Πλαντάζει η ψυχή μου με όσα τραγικά έχουν βιώσει οι κάτοικοι των κρασοχωριών της Λεμεσού. Η καταστροφή είναι ολική και ο πόνος μεγάλος. Όμως «το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει» λέει μια κυπριακή παροιμία.
Στα διάφορα που λέγονται και γράφονται αυτές τις μέρες, ξεχωρίζει-ως σημείο αναφοράς και σύγκρισης- η μνήμη για τις μεγάλες δασικές πυρκαγιές του ’74 που σχετίζονται με την Τουρκική εισβολή. Δημοσιεύτηκε και ένας κατάλογος από τις μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές στο νησί μας τα τελευταία 100 χρόνια.
Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει πρώτη στον κατάλογο η πυρκαγιά στο δάσος της Πάφου που ξεκίνησε στις 17/7/1974 και έκαιγε ανεξέλεγκτα για μία βδομάδα.
Κατέστρεψε -σύμφωνα με τον κατάλογο- συνολικά 21.605 εκτάρια κρατικής δασικής γης από τον πλέον σημαντικό βιότοπο της Κύπρο.
Έτυχε να ζήσω αυτή την μεγάλη πυρκαγιά ως ένας 12χρονος μαθητής από την πρώτη της μέρα, ατενίζοντας τις πύρινες γλώσσες από την οροφή της ταράτσας του σπιτιού του παππού μου στον Κάτω Πύργο, μέχρι την περιπετειώδη επιστροφή μας στο χωριό την Τρίτη 23/Ιουλίου, από το δασικό σταθμό στον Σταυρό της Ψώκας μέσα από το φλεγόμενο δάσος στην καρότσα ενός ημιφορτηγού, αφού περάσαμε τρία δραματικά μερόνυχτα με τον φόβο της μαινόμενης και ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς που έκαιγε το δάσος γύρω μας.
Η δική μου προσωπική μαρτυρία της έναρξης της πυρκαγιάς αποτυπώθηκε ως η θέα από τεράστιες πύρινες γλώσσες να ξεπετάγονται από την κοιλάδα του ποταμού Φλεβά (ποταμό Πλατύ τον λέμε οι τόπακες), στην περιοχή του τουρκοκυπριακού χωριού Σελέμανι, απόγευμα της Τετάρτης 17 Ιουλίου.
Στο χωριό ακούστηκε πως η πυρκαγιά τέθηκε κακόβουλα. Θυμάμαι πολύ καλά ότι παρά τις ανώμαλες καταστάσεις που δημιούργησε το προδοτικό πραξικόπημα και στην περιοχή Τηλλυρίας, καταβλήθηκε προσπάθεια για κατάσβεσή της από το Τμήμα Δασών και τους εθελοντές των κοινοτήτων.
Με την έναρξη της Τουρκικής Εισβολής οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι μεταφερθήκαμε στον Δασικό Σταθμό Σταυρού της Ψώκας στην καρδιά του δάσους της Πάφου.
Τα νέα από το χωριό και τα μέτωπα των μαχών έρχονταν μέσα από τις φήμες και το τρανζίστορ της γιαγιάς Κατερίνας που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Μάθαμε ότι έπεσαν αλεξιπτωτιστές («μικράν δύναμιν αλεξιπτωτιστών» έλεγε το ΡΙΚ) και έγινε απόβαση σε μια τοποθεσία στην Κερύνεια και πως σκοτώθηκε ένας δικός μας από βλήμα όλμου στο μέτωπο στα Κόκκινα.
Τις νύκτες ακούγονταν μακρινές εκρήξεις. Μας έλεγαν οι μεγάλοι ότι είναι το πυροβολικό μας -τάχα- που κτυπά στα Κόκκινα.
Δεν έλειπαν οι συχνές διελεύσεις αεροπλάνων και βομβαρδισμοί -με εμπρηστικές βόμβες μας έλεγαν οι μεγάλοι. Σε μια περίπτωση αντάλλαξαν πυρά με ένα αντιαεροπορικό μας που ήταν εγκατεστημένο στην κορυφή του Τρύπηλου.
Από το μεσημέρι της Δευτέρας ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος και μια μυρωδιά καμένου ξύλου γέμισε την ατμόσφαιρα. Ήδη από αργά το βράδυ της Κυριακής όσοι είχαν ιδιωτικά αυτοκίνητα μάζευαν τα λιγοστά υπάρχοντα τους και κατευθύνονταν προς το Στατό/ Παναγιά. Η πυρκαγιά πλησίαζε απειλητικά.
Πρωί πρωί την επομένη ο πάτερ Στυλιανός -ο παππούς μου- ζήτησε από ένα χωριανό που διέθετε ημιφορτηγό να μας μεταφέρει στο χωριό. Τον θυμάμαι που έλεγε «αν είναι να πεθάνουμε γιε μου, καλύτερα στο σπίτι μας από τους Τούρκους, παρα εδώ από την φωτιά».
Ο χωμάτινος κι όλο λακκούβες δρόμος περνούσε μέσα από καμένες ή καιόμενες πλαγιές των βουνών. Συνεργεία του Τμήματος Δασών και λιγοστοί εθελοντές πάλευαν με τις φλόγες. Δεν υπήρχαν πυροσβεστικά οχήματα, ελικόπτερα ή αεροπλάνα. Μόνο αξίνες, φτυάρια και δεντροκοπτικές.
Δυο τρεις φορές καιόμενα κλαδιά έπεσαν μέσα στην καρότσα του ημιφορτηγού καθώς αυτό έτρεχε δαιμονισμένα τον κατήφορο για τον Κ. Πύργο.
Μετά από λίγες μέρες -θαρρώ ήταν γύρω στο τέλος του μήνα- βίωσα και την καταστροφή του δάσους μεταξύ Τηλλυρίας και Κάμπου της Τσακίστρας, καθώς ταξιδεύαμε με την ψυχή στο στόμα για την Λευκωσία. Κατά τόπους υπήρχαν ακόμα εστίες πυρκαγιάς και δέντρα που καίγονταν.
Η τουρκική εισβολή στην δική μου βιωματική εμπειρία έχει συνδεθεί με τις φρικτές εικόνες, την αποπνικτική οσμή και το βαθύ αίσθημα της απώλειας ενός δάσους που καίγεται.
Συνολικά κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων του 1974 έχουν καεί -σύμφωνα με το αρχείο του Τμήματος Δασών- πέραν των 26.000 εκταρίων δασικής γης κυρίως στο δάσος Πάφου και στην οροσειρά Πενταδακτύλου ενώ αναφέρεται ότι χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των αγρινών.
Επειδή μέσα στα 51 χρόνια από τότε έχω περιηγηθεί αμέτρητες φορές τα μέρη αυτά, έχω να σας διαβεβαιώσω ότι η πληγή στην φύση δεν έχει επουλωθεί. Ούτε η πληγή στην μνήμη και στην συνείδηση ενός παιδιού.