Πρόσφατα η    Εκκλησία έδωσε ένα ατυχές, φριχτό δείγμα της λειτουργίας της με την υπόθεση της μονής Αββακούμ.

Δεν εννοούμε βεβαίως ότι αυτό εκπροσωπεί ολόκληρο το σύστημα λειτουργίας της Εκκλησίας ή όλους τους ιερείς αλλά είναι τόσο αποτρόπαιο και αηδιαστικό το περιστατικό που εγείρει σοβαρά θέματα. Στην αρχή όταν αποκαλύφθηκαν στοιχεία ποινικού δικαίου (π.χ. κλοπής, αδικήματα κατά προσώπων κλπ.) με άλλα λόγια θέματα για τα οποία έχει αρμοδιότητα αποκλειστική το κράτος, στο οποίο η  Εκκλησία και τα όργανα της υπάγονται χωρίς να υπόκεινται σε οποιαδήποτε εξαίρεση η σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος σύμφωνα με τους Νόμους της Πολιτείας ήταν να κλεισθούν η αρμόδιες κρατικές αρχές για να αναλάβουν την εξιχνίαση και την πάταξη των παρανόμων πράξεων.

Αντί τούτου οι αρμόδιοι του μοναστηριού ενεργήσαν ως εάν οι παρανομίες που συνέβησαν στο μοναστήρι ανήκαν  στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών οργάνων που διοικούσαν το χώρο του μοναστηριού και προχώρησαν σε εξετάσεις, έρευνες μέχρι και «δικαστικές» ενέργειες. Φαίνεται ότι είχαν την ψευδαίσθηση ότι οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί ανήκουν σε κράτος εν κράτει. Η πραγματικότητα είναι ότι εφόσον η Εκκλησία υπάγεται στο κράτος οφείλει να σέβεται και τους νόμους αυτού άρα στην προκειμένη περίπτωση με το παραμικρό ποινικό αδίκημα είχε υποχρέωση το μοναστήρι να καλέσει την Αστυνομία. Με τον τρόπο που ενήργησε πολύ πιθανό να κατέστρεψε ή να επηρέασε μαρτυρία σωστής κατά νόμο διερεύνησης της υπόθεσης. Με την πρώτη παρανομία θα έπρεπε να κληθεί η Αστυνομία η οποία θα ξεκινούσε καταθέσεις και αποτελεσματικές έρευνες για τις οποίες μόνο αυτή είναι αρμόδια.

Είναι δυσάρεστο γεγονός ότι στην Κύπρο, η Εκκλησία και ιερείς έχουν προνομιούχα θέση. Σε ένα όμως δημοκρατικό κράτος, κανένας δεν είναι υπεράνω των νόμων και αυτό ισχύει και για κάθε εκκλησιαστικό θεσμό. Το μεγάλο, όμως σφάλμα της Εκκλησίας είναι ότι έστειλε το μήνυμα ότι για κάθε ενέργεια της είναι υπόλογη στον εαυτό της. Από όσα όμως έχουν αποκαλυφθεί δημοσίως ο σεβασμός και το γόητρο της Εκκλησίας επλήγει ανεπανόρθωτα. Που είναι οι αρχές, τα κηρύγματα και τα διδάγματα της χριστιανικής πίστης που είχαν υποχρέωση οι αρμόδιοι ιερείς να σέβονται και να εφαρμόζουν με αυστηρότητα; Πως θα πεισθούν τώρα οι χριστιανοί της περιοχής του μοναστηριού αλλά και αλλού ότι τα λόγια των ιερέων εκφράζουν την πίστη της Εκκλησίας της Κύπρου ή πως θα πάνε να ακούσουν με σεβασμό τα κηρύγματα τους ή ακόμη να εξομολογηθούν.

Αφού οι ιερείς και ιδιαίτερα οι μοναχοί εγκληματούν, βωμολοχούν, συγκαλύπτουν εγκλήματα, προβαίνουν σε αμαρτωλές σαρκικές πράξεις, είναι επίορκοι, ματαιόδοξοι και επιδιώκουν εξουσία αντί να καταναλίσκουν το χρόνο τους στην ηθική και θρησκευτική εκπαίδευση του χριστεπώνυμου πληρώματος. Υπήρξε και έντονη εμπλοκή της Εκκλησίας στην πολιτική μέχρι το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και επηρεασμό κομμάτων. Δεν αντιτίθεμαι στην εκκλησία αλλά πιστεύω ότι το σκάνδαλο του Αββακούμ προδίδει ένα πρόσωπο εγκληματικό το οποίο υπονομεύει τη θρησκεία η οποία είχε ήδη καταπτώσεις για τις οποίες εκκρεμούν αγωγές, επιλήψιμη διαχείριση της οικονομίας τους και άλλα προβλήματα.

Εκείνο που τονίζω ως επίλογο είναι ότι ελπίζω πως το θέμα του Αββακούμ να ξυπνήσει τους ιερείς ως προς την υπακοή σου στους νόμους και το κράτος αν θέλουν να διαδραματίζουν τον πραγματικό ρόλο τους, σεβόμενοι τη νομιμότητα.