Θα ξεκινήσω θέτοντας ένα τρόπον τινά μεθοδολογικό ζήτημα που αφορά στο πως «βλέπουμε» την εκλογική διαδικασία στα κατεχόμενα, αλλά και συνολικά την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως Ελληνοκύπριοι, οι οποίες, συχνά, προσεγγίζονται μέσα από δύο λανθασμένα και ακραία πρίσματα. Από τη μια, κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν ουσιαστικό λόγο στις πολιτικές τους εξελίξεις, πως αποτελούν απλώς πιόνια της Τουρκίας και, επομένως, ότι δεν έχει σημασία ποιος εκλέγεται. Αυτή η προσέγγιση αφαιρεί κάθε έννοια ενσυνείδητης και εμπρόθετης δράσης, αγνοεί τον ρόλο των πολιτικών και κοινωνικών δρώντων και οδηγεί σε μια ισοπεδωτική και παθητική ανάγνωση της τουρκοκυπριακής κοινωνίας θεωρώντας την ομοιογενή και άβουλη. Κάτι που αδυνατεί να σταθεί στη βάσανο οποιασδήποτε λογικής και εμπειρικής τεκμηρίωσης. Είναι ως να λέμε ότι όλοι οι Ελληνοκύπριοι είναι εθνικιστές και πιόνια της Ελλάδας.

Από την άλλη, υπάρχει η αντίθετη, πλήρως βολονταριστική και σχεδόν συναισθηματική θεώρηση, που προβάλει στις τουρκοκυπριακές εξελίξεις τις επιθυμίες μερίδας των Ελληνοκυπρίων, παρουσιάζοντας κάθε προοδευτικότερη ηγεσία, όπως του Έρχιουρμαν, ως αυτόματη λύση του Κυπριακού, μεταθέτοντας μονομερώς την ευθύνη για επίλυση του κυπριακού στην ελληνοκυπριακή πλευρά και αγνοώντας τις πραγματικότητες της κατοχής. Προσεγγίσεις του τύπου «ο Έρχιουρμαν πήρε το ίδιο ποσοστό που πήρε το ναι στο δημοψήφισμα του 2004 και άρα όλοι όσοι τον ψήφισαν στηρίζουν την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και πάμε για λύση», εκφράζουν ακριβώς αυτή την απλοϊκή προσέγγιση. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις είναι επιφανειακές και ανεπαρκείς. Η πραγματικότητα απαιτεί μέτρο, ανάλυση και κατανόηση τόσο των εσωτερικών δυναμικών της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και των περιορισμών που επιβάλλει η τουρκική κατοχική παρουσία.

Θα θέσω εξ’ αρχής το ζήτημα των περιορισμών της κατοχής ως πλαίσιο, όχι διότι είναι απόλυτο και αναλλοίωτο, αλλά διότι όποιος το παραγνωρίζει εθελοτυφλεί, με τον ίδιο τρόπο που εθελοτυφλεί όποιος δεν παρατηρεί τις κυοφορούμενες, αλλά και τις ήδη συντελεσθέντες αλλαγές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ή/και την ανομοιογένεια της. Η Τουρκία είχε ανέκαθεν ισχυρούς μηχανισμούς επιρροής στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δομικούς και πολιτικούς. Η δομική επιρροή αφορά στην πλήρη σχεδόν οικονομική εξάρτηση των κατεχομένων, τις εξαρτημένες σχέσεις απασχόλησης και επιχειρηματικότητας που αναπτύχθηκαν είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό πεδίο (π.χ., έλεγχος μεγάλων ομίλων ΜΜΕ από τουρκικές εταιρίες), τον πλήρη έλεγχο σε βασικά έργα υποδομής, τις άμεσες χρηματοδοτικές μεταφορές, όπως για παράδειγμα, η σταθερή, ετήσια κοινωνική βοήθεια σε βετεράνους, άτομα με αναπηρίες και οικογένειες «μαρτύρων», τα πελατειακά δίκτυα που οικοδομήθηκαν σε αυτές τις σχέσεις εξάρτησης. Πάνω απ’ όλα, βέβαια, η παρουσία δεκάδων χιλιάδων τουρκικού στρατού. Η πολιτική επιρροή εξασκείται επίσης πολλαπλώς. Ενδεικτικά, μπορούμε να καταγράψουμε την άμεση εμπλοκή της τουρκικής κυβέρνησης μέσω των κρατικών αξιωματούχων καθώς και της πρεσβείας της Τουρκίας στα κατεχόμενα, των πολιτικών κομμάτων και παραγόντων από την Τουρκία που επισκέπτονται τα κατεχόμενα και των δικτύων που οικοδομούν, τη διαμόρφωση και καλλιέργεια αφηγημάτων μέσω των ελεγχόμενων ΜΜΕ, και πολλά άλλα. Όλα αυτά, όμως, δεν προεξοφλούν ούτε ακινησία, ούτε αδράνεια, ούτε πλήρη υπακοή και μη αντίδραση.

Η διαλεκτική αυτονομίας και εξάρτησης, καθώς και η μακροχρόνια ώσμωση ακόμα και των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων με τους αυτόνομους θεσμούς εξουσίας του ψευδοκράτους καθόρισε και το πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας και συζήτησης. Μιλώντας με Τουρκοκύπριους συναδέλφους φαίνεται ότι η όλη ατζέντα κινήθηκε (ή μετακινήθηκε αν προτιμούμε σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν) περισσότερο σε μια λογική που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εξαρτημένη επιβίωση της κοινότητας» και λιγότερο σε μια ελπίδα ομοσπονδιακής λύσης. Ταυτοτικά ζητήματα και ζητήματα οικονομίας δεν αποτελούν πλέον ξεχωριστούς άξονες. Οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν υπερηφάνεια για τη διακριτή τους κοινοτική ταυτότητα που είναι ένα σημαντικό κεκτημένο, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα όμως την πραγματική τους εξάρτηση από την Άγκυρα. Αυτό το υβριδικό συναίσθημα εξηγεί γιατί ακόμη και οι ηγέτες της αντιπολίτευσης υιοθετούν πλέον προσεκτικούς, μετριοπαθείς τόνους έναντι της Τουρκίας, επιδιώκοντας μεταρρυθμίσεις εντός της σχέσης εξάρτησης και όχι ρήξη με αυτήν. Αυτό εξηγεί με τη σειρά του γιατί ο Έρχιουρμαν και το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα ήταν πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους για τη μορφή λύσης του κυπριακού.

Από την άλλη, η επιρροή της Τουρκίας παραμένει μεν καθοριστική, αλλά είναι ολοένα και πιο ορατή και αμφισβητούμενη. Οι εκλογές του 2025 δεν ήταν, επομένως, μια αναμέτρηση μεταξύ «κυριαρχίας» ή «δύο κρατών» και «ομοσπονδίας», αλλά μια δοκιμασία για το πόση πραγματική αυτονομία και πολιτική δράση μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα καθεστώς δομικής εξάρτησης. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ενδέχεται να μην αλλάξει ριζικά την πολιτική κατεύθυνση, ωστόσο θα καθορίσει το περιεχόμενο των συζητήσεων γύρω από τη νομιμοποίηση και την αυτονομία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, δηλαδή, τον χώρο δράσης που απομένει σε μια κοινότητα παγιδευμένη ανάμεσα στην ανάγκη επιβίωσης και στην επιθυμία για αξιοπρέπεια.

>Το αποτέλεσμα και οι μεταβαλλόμενες δυναμικές

Η νίκη του Τουφάν Ερχιουρμάν, ηγέτη του κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, με 62.76% ήταν καθαρή και πειστική και ενδεικτικό ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ στάσιμα ή πλήρως ελεγχόμενα. Παρότι το αξίωμα δεν αναγνωρίζεται διεθνώς -με εξαίρεση την Τουρκία- ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων αποτελεί τον εκπρόσωπο τους στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, γεγονός που καθιστά το αποτέλεσμα ιδιαίτερα κρίσιμο. Η νίκη Έρχιουρμαν, και μάλιστα με τέτοιο ποσοστό, αντικατοπτρίζει τις μεταβαλλόμενες δυναμικές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, είτε αυτές αφορούν στην ψήφο των διαφόρων κοινωνικών ομάδων περιλαμβανομένων των εποίκων, είτε τη σχέση με την Τουρκία, είτε τις αντιλήψεις περί κυπριακού, είτε τις αντιλήψεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών, ή και την απόδοση της οικονομίας.

Η εξέταση αυτών των δυναμικών καταδεικνύει ότι η ψήφος προς τον κ. Ερχιουρμάν δεν ήταν μονοσήμαντη και σίγουρα δεν αφορούσε μόνο στο κυπριακό. Το εκκρεμές είχε γύρει υπέρ του κ. Ερχιουρμάν σταδιακά αλλά σταθερά, ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων. Οι ολοένα εντονότερες προσπάθειες της Άγκυρας να επιβληθεί πολιτικά, θεσμικά, πολιτισμικά και κοινωνικά στα κατεχόμενα, το αδιέξοδο στο κυπριακό και η απουσία οποιασδήποτε προόδου, έδεναν εδώ και καιρό με τα πολλαπλά σύννεφα στην εσωτερική διακυβέρνηση με την υποβάθμιση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών, τις προκλήσεις επιβίωσης της κοινότητας, την κακή πορεία της οικονομίας και την χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Όλα αυτά συσσωρεύτηκαν εις βάρος του Ερσίν Τατάρ, του εκλεκτού της Άγκυρας, και λειτούργησαν τόσο ως ψήφος διαμαρτυρίας έναντι μιας πολύ δύσκολης πραγματικότητας που συμβολιζόταν στο πρόσωπο του Τατάρ όσο και αλλαγής, υπέρ του νικητή Ερχιουρμάν. Ήταν επίσης και ένα μήνυμα προς την Τουρκία ότι η κοινότητα δεν αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την πορεία που της επιβάλλεται, αλλά και μια αναζήτηση διεξόδων απέναντι σε ένα αδιέξοδο μέλλον.

Η συμμετοχή κινήθηκε γύρω στο 65%, όπως περίπου και στην προηγούμενη εκλογική διαδικασία μεταξύ Τατάρ και Ακκιντζί. Η ανάλυση του εκλογικού σώματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τους περίπου 218,000 που είχαν δικαίωμα ψήφου, οι 104,000 ήταν εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο της Κυπριακής Δημοκρατίας στις πρόσφατες Ευρωεκλογές του 2024. Αυτό φανερώνει ότι τουλάχιστον τόσοι είναι οι Τουρκοκύπριοι ανάμεσα στο εκλογικό σώμα, αν και αυτό δεν είναι ακριβές διότι υπάρχει και αριθμός Τουρκοκυπρίων που δεν έχει εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι σημαντικό στοιχείο, όμως, που φανερώνει την ιδιομορφία της σύνθεσης του εκλογικού σώματος και τη συνεχόμενη διάβρωση του από την δημογραφική αλλοίωση. Εκ των υπολοίπων, η μεγάλη πλειοψηφία προέρχονται κυρίως από την Τουρκία -έποικοι πρώτης, δεύτερης ή και τρίτης γενιάς- γεγονός που για δεκαετίες είχε καθοριστική επιρροή στο πολιτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, η ψήφος δεν ήταν ποτέ ομοιογενής, ούτε ανάμεσα στους έποικους κάτι που εντείνεται με την πάροδο των χρόνων. Ιδιαίτερα αυτή τη φορά, αρκετοί έποικοι δεύτερης και τρίτης γενιάς, φαίνεται να επέλεξαν σε μεγαλύτερο βαθμό κεντροαριστερά και Έρχιουρμαν. Αυτό καταδεικνύει ότι, όπως ακριβώς και στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, έτσι και στην τουρκοκυπριακή δεν υπάρχει πολιτική ομοιογένεια, αλλά ένα πλέγμα διαφοροποιημένων κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ανάλυση (από πολύ πιο ειδικούς στο πεδίο) ως προς το πόσοι Τουρκοκύπριοι και πόσοι έποικοι ψήφισαν δεδομένου ότι, όπως ορισμένοι Τουρκοκύπριοι συνάδελφοι υπεδείκνυαν προεκλογικά, όσο λιγότεροι έποικοι προσέρχονταν στη κάλπη τόσο πιο ευνοϊκό το αποτέλεσμα θα ήταν για τον Έρχιουρμαν.

Τι μπορεί να αλλάξει και τι όχι

Με φόντο τις δυναμικές αλλά και τις σταθερές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα εγείρονται και δύο μεγάλα ερωτήματα: σε ποιο βαθμό είναι αναστρέψιμα τα δεδομένα που έχει επιβάλει η Τουρκία τόσο στην τουρκοκυπριακή κοινωνία όσο και στο κυπριακό με την θεώρηση των δύο κρατών, και σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο νέος ηγέτης θέλει και μπορεί να τα αλλάξει. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως έννοια δεν αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου στην προεκλογική εκστρατεία, αλλά ούτε και στην πανηγυρική πρώτη δήλωση του νικητή των εκλογών. Έχοντας υπόψη τους ισχυρούς δομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς και παράγοντες επιρροής της Τουρκίας στα κατεχόμενα και το πλαίσιο που σκιαγραφήθηκε πιο πάνω, υπάρχουν ζητήματα στα οποία μπορούμε να αναμένουμε αλλαγές και άλλα που πιθανό να παραμείνουν αδιαφοροποίητα.

