Η φοροδιαφυγή παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, έστω και μειωμένη, γιατί ο πολίτης έμαθε να απαιτεί και να αμύνεται. Υπάρχουν όμως φαινόμενα δικαιολόγησης ότι δήθεν πληρώθηκε ΦΠΑ, χωρίς την παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών και εξασφάλισης πίστωσης φόρου, ενώ στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε.

Αυτό ισοδυναμεί με απάτη και θα πρέπει να αποφεύγεται και να αποτρέπεται, γιατί είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει περιπέτειες και να δημιουργήσει υποχρέωση πληρωμής ΦΠΑ, πρόστιμο και επιβάρυνση, ενώ δεν εισπράχθηκε. Κάποιοι επιχειρηματίες οφείλουν να εφαρμόζουν τη φορολογική νομοθεσία και συγχρόνως να ελέγχουν την εφαρμογή της, αντί να αδιαφορούν ή να ανέχονται συμπράττοντες στην παρανομία. Ιδιαίτερα σε τομείς του λιανικού εμπορίου, όπου η αξία των τιμολογίων είναι μικρή, αλλά λόγω της επανάληψης τα ποσά αυξάνονται και είναι ενδεχόμενο να βρεθούν υπεύθυνοι να πληρώσουν σημαντικό ποσό ΦΠΑ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση που απασχόλησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο κατέληξε υπόθεση, κατόπιν παραπομπής από δικαστήριο της Πολωνίας. Σε κάποιο βαθμό μπορεί να συμβαίνει και στην Κύπρο και οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να παύσουν να το πράττουν ή ανέχονται για να μην συμβεί το ίδιο και σε αυτούς. Το Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση C-442/22, ημερ.30.01.2024, ερμήνευσε το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην Κύπρο στον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσο πρόσωπο που αναγράφει το ΦΠΑ σε τιμολόγιο είναι υπόχρεο για την καταβολή του. Επρόκειτο για εικονικά τιμολόγια που εκδόθηκαν από υπάλληλο που ανέγραψε σε αυτά τα στοιχεία του εργοδότη του, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου και υποδείχθηκε η υποχρέωση επιμέλειας του εργοδότη.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 203 της οδηγίας προβλέπει ότι ο ΦΠΑ οφείλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο που αναγράφει τον εν λόγω φόρο σε τιμολόγιο και το άρθρο 205 προνοεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι πρόσωπο άλλο από τον υπόχρεο του φόρου είναι αλληλεγγύως υπεύθυνο για την καταβολή του ΦΠΑ.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, κατόπιν φορολογικού ελέγχου διαπιστώθηκε ότι για συγκεκριμένη περίοδο εταιρεία υποκείμενη στον ΦΠΑ ασκούσε δραστηριότητα λιανικής πώλησης καυσίμων σε πρατήριο το οποίο διαχειριζόταν υπάλληλος της. Κατόπιν φορολογικού ελέγχου διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία είχε εκδώσει τιμολόγια στα οποία αναγραφόταν ποσό ΦΠΑ που αντιστοιχούσε σε αξία ΦΠΑ €319.254. Τα τιμολόγια δεν καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και ο αντίστοιχος ΦΠΑ δεν καταβλήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό ούτε περιλήφθηκε στις φορολογικές δηλώσεις της εταιρείας.

Τα τιμολόγια συνοδεύονταν από γνήσιες ταμιακές αποδείξεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε συναλλαγές που είχαν όντως πραγματοποιηθεί με οντότητες διαφορετικές από εκείνες που αναγράφονταν στα τιμολόγια και εκδόθηκαν από την υπάλληλο, χωρίς τη συγκατάθεση και εν αγνοία της εταιρείας, προκειμένου να επιτευχθεί δολίως επιστροφή του ΦΠΑ στις οντότητες των οποίων είχαν εκδοθεί τα τιμολόγια, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος προς αυτήν. Η φορολογική αρχή εξέδωσε απόφαση και προσδιόρισε το ποσό του ΦΠΑ που όφειλε η εταιρεία βάση των τιμολογίων, κρίνοντας ότι η εταιρεία δεν είχε επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για να αποτρέψει την έκδοση των τιμολογίων. Η εταιρεία προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την προσφυγή, αλλά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πολωνίας αιτήθηκε την ερμηνεία της ανωτέρω πρόνοιας της οδηγίας.   

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι καθήκον επιμέλειας στο πλαίσιο του άρθρου 203 της οδηγίας περί ΦΠΑ βαρύνει τον εργοδότη έναντι του υπαλλήλου του, ιδίως όταν ο υπάλληλος είναι επιφορτισμένος με την έκδοση τιμολογίων στα οποία αναγράφεται ο ΦΠΑ στο όνομα του εργοδότη του. Επομένως, ένας τέτοιος υποκείμενος στον ΦΠΑ εργοδότης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστος αν δεν επέδειξε την επιμέλεια που ευλόγως απαιτείται για να ελέγξει τις ενέργειες του υπαλλήλου του και να αποτρέψει την έκδοση εικονικών τιμολογίων με σκοπό την απάτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι δόλιες ενέργειες του υπαλλήλου μπορούν να καταλογιστούν στον εργοδότη, με αποτέλεσμα να πρέπει αυτός να θεωρηθεί ως το πρόσωπο που ανέγραψε τον ΦΠΑ στα επίμαχα τιμολόγια.

Κατέληξε ότι το άρθρο 203 έχει την έννοια ότι σε περίπτωση που υπάλληλος εξέδωσε εικονικό τιμολόγιο στο οποίο αναγράφεται ο ΦΠΑ χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του εργοδότη, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του, ο υπάλληλος πρέπει να θεωρηθεί ως το πρόσωπο που αναγράφει τον ΦΠΑ, εκτός αν ο εργοδότης δεν επέδειξε την ευλόγως απαιτούμενη επιμέλεια για τον έλεγχο των ενεργειών του υπαλλήλου του.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα