Σχετικά με το e-Justice, o Υφυπουργός Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής κ. Δαμιανού τόνισε ότι ο στόχος της μετάβασης – άλλοι θα την αποκαλούσαν οπισθοδρόμηση – στο αρχικό σύστημα i-Justice, έτσι ώστε να δοθεί επιπρόσθετος χρόνος για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του e-Justice, με στόχο να συνεχιστεί το έργο. Αυτή η επιλογή πρέπει να τύχει αξιολόγησης,αφού η παράλυση του συστήματος έχει επιφέρει απώλειες στη δικαιοσύνη, στους πολίτες και στους δικηγόρους.

Το κράτος επένδυσε €5,7 εκατομμύρια στην ανάδοχο εταιρεία για να μας παραδώσει, όπως το αποκάλεσε ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, κ. Βορκάς,ένα μεταφορικό “παλάτι της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης”. Παρόλη την κατ’ επανάληψη παραβίαση των προθεσμιών του αρχικού χρονοδιαγράμματος κατά περίπου 20 μηνών και με επιπλέον κόστος που φέρεται να ξεπέρασε τα €0,5 εκατομμύρια, κάθε άλλο από παλάτι ηλεκτρονικής δικαιοσύνης παραδόθηκε.

Η πλατφόρμα e-Justiceσαφώς δεν δημιουργήθηκε από δικηγόρους, αλλά από τεχνικούς-εμπειρογνώμονες στον τομέα της τεχνολογίας και καινοτομίας. Είναι επίσης σαφές πως δεν συμβουλευτήκαν κανένα δικηγόρο ή έστω νομικό, αφού η πλατφόρμα, σε πλήρη αντίθεση με τοi-Justice το οποίο αντικαθιστούσε, δεν είναι καθόλου εύχρηστη. Εισάγεταιένα πλέον αχρείαστο νέο σύστημαακρωνυμίων και κωδικών που δεν υφίστανται στη φυσική δικαιοσύνη, χωρίς την οποία δεν μπορούν οι δικηγόροι να βρουν τις υποθέσεις τους.

 Έπειτα,έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα λήψης μηνυμάτων σε κεντρική σελίδα για κοινή θέαση και εφαρμογή από τους δικηγόρους ενός δικηγορικού γραφείου. Η δήθεν εναλλακτική, να λαμβάνει ο εκάστοτε δικηγόρος προσωπική ηλεκτρονική αλληλογραφία είναι άκρως υποδεέστερη επειδή αποκλείει τους υπόλοιπους συνάδελφους του από του να ενημερώνονται μονομερώς στις υποθέσεις του γραφείου τους. Ακόμη και για τους συναδέλφους που δραστηριοποιούνται μόνοι τους, πάλι αυτή η επιλογή δεν είναι ικανοποιητική, καθώς χάνουν τη λειτουργία ενός ενιαίου κεντρικού αποθετηρίου της επικοινωνίας τους με το δικαστήριο.    

Έπειτα υπάρχει ουσιαστικό λάθος στον χειρισμό των μονομερών αιτήσεων από την πλατφόρμα. Πρώτο,προκειμένου να καταχωρίσει κανείς μονομερή αίτηση, που είναι εκ φύσεως επείγουσα, το ίδιο το σύστημα ενημερώνει τον αντίδικο, δηλαδή την άλλη πλευρά σε μια δικαστική διαμάχη, ότι ο δικηγόρος της άλλης πλευράς καταχώρησε μια μονομερή αίτηση, δίνοντας του έτσι την δυνατότητα να αιφνιδιάσει κατά την ακρόαση της μονομερούς αίτησης και να δημιουργήσει καθυστέρηση ή προβλήματα στην αίτηση προς δημιουργία τετελεσμένων στην υπόθεση, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται δυσμενώςη απονομή της δικαιοσύνης. 

