Η κυπριακή οικονομία σε λιγότερο από 50 χρόνια μεταμορφώθηκε από μια παραδοσιακή, γεωργική οικονομία σε μια οικονομία βασισμένη στον τομέα των υπηρεσιών. Μέσω του φακού του «Φ», επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε τους κυριότερους σταθμούς της κυπριακής οικονομίας.
 
Εξάρτηση από τη γεωργία (1950-1959)

Η πολιτική διαχείριση της οικονομίας από τους Άγγλους είχε πρωταρχικό στόχο να εξαχθεί το μέγιστο δυνατό από τη χώρα. Σύμφωνα με τον βρετανικό κανόνα και την τελωνειακή ένωση με τη Βρετανία, η Κύπρος ως αποικία, αναμενόταν να εξάγει πρωτογενή προϊόντα με αντάλλαγμα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα από τη Βρετανία. Ως εκ τούτου, το 1960, η Κυβέρνηση της ανεξάρτητης πλέον Κυπριακής Δημοκρατίας ανέλαβε μια οικονομία με σχεδόν όλα τα συμπτώματα της υποανάπτυξης και βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες. Από την άλλη, όμως, η αποικιοκρατία κληροδότησε τις απαραίτητες αρχικές συνθήκες, δηλαδή, σχετικά συγκροτημένη υποδομή, ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, για τη μεταγενέστερη οικονομική μεγέθυνση.

Ήταν εμφανής η μεγάλη εξάρτηση από τους πρωτογενείς τομείς (γεωργία, ορυχεία και λατομεία), οι οποίοι κατά την περίοδο της ανεξαρτησίας κατείχαν μερίδιο 20,9% στο ΑΕΠ. Η συνεισφορά του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ έφτανε το 12,4% και στηριζόταν στη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων πάνω σε βιοτεχνική βάση. Έτσι η ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων ικανοποιείτο μέσω εισαγωγών. Τα έσοδα από τον τουρισμό ήταν πολύ περιορισμένα.

Ταχεία οικονομική ανάπτυξη (1960-1973)

Η περίοδος 1961-1973 χαρακτηρίζεται από ταχεία οικονομική ανάπτυξη, με τον μέσο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ να φτάνει το 7,4% ετησίως. Βασικοί κινητήριοι μοχλοί ήταν η επέκταση της μεταποίησης, του τουρισμού και της γεωργίας, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο τομέας των κατασκευών. Η εκβιομηχάνιση του νησιού δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την απαραίτητη υποδομή.

Έτσι, κατά την ίδια περίοδο, δόθηκε έμφαση στην αναβάθμιση λιμανιών, αεροδρομίου, δρόμων, τηλεπικοινωνιών, υδροδότησης, καθώς και στην επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν σημαντική άνοδο την περίοδο 1960-1973, με τα γεωργικά προϊόντα να αποτελούν την κύρια πηγή ξένου συναλλάγματος. Σημαντικές επιτυχίες παρατηρήθηκαν και στις εξαγωγές ειδών ένδυσης και υπόδησης.

Επιπρόσθετα, δόθηκε έμφαση στη δημιουργία θεσμών όπως η Κεντρική Τράπεζα για την άσκηση της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως για τη μακροχρόνια χρηματοδότηση της μεταποίησης και του τουρισμού, το Γραφείο Προγραμματισμού για την εκπόνηση Σχεδίων Ανάπτυξης και την κατανομή αναπτυξιακών πόρων και ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού.
 
Η εισβολή και οι οικονομικές συνέπειες (1974-1979)

Η αξιοθαύμαστη πορεία της κυπριακής οικονομίας τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ανεξαρτησίας της, παρά τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, ανακόπηκε με την καταστροφική τουρκική εισβολή το 1974 και τη στρατιωτική κατοχή του 36,2% των κυπριακών εδαφών. Ως επακόλουθο, περίπου 180 χιλ. Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν διά της βίας από τις περιουσίες, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των πλουτοπαραγωγικών πόρων και των κεφαλαιουχικών επενδύσεων βρέθηκε υπό κατοχή. Επιπρόσθετα, χάθηκε το μόνο σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο στη Λευκωσία, ενώ και το λιμάνι Αμμοχώστου, μέσω του οποίου διαμετακομίζονταν τα περισσότερα αγαθά της χώρας, βρέθηκε υπό κατοχή.

Η βιομηχανία επίσης πλήγηκε με την απώλεια σημαντικού μέρους των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των μεταλλείων και των λατομείων να βρίσκονται υπό στρατιωτική κατοχή. Το κατεχόμενο μέρος περιλάμβανε κι όλη σχεδόν την ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή, όπως ξενοδοχεία πολυτελείας, ενώ πολλοί από τους παγκοσμίως γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία βρίσκονται στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Η εξάρτηση από την ξένη βοήθεια και τις ξένες αποταμιεύσεις ήταν μεγάλη. Δημιουργήθηκαν τεράστια ελλείμματα στα δημόσια οικονομικά, στο εμπορικό ισοζύγιο και γενικότερα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι τεράστιες ανάγκες για επενδύσεις, καθώς και τα πιο πάνω ελλείμματα που ήταν αδύνατο να χρηματοδοτηθούν με εσωτερικούς πόρους, αύξησαν σημαντικά τις πιέσεις στα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και έθεσαν επιτακτικά την ανάγκη για εξωτερική χρηματοδότηση.

Με την εντατική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, ιδιαίτερα του εκτοπισμένου εργατικού δυναμικού και των διαθέσιμων πρώτων υλών, με την ανοικοδόμηση των υποδομών και με το άνοιγμα ενός νέου αεροδρομίου στη Λάρνακα, αλλά και με την επικέντρωση της παραγωγής στις αγορές του εξωτερικού, εντός ενός έτους από την εισβολή, το χειρότερο είχε περάσει και η οικονομική καταστροφή είχε αποφευχθεί. Οι εντυπωσιακές επιδόσεις της οικονομίας την περίοδο αυτή υποβοηθήθηκαν από μια σειρά ευνοϊκών εξωτερικών παραγόντων. Πρώτον από την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των αραβικών χωρών ένεκα των διαδοχικών αυξήσεων στην τιμή του πετρελαίου. Δεύτερον, από την καταστροφή του Λιβάνου ως κέντρο παροχής υπηρεσιών στη Μέση Ανατολή. Ως επακόλουθο, η Κύπρος άρχισε σταδιακά να παίρνει τη θέση του Λιβάνου στην παροχή υπηρεσιών, ενώ παράλληλα πολλές εταιρείες και κάτοικοι του Λιβάνου βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο.
 
Διαφοροποίηση πυλώνων ανάπτυξης (1980-1989)

Κατά τη δεκαετία του 1980 η δομή της οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να διαφοροποιείται, με τον τουρισμό να σημειώνει πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να εξελίσσεται στον κύριο προωθητικό παράγοντα της οικονομίας. Κατά τη συγκεκριμένη δεκαετία, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα, λόγω της πίεσης που ασκούσε ο τουρισμός στους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Επιπρόσθετα, δημιουργήθηκαν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειωμένη ανταγωνιστικότητα του μεταποιητικού τομέα, ως επακόλουθο της προσπάθειας που καταβλήθηκε για άμεσο περιορισμό της ανεργίας με την προώθηση των έργων εντάσεως εργασίας. Επιπλέον εντάθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις, λόγω της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης με τον πληθωρισμό να φτάνει το 13,5% το 1980.

Αναγνωρίζοντας ότι τα χρόνια της ανάπτυξης μέσω αυξημένης ζήτησης από τις αραβικές αγορές είχαν τελειώσει, η Κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να δίδει, από τις αρχές προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έμφαση στη βελτίωση της πρόσβασης στις ευρωπαϊκές αγορές και στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Το 1987, μετά από διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε η συμφωνία για την τελωνειακή ένωση της Κύπρου με την ΕΟΚ.

Το οικονομικό σκάνδαλο στο ΧΑΚ (1990-1999)

Από τη δεκαετία του 1990, η ΚΤ ενέτεινε τις προσπάθειές της για την ελευθεροποίηση και τον εκσυγχρονισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 1991 ο πόλεμος στον Κόλπο επηρέασε και την οικονομία της Κύπρου, περισσότερο μέσω των μειωμένων τουριστικών αφίξεων. Με τη λήξη του πολέμου, η κυπριακή οικονομία έδειξε σημάδια υπερθέρμανσης λόγω της έντονης ανόδου στην εγχώρια ζήτηση.

Το 1998 άρχισαν οι επίσημες διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, οι οποίες διήρκησαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002. Επίσημα η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, ενώ τέσσερα χρόνια μετά –την 1η Ιανουαρίου 2008– υιοθέτησε το ευρώ ως το επίσημο νόμισμα της.

