Η λέξη διαφθορά σύμφωνα με το λεξικό είναι η φθορά των ηθών, η εξαχρείωση, η ανηθικότητα, η χρησιμοποίηση αθέμιτων μέσων για παραβίαση των νόμων για ίδιον όφελος π.χ. δωροδοκίες, εξυπηρετήσεις, προσφορές χρημάτων ή σε είδος ή ακόμα σεξουαλικές εξυπηρετήσεις.
Με αφορμή τις δημόσιες εξυβρίσεις δημοσίων προσώπων, θα ήθελα να θέσω το ερώτημα αν έπρεπε να μας ενδιαφέρει η ιδιωτική ζωή ή η ανηθικότητα δημοσίου προσώπου. Κατ’ αρχάς θα ήθελα να δηλώσω ότι καταδικάζω τη χρήση απρεπούς λεξιλογίου. Αναμένουμε όλοι όπως οι εκπρόσωποί μας επιδεικνύουν ένα επίπεδο ευπρέπειας αλλά και ηθικής.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε σχετική ομιλία του (24/11/2008) είπε: «…το ερώτημα αν η ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων προστατεύεται ή όχι, σε αντίθεση προς τον ανώνυμο πολίτη, η ιδιωτική ζωή του οποίου είναι απαραβίαστη και γίνεται δεκτό ότι προστατεύεται από το μάτι όχι μόνον του περίεργου απλώς συμπολίτη του, αλλά και από τη γραφίδα ή την κάμερα του πολυμήχανου δημοσιογράφου. Υποστηρίζεται ότι κάθε πρόσωπο που διεκδικεί ή αναδέχεται δημόσια αξιώματα οφείλει να εκτίθεται στην κριτική. Όχι μόνον για τις δημόσιες πράξεις ή παραλείψεις του, αλλά και για κάθε πτυχή της ζωής του, πρόσφατης ή απώτερης, προσωπικής, επαγγελματικής ή άλλης.»
Ο καθηγητής επικαλείται την υπόθεση Παπαθεμελή που το ελληνικό δικαστήριο δικαίωσε τηλεοπτικό κανάλι και συνεργάτη του: «Γι’ αυτό μπορούν να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν ειδήσεις, εικόνες από την ιδιωτική ζωή και σχόλια, για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, με δριμεία κριτική ή δυσμενείς, ακόμη και σκωπτικούς ή ειρωνικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα αυτά, χωρίς αυτό να συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς τους ή παραβίαση των […] κανόνων δεοντολογίας» (ΔΠρωτΑθ 16280/1995).
Ο καθηγητής επικαλείται την υπόθεση Παπαθεμελή που το ελληνικό δικαστήριο δικαίωσε τηλεοπτικό κανάλι και συνεργάτη του: «Γι’ αυτό μπορούν να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν ειδήσεις, εικόνες από την ιδιωτική ζωή και σχόλια, για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, με δριμεία κριτική ή δυσμενείς, ακόμη και σκωπτικούς ή ειρωνικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα αυτά, χωρίς αυτό να συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς τους ή παραβίαση των […] κανόνων δεοντολογίας» (ΔΠρωτΑθ 16280/1995).
Ο Bill Clinton, ο οποίος τότε ήταν παντρεμένος με τη Χίλαρη, κινδύνευσε να χάσει την προεδρία των ΗΠΑ γιατί είπε ψέματα ότι είχε παράνομο δεσμό με τη Μόνικα. O αγαπημένος υπουργός της Margaret Thatcher, David Mellor, αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν η ηθοποιός Antonia de Sancha αποκάλυψε στις εφημερίδες ότι είχε παράνομο εξωσυζυγικό δεσμό μαζί της.
Τελευταία έγινε πολύς λόγος για το κίνημα me Too, που άρχισε όταν ηθοποιοί αποφάσισαν να μιλήσουν για τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστησαν από τον μεγαλοπαραγωγό Harvey Weinstein, που υποσχόταν ανταλλάγματα αν το «θύμα» αποδεχόταν. Αλλά, θα μπορούσε να είναι ένας προϊστάμενος ή ένα πολιτικό πρόσωπο οπότε ο λαός οφείλει να γνωρίζει.
Ο καθηγητής υπενθυμίζει μερικά άλλα χτυπητά παραδείγματα των τελευταίων ετών: «…στις ΗΠΑ θεωρήθηκε θεμιτή η αποκάλυψη παλαιού εξωσυζυγικού δεσμού υποψήφιου προέδρου η οποία τον εξαφάνισε πολιτικά, όπως και η αποκάλυψη ότι επιλεγείς για θέση ανώτατου δικαστή έπαιρνε ως φοιτητής μαριχουάνα, πληροφορία που χαντάκωσε την υποψηφιότητά του. Στη Γαλλία πάλι, η δημοσίευση φωτογραφίας της εξώγαμης κόρης του προέδρου Μιτεράν θεωρήθηκε απόλυτα φυσιολογική. Όσο για το φιλοναζιστικό παρελθόν των Γερμανών πολιτικών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, θεωρήθηκε απόλυτα θεμιτό να ερευνάται, ακόμη και όταν αφορούσε λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές εκδηλώσεις της εφηβικής, ακόμη και της παιδικής ηλικίας. Στη χώρα μας, τέλος, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, δεν γνωρίζω καμιά καταδίκη εντύπου για αποκάλυψη πτυχών της ιδιωτικής ζωής δημόσιων προσώπων, …γνωστές φωτογραφίες της κυρίας Δ. Λιάνη – Παπανδρέου…»
Τελευταία έγινε πολύς λόγος για το κίνημα me Too, που άρχισε όταν ηθοποιοί αποφάσισαν να μιλήσουν για τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστησαν από τον μεγαλοπαραγωγό Harvey Weinstein, που υποσχόταν ανταλλάγματα αν το «θύμα» αποδεχόταν. Αλλά, θα μπορούσε να είναι ένας προϊστάμενος ή ένα πολιτικό πρόσωπο οπότε ο λαός οφείλει να γνωρίζει.
Ο καθηγητής υπενθυμίζει μερικά άλλα χτυπητά παραδείγματα των τελευταίων ετών: «…στις ΗΠΑ θεωρήθηκε θεμιτή η αποκάλυψη παλαιού εξωσυζυγικού δεσμού υποψήφιου προέδρου η οποία τον εξαφάνισε πολιτικά, όπως και η αποκάλυψη ότι επιλεγείς για θέση ανώτατου δικαστή έπαιρνε ως φοιτητής μαριχουάνα, πληροφορία που χαντάκωσε την υποψηφιότητά του. Στη Γαλλία πάλι, η δημοσίευση φωτογραφίας της εξώγαμης κόρης του προέδρου Μιτεράν θεωρήθηκε απόλυτα φυσιολογική. Όσο για το φιλοναζιστικό παρελθόν των Γερμανών πολιτικών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, θεωρήθηκε απόλυτα θεμιτό να ερευνάται, ακόμη και όταν αφορούσε λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές εκδηλώσεις της εφηβικής, ακόμη και της παιδικής ηλικίας. Στη χώρα μας, τέλος, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, δεν γνωρίζω καμιά καταδίκη εντύπου για αποκάλυψη πτυχών της ιδιωτικής ζωής δημόσιων προσώπων, …γνωστές φωτογραφίες της κυρίας Δ. Λιάνη – Παπανδρέου…»
Αυστηρή προστασία της ιδιωτικής ζωής των ανωνύμων και πλήρης κατ’ αρχήν ασυλία του Τύπου και των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης όταν αυτά αναφέρονται στον βίο και την πολιτεία των δημόσιων προσώπων: Αυτός φαίνεται να είναι σήμερα ο κανόνας, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και σε όλες τις χώρες του δυτικού συνταγματικού πολιτισμού. Δηλαδή, σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες ισχύει ο χρυσός κανόνας της ελευθερίας της έκφρασης και της κριτικής, το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού και ο δημοσιογράφος που δεν μετέρχεται μόνον ορθόδοξα μέσα για να εξασφαλίσει την είδηση είναι στοιχεία της δημοκρατίας και του νομικού πια πολιτισμού μας. Για πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα, η προσβολή της ιδιωτικής ζωής εξυπηρετεί το θεμιτό δικαίωμα ενημέρωσης.
Ένα άλλο παράδειγμα που αφορά δημόσια πρόσωπα κατά τον καθηγητή: «Μια απλή κοινωνική συνάντηση του πρωθυπουργού με αμφίβολης εντιμότητας επιχειρηματία ενδέχεται να αποτελεί είδηση. Όπως και ένας ερωτικός δεσμός του, αν αυτός έχει επιπτώσεις πάνω στο πώς ασκεί τα καθήκοντά του».
Όταν γίνονται συζητήσεις και εκστομίζονται βαρετές κατηγορίες (κατ’ εξακολούθηση εναντίον συγκεκριμένου προσώπου) δεν μπορεί να βρίσκεται στο απυρόβλητο της δημοσιογραφικής αποκάλυψης αν αληθεύουν και της δημόσιας κριτικής και κατακραυγής αν όχι.