Υπάρχει επίσης μια εντελώς ανορθόδοξη μεταχείριση στις χρεώσεις των χαρτόσημων και δικηγορόσημων, με πολλαπλές χρεώσεις που οδηγούν και σε διπλό-χρεώσεις των καταχωρήσεων πολλές φορές. Επίσης, έχει αναφερθεί από συνάδελφους ότι δικόγραφα και παραρτήματα που το ίδιο το σύστημα ζητά την ξεχωριστή καταχώρησήτους, δεν τα εμφανίζει, αλλά η χρέωση δεν επιστρέφεται, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται ο δικηγόρος που καταχωρεί πολλαπλές φορές, να χρεώνεται επίσης πολλαπλές φορές. Αυτές οι χρεώσεις, είτε θα τις πληρώνει άδικα ο ίδιος ο δικηγόρος, είτε θα μεταβιβάζονται στον πελάτη, γεγονός που έκδηλα δεν είναι ηθικά ορθό.

Πέραν των ανωτέρω προβλημάτων, εντούτοις, είναι και το ζήτημα της εκ γενετούς παράλυσης του ίδιου του συστήματος. Από την πρώτη ημέρα, οι Δικαστές δεν είχαν τη δυνατότητα να βλέπουν τις υποθέσεις τους και/ή να τις ενημερώνουν. Η επικοινωνία μεταξύ τωνδικηγόρων και των δικαστών μέσω του συστήματος ήταν ανύπαρκτη και αδύνατη, με αποτέλεσμα να χρειάζεται φυσική εμφάνιση των μερών, χωρίς όμως να υπάρχει η δυνατότηταενημέρωσης του φακέλου με τα πρακτικά της ίδιας της εμφάνισης.

Οι δικηγόροι αδυνατούσαν να εντοπίσουν τις υποθέσεις τους, να καταχωρήσουν οποιαδήποτε δικόγραφα, συμπεριλαμβανομένωνεπειγουσών αιτήσεων και/ή αγωγών. Υπήρξαν και αναφορές όπου δικηγόροι που δεν ήταν διάδικοι σε μια διαδικασία, είχαν πλήρη πρόσβαση στον φάκελο αυτής της διαδικασίας.

Η διαστρέβλωση της δικαιοσύνης που προκλήθηκε από το σύστημα είναι πρωτόγνωρη. Μέχρι σήμερα, δεν τερματίστηκε η σύμβαση και η ανάδοχος εταιρεία μπορεί να ισχυρίζεται ότι το σύστημα παραδόθηκε. Εξάλλου, η ιστοσελίδα είναι ακόμη εκεί.  Άρα, το ερώτημα που δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί είναι γιατίπροέβη το αρμόδιο Υφυπουργείο στη σύναψη συμφωνίας για ακόμη ένα σύστημα, αφού ήδη υπήρχε ένα σύστημα ηλεκτρονικής δικαιοσύνης που υπερκάλυπτε όλες τις ανάγκες. Αν αυτή η συμφωνία προϋπήρχε της δημιουργίας του προηγούμενου συστήματος, γιατί δεν τερματίστηκε η σύμβαση μετά από τόσες χαμένες προθεσμίες; Δεν υπήρξε έλεγχος; Πήρε τους αρμοδίους προεκπλήξεώς ή το γνώριζαν αλλά δεν προβήκαν σε ενέργειες; Αλλά, προ πάντων, γιατί επιμένουν και δεν τερματίζουν τη σύμβαση, ενώ γνωρίζουν την ανεπανάληπτη καταστροφή που επέφερε το σύστημα αυτό;

Οι επιχειρηματολογίες ότι το i-Justice δεν είναι συμβατό με την πλατφόρμα των ευρωπαϊκών Δικαστηρίων ή ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να προστεθούν οι άλλες δικαιοδοσίες, όπως το ποινικό Δικαστήριοή ακόμη ότι η επικοινωνία της πλατφόρμας με άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, δεν έχουν τεκμηριωθεί, συνεπώς, δεν πείθουν.

Με το έργο του e-Justice να παραμένει μετέωρο, το ερώτημα που προκύπτει είναι: η ανάδοχος εταιρεία, υπό την εποπτεία του αρμόδιου Υφυπουργείου,είναι άξια να «προσγειώσει» αυτό το έργο; Αν ναι, τότε με ποιο επιβαρυμένο κόστος χρόνου και χρημάτων;

Δικηγόρος

Λούκας και Βίας Λ. Παρπαρίνος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.