλληγορική κωμωδία «Ο θείος όνειρος»- ήταν οι πρώτες παραστάσεις που είχε παρουσιάσει το 1932 με την ίδρυσή του, το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Η ανάγκη να δηλώσει τον καλλιτεχνικό και εθνικό του προσανατολισμό σε μια εποχή έντονων πολιτικών αναταράξεων και ταυτοτικών αμηχανιών ήταν έκδηλη. Μερικά χρόνια αργότερα, ήταν πια αμετάκλητα υποχρεωμένος από τις καταστάσεις να υπογραμμίσει την ιθαγένειά του, χωρίς απαραίτητα να γυρίζει την πλάτη στο καλλιτεχνικό του πρότυπο.
Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η απότομη και μάλλον βίαιη διαδικασία μετάβασης στην ενηλικίωση τού κόστισε την παράλειψη των ενδιάμεσων σταδίων. Κυριότερα, προσπέρασε την περίοδο της αθωότητας και την εμπειρία μιας ομαλής μετάβασης προς ένα βαθμιαίο καλλιτεχνικό μέστωμα. Σαν να μην πρόλαβε επίσης να επεξεργαστεί σωστά αυτό που ο Λακάν αποκαλούσε «στάδιο του καθρέφτη», τη φάση εκείνη συγκρότησης όπου το νήπιο συλλαμβάνει την έννοια της υλικής του ενότητας και σκιαγραφεί το μελλοντικό του «εγώ». Πριν προλάβει ο ΘΟΚ να αντιληφθεί καλά- καλά τον εαυτό του ως ανεξάρτητη οντότητα, η τάξη κατέρρευσε. Ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, στα κατοπινά στάδια πέρασε αρκετές περιόδους εσωστρέφειας και παλιμπαιδισμού. Κι έφτασε στο μεγάλο ορόσημο φερόμενος συχνά σαν επιπόλαιος μεσήλικας, σαν τρελοπενηντάρης. Αλλά και σαν νέος της εποχής. Ωστόσο, όπως διαπίστωνε κάποτε και ο Κωστής Κολώτας, ίσως το μυστικό του, αυτό που τον κρατά ολοζώντανο, να είναι αυτή η συνεχής προσπάθεια για αναζήτηση πορείας.
Το 2021 ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ετοιμάζεται να γιορτάσει το χρυσό ιωβηλαίο του μέσα στον ζόφο μιας άλλης μεγάλης κρίσης. Στο αποκορύφωμά της, έχει μουδιάσει εντελώς την καλλιτεχνική αγορά κι έχει ουσιαστικά βάλει λουκέτο στη θεατρική παραγωγή. Εισέρχεται στο επετειακό έτος με «τσιμέντο στα πόδια» και μπροστά σε μια ακόμη μεγάλη δοκιμασία. Εκ των πραγμάτων, θα κληθεί και πάλι, μαζί με τις δικές του προκλήσεις, να προστεί σε μια εκστρατεία ανάκαμψης –σε πολιτιστικό και όχι μόνο επίπεδο. Βέβαια, θα πει κάποιος, εδώ άντεξε από τη λαίλαπα της εισβολής, θα πτοηθεί από μια… γριπούλα; Εν πάση περιπτώσει, στα δύσκολα έχει ιστορικά αποδειχτεί πολύ πιο αξιόπιστος.
Συνεπώς, παράλληλα με τη επετειακή διάθεση, την παρεπόμενη ευκαιρία για κριτική ανασκόπηση και αξιολόγηση της διαδρομής του, την υιοθέτηση νέων στόχων, καλείται να αναλάβει την ιστορική του ευθύνη και να πάρει τη θέση του στην πρώτη γραμμή του πύρινου μετώπου για την ηθική, πνευματική και κοινωνική επανόρθωση. Αυτός θα είναι ο ουσιαστικότερος και ο πιο πανηγυρικός εορτασμός.
* Αν δεν με απατά η ευπαθής μου μνήμη, η προσωπική μου γνωριμία με τον ΘΟΚ ξεκίνησε κάπου στις αρχές του 2003, παρακολουθώντας τα «Ένοχα τραγούδια» του Βασίλη Μαζωμένου, στην πάλαι ποτέ Πειραματική Σκηνή της Αγοράς Αγίου Ανδρέα. Συνεπώς, είναι κι αυτή μια σχέση που φέτος συναντά ένα καθοριστικό ορόσημο: της (ομαλής θέλω να πιστεύω) ενηλικίωσης.
Φιλελεύθερα, 3/1/2021