Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κύπρου ως ασκούν την αρμοδιότητα του Συμβουλίου που προβλέπεται στο Άρθρο 153.8 (1) (2) (3) του Συντάγματος, στην Αίτηση Αρ. 1/2015 που αφορά την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, το Ανώτατο προέβη σε μια ενδελεχή ανάλυση της έννοιας της ανάρμοστης συμπεριφοράς στο πλαίσιο του Συντάγματος.

Καταρχάς, το Ανώτατο επισήμανε ότι η έννοια της ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν προσδιορίζεται ρητά στο Σύνταγμα ή σε κάποιον άλλο νόμο, παρά την ιδιαίτερη σημασία της για τις προβλεπόμενες διαδικασίες απόλυσης ανώτατων αξιωματούχων όπως Δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου (άρθρο 153.7(4)), του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα (άρθρο 112.4), του Γενικού Ελεγκτή και του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή (άρθρο 115.3) και των μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (άρθρο 124.5).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την έννοια της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης, ανέτρεξε καταρχάς στην ιστορική εξέλιξη της διαδικασίας του “impeachment” (μομφής) στον Αγγλικό νομικό κόσμο. Επισήμανε ότι η εν λόγω διαδικασία αποτέλεσε αρχικά «μια εξισορροπητική κίνηση της απόλυτης παντοδυναμίας του Βασιλιά (The King can do no wrong)», εκφράζοντας την αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής των Κοινοτήτων και στοχεύοντας αρχικά «στην τιμωρία κυρίως των πολιτικών σφαλμάτων των κυβερνώντων ή άλλων ανωτάτων αξιωματούχων», για να συνδεθεί αργότερα «με την έκπτωση από το δημόσιο αξίωμα, η τελευταία όμως ουδέποτε επιβαλλόταν αυτοτελώς ή ως κύρια και αποκλειστική ποινή αλλά ως ένα αυτονόητο και εισαγωγικό, της κύριας κυρώσεως, μέτρο».

Σε αντιδιαστολή, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, «η εισαγωγή του impeachment [..] περιορίζεται, σε περίπτωση καταδίκης αξιωματούχου του κράτους, στην απομάκρυνση του αξιωματούχου εκ των καθηκόντων του κατά τρόπο που κρίνεται ότι προστατεύει κατά κύριο λόγο το δημόσιο συμφέρον και δεν αποσκοπεί στην τιμωρία του αξιωματούχου».

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι «στην περίπτωση της Κύπρου, ο Συνταγματικός νομοθέτης παρακολούθησε εύστοχα τη διαδικασία της μομφής όπως αναπτύχθηκε στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, εισάγοντας σχετική πρόνοια και εναποθέτοντας, σε αντίθεση με το σύνηθες σε άλλα πολιτεύματα όπου η εξουσία ανήκει στο Κοινοβούλιο, την αποκλειστική αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο ως ασκούν την αρμοδιότητα του Συμβουλίου (Άρθρο 153.8(1)(2) και (3))».

Υπ’ αυτό το πρίσμα και έχοντας διακρίνει τις ιδιαιτερότητες της κυπριακής συνταγματικής τάξης, το Δικαστήριο στράφηκε στις «σχετικές αυθεντίες», αντλώντας καθοδήγηση από την Αγγλική και την Κοινοπολιτειακή νομολογία (Lawrence v. The Attorney General (Grenada) [2007] UKPC 18, Chief Justice of Gibraltar referral under section 4 of the Judicial Committee Act (1833) [2009] UKPC 43, The Governor of the Cayman Islands-Madam Justice Levers (Judge of the Grand Court of the Cayman Islands) [2010] UK PC 24, Stewart v. Secretary of State for Scotland [1996] SC 271), του Καναδά (Therrien v. Minister of Justice [2001] 2 SCR 3), της Αυστραλίας (Clark v. Vanstone [2004] FCA 1105) και πολιτείας των ΗΠΑ (Inquiry Concerning Judge Bruce Voorhis No. 165 του Φεβρουαρίου 2003), προκειμένου να ερμηνεύσει τον όρο «ανάρμοστη συμπεριφορά» στο Άρθρο 153.7(4) του Κυπριακού Συντάγματος.

Υπό το φως αυτών των αυθεντιών, το Ανώτατο όρισε την ανάρμοστη συμπεριφορά ως εκείνη τη συμπεριφορά που είναι «τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο γι’ αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί».

Σημαντικές πτυχές που επισημαίνονται είναι ότι:

1) Η ανάρμοστη συμπεριφορά δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος αλλά καλύπτει τη συμπεριφορά γενικότερα.

2) Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, χωρίς να απαιτείται απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης.

3) Η κατηγοριοποίηση μιας συμπεριφοράς ως ανάρμοστης γίνεται με ιδιαίτερη περίσκεψη και φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της συνέπειας που είναι η απόλυση και την αρχή της αναλογικότητας.

4) Η συμπεριφορά πρέπει να είναι τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογεί την απόλυση καθιστώντας τον αξιωματούχο ουσιαστικά ανίκανο ή ακατάλληλο για τη θέση. Δεν αρκεί απλώς να είναι κατώτερη των περιστάσεων.

5) Η ανάρμοστη συμπεριφορά μπορεί να περιαγάγει το αξίωμα σε ανυποληψία, να διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κοινού και να υπονομεύσει τη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης και διοίκηση εν γένει.

6) Ανώτατοι αξιωματούχοι, ιδίως της Δικαιοσύνης και του Νόμου, οφείλουν να επιδεικνύουν άψογη και υποδειγματική συμπεριφορά που να διατηρεί και να ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού.

7) Η διαδικασία απόλυσης λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν αποσκοπεί στην τιμωρία αλλά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των θεσμών.

Εν κατακλείδι, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση 1/2015 προσέφερε μια αναλυτική ερμηνεία της συνταγματικής έννοιας της ανάρμοστης συμπεριφοράς, θέτοντας κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της σε υποθέσεις ανώτατων αξιωματούχων. Υπό το φως των αρχών που διατυπώθηκαν, μπορεί πλέον να αξιολογηθεί κατά πόσον μια συμπεριφορά συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά που δικαιολογεί απόλυση, προς προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Δεδομένης δε της πρόσφατης αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, η ανάλυση της απόφασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία, παρέχοντας χρήσιμο πλαίσιο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς ανώτατων αξιωματούχων.

*Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Παγκύπριας Συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