Ανάμεσα στα ζητήματα που είναι πιθανόν ότι θα αλλάξουν είναι η διαπραγματευτική στάση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με επανεμπλοκή στο πλαίσιο των παραμέτρων του ΟΗΕ και πιο αξιόπιστα μηνύματα και συμπεριφορά σε Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (οδοφράγματα, λειτουργία τεχνικών επιτροπών, κοκ). Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα αντιμετωπίσει επίσης λιγότερη καχυποψία και ενδεχομένως πιο ανοικτές πόρτες από τη διεθνή κοινότητα. Η διεθνής πρόσβαση αναμένεται να γίνει ευκολότερη και θα διευκολυνθούν οι δίαυλοι συνεργασίας με ΕΕ και ΟΗΕ.  Ταυτόχρονα και σε ότι αφορά στο εσωτερικό της κοινότητας η νέα ηγεσία αναμένεται να διατυπώσει ένα εσωτερικό αφήγημα «αξιοπρέπειας» και «δράσης» ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της εξάρτησης. Αυτή η αλλαγή αφηγήματος έχει σημασία για τη δημιουργία συμμαχιών και τη νομιμοποίηση της νέας ηγεσίας μέσα στην κοινότητα. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί επίσης το ενδεχόμενο πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών στα κατεχόμενα, εφόσον ο νέος «πρόεδρος» θελήσει να κεφαλαιοποιήσει τη δυναμική της νίκης του. Μια τέτοια εξέλιξη θα αναδιαμόρφωνε ακόμη περισσότερο το πολιτικό σκηνικό.

Αυτό που δεν αναμένεται να αλλάξει είναι η δομική εξάρτηση από την Τουρκία. Είτε αυτή αναφέρεται στην οικονομική στήριξη και τα διακρατικά πρωτόκολλα, είτε στις «κόκκινες γραμμές» της Άγκυρας στο μοντέλο λύσης (όπως για παράδειγμα οι εγγυήσεις). Τα ισχυρά εργαλεία πολιτικής ελέγχονται από την Τουρκία και αυτό δύσκολα θα μεταβληθεί. Τοποθετούμενα σε ένα πιο γεωπολιτικό επίπεδο ανάλυσης, η γραμμή των δύο κρατών, η ενεργειακή πολιτική και η θαλάσσια στρατηγική της Άγκυρας στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου θα συνεχίσουν να καθορίζουν τα όρια ελιγμών της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.

Τι σημαίνει το αποτέλεσμα για την ελληνοκυπριακή πλευρά

Το αποτέλεσμα είναι σημαντικό και για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Το πολιτικό περιβάλλον διαφοροποιείται σημαντικά. Αντί για έναν ηγέτη, όπως ο Τατάρ, που απέρριπτε ευθέως κάθε προοπτική λύσης και προωθούσε τη λογική των «δύο κρατών», «απέναντι» βρίσκεται πλέον ένας πολιτικός με πολύ καλύτερη έξωθεν καλή μαρτυρία, πρώην υποστηρικτής του σχεδίου Ανάν, με εικόνα μετριοπαθούς και διαλλακτικού. Αυτό καθιστά το σκηνικό πιο σύνθετο, αφού πιθανότατα θα αυξήσει τις πιέσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά και όχι μόνο για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο ο ίδιος θα μπορέσει να διαφοροποιηθεί πραγματικά από τις κατευθύνσεις που έχει χαράξει η Τουρκία και των περιορισμών που αυτή επιβάλλει. Ακόμη κι αν ο Έρχιουρμαν θέλει να κινηθεί προς μια κατεύθυνση που θα δίνει μεγαλύτερη αυτονομία στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί. Σε κάθε περίπτωση, η κάλπη έστειλε καθαρά μηνύματα. Κατά πρώτον, ότι η τουρκοκυπριακή κοινωνία δεν είναι παθητικός δέκτης των επιβολών της Άγκυρας. Δεύτερον, ότι αναζητά διεξόδους μέσα από τη μετριοπάθεια και την κεντροαριστερά. Και τρίτον, ότι το κυπριακό μπαίνει σε μια νέα, πιο σύνθετη φάση, με μεγαλύτερη ανάγκη για ρεαλισμό και σαφήνεια από όλους.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτική Πολιτικής, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας