ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός για την έννοια του πολιτισμού˙άλλοι εκλαμβάνουν τον πολιτισμό ως μορφή κουλτούρας (σύνολο θεσμών, τρόπου ζωής, συνηθειών κι αξιών), άλλοι ταυτίζουν πολιτισμό και κουλτούρα ή αλλιώς, αντιδιαστέλλουν πολιτισμό και κουλτούρα. 
Απλουστευτικά, μπορεί να ειπωθεί ότι το σύνολο των υλικών και ηθικοπνευματικών καταστάσεων του ανθρώπου συνθέτουν την έννοια του πολιτισμού. Έτσι, συμβατικά μπορεί να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ υλικού και πνευματικού πολιτισμού. 
Ό,τι προάγει τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις τέχνες και τα γράμματα, καθώς και ό,τι συμβάλλει ουσιαστικά στην πνευματική στάθμη μιας κοινωνίας με ανθρωπιστικές κατευθύνσεις, εντάσσεται εύλογα στον πνευματικό πολιτισμό. Από την άλλη, ό,τι έχει πρακτικό κι ωφελιμιστικό χαρακτήρα, εντάσσεται αναλόγως στον υλικό πολιτισμό.
Εξερχόμενη από τη συνθήκη της πρωτοφανούς θολούρας των τελευταίων μηνών, η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη μ’ έναν κόσμο που θεώρησε ρουτίνα τον εγκλεισμό του. Οι άνθρωποι, εγκλωβισμένοι στον άτοπο λαβύρινθο της τηλεφωνίας, των διαδικτυακών καναλιών, της πραγματικότητας που χωράει σε μιαν οθόνη, γενικότερα, φαίνεται ότι διανύουν αποστάσεις πέρα από τον χρόνο… Εντούτοις, στερούνται κάτι πρωταρχικό: την αμεσότητα της επαφής τους με το πεδίο του πολιτισμού˙ την «άλλην γεύση» της ελευθερίας, την πνευματική «μάχη» που ομορφαίνει την αίσθηση της ζωής.
Πάντως, είναι κοινός τόπος ότι σε κάθε κρίση ο πολιτισμός δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα… Μεσούσης της τωρινής πανδημίας, το ανθρώπινο δυναμικό του θεάτρου, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής, της συγγραφής, του κινηματογράφου, αναγκάστηκαν να αισθανθούν «εξόριστοι». Η συνθήκη δημιούργησε μια νέα βιωμένη κατάσταση, όπου ο προσωπικός εγκλεισμός κάθε καλλιτέχνη ξεπερνάει άλλους, προγενέστερους περιορισμούς…
Μιλώντας ειδικά για τη θεατρική τέχνη, αξίζει ν’ αναφερθεί η χαρακτηρική ρήση του Γκέτε: «Όταν οι τέχνες έχουν γιορτή, τότε γίνεται θέατρο…». Πράγματι, η θεατρική πράξη, μέσα από τη στενή σχέση της με τις άλλες τέχνες, αλλά και με την ιστορία, τις παραδόσεις, την πολιτισμική συνείδηση και τη συλλογική μνήμη ενός λαού, τον επαναπροσδιορισμό και την ανάδειξη αξιακών συστημάτων, αποτελεί ένα σύνθετο καλλιτέχνημα. Ως εκ τούτου, το θέατρο αποσκοπεί στην ηθική και πνευματική καλλιέργεια του θεατή, στη μόρφωση, στην παιδεία του, εν γένει. Είναι ζωντανή, βιωματική τέχνη, μεταδίδοντας συγκλονιστικά συναισθήματα και ουσιαστικές γνώσεις, ενεργοποιώντας πνευματικά χαρίσματα, τόσο στον πομπό (θεατράνθρωπο) όσο και στον δέκτη (θεατή). 
Γενικότερα στην τέχνη, τίποτα δεν είναι ανθοστόλιστο… Άπειρες ώρες απαιτούνται ν’ αναλωθούν από τον δημιουργό για να φέρει σε πέρας το έργο του. Βαδίζει στον «δρόμο» του σύγχρονου πολιτισμού, δίχως να δηλώνει βασιλιάς. Είναι εργάτης, αντιθέτως, που αν δεν ματώσει δεν θα βγάζει από μέσα του ψυχή. (Μοιάζει, αντιστικτικά, με τη «Μυστική Παπαρούνα» του Στρατή Μυριβήλη, την οποία πρέπει να τη φροντίσει, να την προστατεύσει από τα κακώς κείμενα, να την προβάλει στο φως του ήλιου. Έπειτα στο ηλιοβασίλεμα και όταν του ζητηθεί να τη νανουρίσει, να μεριμνήσει για να δει τα πιο όμορφα όνειρα). Κάπως έτσι οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους. Κι ανάλογα, όλα ετούτα αποκτούν αντίκτυπο στην κοινωνία, άμεσα είτε έμμεσα˙ απ’ ένα «ευχαριστώ» έως ένα «σ’ αγαπώ». 
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει για ένα χάρτινο φεγγαράκι, ποιος δεν έχει χορέψει ένα άγαλμα που τον θυμήθηκε, ποιος δεν έχει νιώσει δέος εμπρός στου σπαθιού την κοφτερή γνωριμία, ποιος δεν θαύμασε το θέαμα της Παναγιάς κρατώντας τον Εσταυρωμένο; Φανταστείτε έναν κόσμο γεμάτο παιδιά χωρίς μουσική, στίχους, χορό, θεατρικά δρώμενα, ζωγραφιές, εικόνες. Φανταστείτε τα παιδιά χωρίς παιχνίδια γεμάτα φαντασία. Δεν θα ήταν ένας κόσμος μίζερος, χωρίς χαμόγελα;…
Η καλλιτεχνική δημιουργία προασπίζει κι αναβαθμίζει τη ζωή του κοινωνικού συνόλου. Μετατρέπεται σε φωνή διαμαρτυρίας, μεταβάλλεται σε μορφή αντίστασης καλώντας τους αποδέκτες της να συνειδητοποιήσουν την όποια ανάρμοστη κατάσταση, την αναγκαία αναζήτηση της δικής τους ελευθερίας. Με δυο λόγια, είναι αμυντικό κι επιθετικό όπλο, κραυγή και τρόπος αφύπνισης των ατόμων και των συνόλων.
Η Πολιτεία έχει χρέος να φροντίσει περισσότερο αυτούς τους ανθρώπους. Συμπερασματικά, σε περιόδους κρίσης, πρώτο μέλημα είναι η οικονομία. Αρκεί ετούτο; Ας προσέξουν οι εκπρόσωποί της, με την ίδια αγωνία και ζέση τους πνευματικούς ανθρώπους. Ας γίνει κατανοητό ότι χωρίς πνευματική τροφή η κοινωνία πνίγεται, αποτελείται από ζωντανούς νεκρούς… Δεν είναι υπερβολή: η ζωτική ανάγκη επιβίωσης του πολιτισμού είναι επιτακτική ανάγκη, όχι πολυτέλεια.

 *Καθηγήτρια Φιλολογίας