Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 (νέο ημερολόγιο, 27 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο) οι πρώτοι έφιπποι άτακτοι Τούρκοι, οι τσέτες, μπήκαν στη Σμύρνη, ακολουθούμενοι από τακτικά τουρκικά στρατεύματα. Είχε προηγηθεί η αναχώρηση των ελληνικών Αρχών της πόλης.

Στις 13 Σεπτεμβρίου μετά από βιαιοπραγίες, σφαγές αμάχων, καταστροφές και λεηλασίες, το «fior di Levante» παραδόθηκε στις φλόγες. Σπαρακτικός απολογισμός, σε αριθμούς, έως την κατάσβεση της φωτιάς, στις 17 Σεπτεμβρίου, περίπου 50.000 νεκροί, 70.000 καμένες οικίες και καταστήματα και εκατοντάδες κατεστραμμένα άλλα κτήρια (εκκλησιές, νοσοκομεία, εμπορικά καταστήματα, φιλανθρωπικά ιδρύματα, προξενεία, τράπεζες, κ.ά.).

Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν, χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι στρατεύσιμης ηλικίας σύρθηκαν σε πορείες θανάτου στην ενδοχώρα. Η πλειονότητα των υπόλοιπων επιζησάντων (περίπου 300.000) κατόρθωσαν να φτάσουν, πρόσφυγες πια, στην Ελλάδα χάρη πρωτίστως στις ενέργειες του Asa Kent Jennings, Αμερικανού Μεθοδιστή πάστορα, μέλους της Y.M.C.A. (Υοung Man’s CristianAssociation).

Συγκλονισμένος από την τραγωδία της Σμύρνης, ο ακραιφνής βασιλόφρων Βαρωσιώτης, Ζαχαρίας Γ. Σωτηρίου, έγραψε και δημοσίευσε, στην έμμετρη σατιρική εφημερίδα «ΠΥΞ ΛΑΞ», την οποίαν εξέδιδε ο ίδιος, μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα (35 στροφές, 140 στίχοι). Τίτλος του: «Σμύρνη τέφρα και σποδός! νέα ολοκαυτώματα. Χάρις εις τα Ανταντικά τίμια! κατορθώματα! – Βλέποντες τόσους διωγμούς χριστιανών και φόνους, θαρρούμεν πως βρισκόμεθα στου Νέρωνος τους χρόνους!». Κυρίαρχα συναισθήματα στο ποίημα είναι ο σπαραγμός για τη Σμύρνη, η οργή για τις δυνάμεις της Αντάντ (Entente Cordiale), ιδίως Αγγλία, Γαλλία, και Ιταλία και το μίσος προς τους αιμοβόρους, ανόσιους Τούρκους. 

Το σχέδιον των Χριστιανών της Δύσεως εν τάξει

εξετελέσθη μια χαρά χωρίς ποσώς ν’ αλλάξη!

Οι Φράγκοι χαίρουν και πηδούν, κ’ οι Ιταλοί χορεύουν

κ’ οι Άγγλοι χωρίς να μιλούν κάτι κρυφογυρεύουν! […]

Συναγερμός και χαλασμός κ’ οι τρεις το γόνυ κλίνουν

μπρός σ’ ένα Τούρκον και εχθρόν! και όλοι τον αφίνουν

ελεύθερον τους χριστιανούς να αιματοκυλίση! […]

Βαρδάτε χριστιανοί! Λαοί! Βαρδάτε να περάση

ο άγριος Αγαρηνός, βαρδάτε να μη χάση […].

Θα γδάρη θα εκδικηθή, ναι ζωντανούς θα γδάρη! […]

Ο συνεργάτης της Φραγγιάς, ο φίλος της Εταίρας!

Κι’ ως γνήσιος απόγονος γενιάς καταραμένης,

Γενιάς βαρβάρου μισαράς, γενιάς διεστραμμένης 

Λησμόνησεν εις την στιγμήν τας τόσας εγγυήσεις 

Που έδωσε προφορικώς! κ’ ήρχησεν εκδικήσεις […].

Γλέντησαν κ’ εκυλίσθησαν, κολύμβησαν στο αίμα

διαμάντια νέα όλ’ αυτά στ’ Αγαρινό των στέμμα.

Και νέας δόξης τρόπαια το έθνος των λαμπρύνουν, 

Αφού με την βοήθειαν των Χριστιανών(;) μας χύνουν

το αίμα οι αντίχριστοι και μας ποδοπατούσι […]

Αρκούνται στην Πολιτικήν! Εις την αισχράν φενάκη

αφίνοντες ομοίους των να γεύωνται φαρμάκι […].

Αυτό θα ’πη Πολιτισμός! Και Φιλελευθερία!

Περίμενε, φτωχέ τουνιά, ζωήν που τα θηρία! […]

Κ’ έτσι ανάπτουσι φωτιάν στην πόλιν πέρα-πέρα

Μιαν νύκταν που φωτίσθηκε σαν του Μαγιού ημέρα

Κ’ η Σμύρνη η πεντάμορφη χωρίς μορφή και κάλλος

Έγεινε τόπος στακτερός όσον κανένας άλλος! […].

Στο ίδιο φύλλο (10/09/1922) και σε εκείνα που ακολούθησαν υπό τον τίτλο «Λεξικόν του Πυξ Λαξ», διαβάζουμε και τα εξής: 

Συνθήκες: πατσιαβούρες

Δίκαια των Εθνοτήτων: το δόλωμα των στενοχωρηθέντων Ισχυρών προς τους δυστυχείς ηδικουμένους μικρούς.

Συμφέρον: η κυρίαρχος δύναμις.

Τουρκία: Λερναία Ύδρα.

Πρόσφυγες Μικρασιάτες: Ζωντανά παραδείγματα του χριστιανικού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Τα θύματα της υπέρ της Ελευθερίας και των Δικαίων των μικρών Εθνοτήτων αγωνισθείσης επί τέσσερα ολόκληρα έτη Αντάντ.

Ελλάς: Το προαιώνιον θύμα των ξένων αλλά και των ιδικών της. Καρφί στο μάτι των Φράγκων.

Έως το τέλος του 1922 έφτασαν στην Κύπρο περίπου 2.400 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ορισμένοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο. Τον Αύγουστο του 1974 κάποιοι, ή οι απόγονοί τους, βίωσαν ξανά τον εκτοπισμό, συνεπεία νέας προδοσίας.

Οι στίχοι του Αμμοχωστιανού (πρόσφυγος, εξ Άχνας κατακρίβειαν) ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη συγκλονίζουν: 

Δέσαν την πόλη στο καμπαναριό

Με αλυσίδες σώματα παλικαριών

Και κάτι λείψανα αγαλμάτων […]

Το μήνυμα πως είναι πατημένη 

Για πολλοστή φορά, το ’φερε Τούρκος […]

Κοιμόταν στ’ όνειρό της ακριβή και μόνη […]

Ξυπνά και βλέπει μαύρο θάνατο μπροστά της. […]

Άς τους να μετράνε για δειλούς τους Βαρωσιώτες· 

Χρυσελεφάντινα ήταν τέκνα της Αμμόχωστος […]

Και την αδειάσανε γοργά την πόλη […]

Η σκυτάλη των Τούρκων είχε φτάσει απάνω στο κεφάλι τους […].

Θα μπορούσαν να μιλάνε και για τη Σμύρνη και τους Σμυρνιούς οι στίχοι του Χαραλαμπίδη, τη Σμύρνη, όπου, ανάμεσα στα άλλα ανόσια που έπραξαν, οι Τούρκοι ανατίναξαν με δυναμίτιδα και το ύψους 30 μέτρων καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής. Για τους Σμυρνιούς, που, τι ειρωνεία, αν είχαν φύγει πριν την καταστροφή θα γλίτωναν περισσότεροι, έχοντας μαζί και μέρος του πλούτου τους, ώστε στη μάνα Ελλάδα να μην είναι οι «τουρκόσποροι». Ελλήνων πάθη, πάλι και πάλι, σε μια αποτρόπαιη σκυταλοδρομία. 

«Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του» έγραψε ο Ελύτης. Στην περίπτωση της Σμύρνης και της Αμμοχώστου, οι ομοιότητες τρομάζουν. Στη σκέψη ξανά ο Ελύτης, αδυσώπητος: «Χρειάζεται και να ντρέπονται μερικές συμπτώσεις». Δυο πόλεις, αμφότερες παρά θιν άλος, αμφότερες κοσμοπολίτισσες, αμφότερες προδομένες και λεηλατημένες. Η Σμύρνη βάσει συμφώνου, χαμένη πατρίδα, επίσημα, από το 1930. Οφείλουμε να μην υπάρξουν άλλες χαμένες πατρίδες.