Ο Χρυσόστομος Π. Ρουσής, πρώην διευθυντής σχολείων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης, καταγράφει γλωσσικά λάθη, τα οποία θα πρέπει να προσέξουμε, ιδιαίτερα οι πολιτικοί και οι αρθρογράφοι των ΜΜΕ.
- «Προσπαθώ να επικοινωνήσω καλύτερα το έργο της νέας κυβέρνησης» (αντί του ορθού: να αναδείξω/ παρουσιάσω/ προβάλω το έργο).
N.B. (Σημειώστε): επικοινωνώ ρήμα αμετάβατο επικοινωνείς, επικοινώνησα (+με) σημαίνει: α) Έχω κάποια επαφή: επικοινωνεί συχνά τηλεφωνικά με τους γονείς του. β) Έχω πνευματική επαφή: οι γονείς επικοινωνούν με τα παιδιά τους. γ) Συνδέομαι: τα δύο δωμάτια επικοινωνούν μεταξύ τους. δ) Εκφράζω απορία για αδικαιολόγητη συμπεριφορά: «αυτός δεν επικοινωνεί» (λέει ασυναρτησίες) (Γ. Μπαμπινιώτης). - «Οι Συντεχνίες προτείνουν μέτρα που θα βασίζονται σε βασικούς άξονες που επηρεάζουν όλα τα νοικοκυριά, “όπως την μείωση κόστους” της ηλεκτρικής ενέργειας» (αντί του ορθού: όπως η μείωση)
Ν.Β. (Σημειώστε): Το επίρρημα «όπως» δηλώνει παραλληλισμό: μέτρα όπως (+ ονομ.) η μείωση του κόστους (και όχι όπως την μείωση) – σε χώρες όπως η Ελλάδα. - «Ο στρατός με τα τεθωρακισμένα θα πρέπει να επιχειρήσει στον πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό της Γάζας και “να διεξάγει” μάχες από πόρτα σε πόρτα» (αντί του ορθού: να διεξαγάγει).
Ν.Β. (Σημειώστε): Τα σύνθετα ρήματα με δεύτερο συνθετικό το -άγω (διεξάγω, εισάγω, εξάγω, προάγω) σχηματίζουν τους εξακολουθητικούς χρόνους (για κάτι που γίνεται πολλές φορές) από το θέμα αγ- του ενεστώτα: διεξάγ-ω έρευνες – πολλές φορές) και τους στιγμιαίους (για κάτι που γίνεται μία φορά) από το θέμα αγ-άγ- (να/θα διεξ-αγάγ-ω έρευνα, έχω διεξ-αγάγ-ει έρευνα – διεξάγω, αόρ. διεξήγαγα = διενεργώ, επιτελώ, πραγµατοποιώ. - «Τώρα, με το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο “η διαδικασία είναι διαφανή” και προσφέρει τη δυνατότητα σε όποιον πολίτη επιθυμεί να εκδηλώσει ενδιαφέρον» (αντί του ορθού: η διαδικασία είναι διαφαν-ής).
Ν.Β. (Σημειώστε): Τα λόγια επίθετα σε -ής, -ές (γεν. -ους) (διαφανής, διεθνής, πλήρης, τριμερής, υγιής) κλίνονται έτσι: ο/η διαφαν-ής, το διαφαν-ές – του/της διαφαν-ούς – τον/την διαφαν-ή, το διαφαν-ές – οι διαφαν-είς, τα διαφαν-ή – των διαφαν-ών – τους/τις διαφαν-είς, τα διαφαν-ή.
Λέμε και γράφουμε: Το διαφανές τζάμι/ ύφασμα – υπάρχει διαφανής διαχείριση των δηµοσίων πόρων; – Στην Κύπρο γίνονται διορισμοί με διαφανή τρόπο; – Λαμβάνονται αποφάσεις με διαφανείς διαδικασίες;
Ο/η διαφανής, το διαφανές: για κάτι που είναι καθαρό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορείς να βλέπεις διά μέσου αυτού. (Γ. Μπαμπινιώτης)
Πηγές: Παπαζαφείρη I. , Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας. Μπαμπινιώτη Γ. , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Τριανταφυλλίδη Μ., Νεοελληνική Γραμματική.