Επίσης, κατά τη συγκεκριμένη δεκαετία, πολλοί Ρώσοι έφτασαν στη χώρα μας για φορολογικούς κυρίως λόγους.

Ωστόσο το γεγονός που χαρακτηρίζει τη δεκαετία είναι το οικονομικό σκάνδαλο στο ΧΑΚ. Η δημιουργία της αγοράς κινητών αξιών ξεκίνησε ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με τις συναλλαγές να λαμβάνουν χώρα «over the counter» χωρίς το απαραίτητο νομικό και λειτουργικό πλαίσιο. Η αγορά δεν αναπτύχθηκε μέχρι και την ίδρυση του ΧΑΚ το 1996. Το 1999 ήταν η χρονιά που ξέσπασε στην Κύπρο ο «πυρετός» του χρηματιστηρίου με εκατοντάδες Κύπριους από τη μια μέρα στην άλλη να μετατρέπονται σε επενδυτές σκορπώντας στον αέρα της φούσκας του χρηματιστηρίου όλες τους τις οικονομίες.

Οικονομική ανάπτυξη και φούσκα ακινήτων (2000-2009)

Πλέον, η Κύπρος κυριαρχείται από τον τομέα των υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι κατασκευές και ο τομέας ανάπτυξης ακινήτων.

Η κτηματαγορά πήρε τα πάνω της, σε μια περίοδο από το 2000 – 2008, οπόταν η Κύπρος προετοιμαζόταν για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα στην Ευρωζώνη, τα επιτόκια ήταν σχετικά χαμηλά ώστε να συγκλίνουν με τα ευρωπαϊκά, οι ξένοι, κυρίως οι Βρετανοί, κατέφευγαν στην Κύπρο όπως και στην Ισπανία και Πορτογαλία για επενδύσεις σε ακίνητα ή σε εξοχική κατοικία, και οι τράπεζες διαφήμιζαν διάφορα προϊόντα, αλλά κυρίως ελκυστικά στεγαστικά δάνεια. Η υποτονική χρηματιστηριακή αγορά, τα χαμηλά επιτόκια και οι χαμένες αξίες των μετοχών άνοιξαν τον δρόμο και άρχισαν να ανεβάζουν ψηλά την αγορά ακινήτων και τις τιμές τους.

Σχετικά αργά αλλά σταθερά και στη συνέχεια απότομα, ο τομέας των κατασκευών και η αγορά ακινήτων δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα, όταν η κρίση κτύπησε την πόρτα της Κύπρου και την κυπριακή οικονομία.

Η άνθηση της αγοράς ακινήτων στην Κύπρο ξεκινά κάπου μεταξύ του 2006 και αρχίζει να ξεφουσκώνει μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2010.
 
Το κούρεμα σημαδεύει τα χρόνια 2010-2019

Αδιαμφισβήτητα ένα είναι το γεγονός που χαρακτηρίζει την περίοδο 2010-2019: Το κούρεμα των καταθέσεων και το σοκ που επεβλήθη στην κυπριακή οικονομία.

Η κρίση έφτασε στην Κύπρο το 2009 με τη μορφή ελαφριάς ύφεσης που αντιμετωπίστηκε από την Κυβέρνηση Δημήτρη Χριστόφια με αυξημένες δαπάνες με σκοπό την ενίσχυση της ζήτησης στους τομείς των κατασκευών, του τουρισμού και των τραπεζών. Ταυτόχρονα, η προφανής επέκταση των κυπριακών τραπεζών από τη μία και η διασύνδεσή τους με το υπό κατάρρευση ελληνικό τραπεζικό σύστημα από την άλλη, προκάλεσαν αυξανόμενες πιέσεις στα οικονομικά του κράτους που μετριάστηκαν προσωρινά από ένα ρώσικο δάνειο με σκοπό την αναχρηματοδότηση του εθνικού χρέους. Το κράτος δεν ήταν σε θέση να σώσει τις δύο συστημικές κυπριακές τράπεζες, οι οποίες θεωρούνταν «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν», και όταν αυτό ήταν πλέον σαφές, η κυπριακή οικονομία υπέστη μια σειρά υποβαθμίσεων από τους οργανισμούς αξιολόγησης με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του κράτους από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές μέχρι τα μέσα του 2011.

Κατά τη διάρκεια του 2012 η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Κύπρου, η Λαϊκή Τράπεζα κατέφυγε στο κράτος το οποίο τη διέσωσε, αλλά όταν η Τράπεζα Κύπρου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις κεφαλαιακές της ανάγκες  –και ελλείψει άλλων μέσων χρηματοδότησης στη διάθεση της Κυβέρνησης– η Κυπριακή Δημοκρατία κατέφυγε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για βοήθεια.

Ο ESM κατέβαλε 6,3 δισ. ευρώ από το πακέτο των 10 δισ. ευρώ, που είχε εγκριθεί για τη χρηματοδότηση της Κύπρου, καθώς η χώρα δεν χρειάσθηκε τα υπόλοιπα 2,7 δισ. ευρώ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έδωσε, επίσης, δάνεια ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ στην Κύπρο.

Η διάσωση με ίδια μέσα (Bail in) που προβλεπόταν στο Μνημόνιο που συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2013 προκάλεσε τεράστια κύματα σοκ μέσω της οικονομίας και αποτέλεσε ορόσημο όχι μόνο για την εξέλιξη της κρίσης στην Κύπρο, αλλά και για τις εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ.

Η Κύπρος βγήκε από το μνημόνιο το 2016, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια απολαμβάνει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη.

Η ιστορία του Συνεργατισμού

Η ίδρυση του συνεργατικού κινήματος επήλθε ως επακόλουθο της κοινωνικής αντίδρασης στην οικονομική και κοινωνική καταπίεση και κυρίως στο φαινόμενο της τοκογλυφίας. Σ΄αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε το πρώτο εγγεγραμμένο συνεργατικό ίδρυμα το 1909 στο Λευκόνοικο.
Χρονολογία σταθμό, ωστόσο, για τον Συνεργατισμό αποτελεί το 1937, όταν τελικά ιδρύεται η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα. Τη δεκαετία του 1980 η κακοδιαχείριση στον Συνεργατισμό ήταν κοινό μυστικό. Η Ερευνητική Επιτροπή που συστάθηκε τότε απέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στον τότε ισχυρό άνδρα του Συνεργατισμού, Ανδρέα Αζίνα.

Μετά την κρίση του 2013, στο πλαίσιο του μνημονίου που συνήψε η Κυπριακή Δημοκρατία με την Τρόικα καταρτίστηκε Σχέδιο Αναδιάρθρωσης του πιστωτικού τομέα, καθώς ο Συνεργατισμός είχε λάβει κρατική στήριξη ύψους €1,7 δισ. Τον Μάρτιο του 2014 άρχισε η συρρίκνωση του πιστωτικού τομέα. Πριν από το κούρεμα των καταθέσεων, ο Συνεργατισμός είχε 93 ΣΠΙ, οι οποίες αργότερα μειώθηκαν σε 18. Τελικά το κράτος αποφάσισε την πώληση του Συνεργατισμού και από την 1η Σεπτεμβρίου του 2018 η Ελληνική Τράπεζα ανέλαβε το δίκτυο των καταστημάτων του.

Εξέλιξη σε κέντρο Υπηρεσιών και Ναυτιλίας
 
Μετά την τουρκική εισβολή, η τότε κυπριακή Κυβέρνηση αναζητούσε νέες πηγές εσόδων ξένου συναλλάγματος. Οι δύο τροποποιήσεις των νόμων περί Φορολογίας του Εισοδήματος 1975 και 1977 δημιούργησαν ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς τόσο για τις Εταιρείες Διεθνών Δραστηριοτήτων (ΕΔΔ) όσο και για το προσωπικό τους στο εξωτερικό. Μετά την τροποποίηση αυτή, που συνέπεσε με τη μεγάλη ανάπτυξη των γειτονικών μας χωρών λόγω της ραγδαίας αύξησης στην τιμή του πετρελαίου, η Κύπρος προσέλκυσε μεγάλο αριθμό εταιρειών, οι οποίες διεξήγαγαν εργασίες στις Αραβικές χώρες. Οι ΕΔΔ δίνουν σημαντική ώθηση σε επαγγελματικούς κλάδους όπως είναι οι δικηγόροι, οι λογιστές, οι εκτιμητές, οι μηχανικοί και οι σύμβουλοι επιχειρήσεων, ενώ αποτελούν σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος. Από το 2004 ο όρος ΕΔΔ αντικατέστησε τον ορισμό υπεράκτια εταιρεία (offshore company) που χρησιμοποιείτο στο παρελθόν και ο οποίος δεν υφίσταται πλέον. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ άνοιξε νέους ορίζοντες για την κυπριακή ναυτιλία και εξασφάλισε την ανταγωνιστικότητα της χώρας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Σήμερα η Κύπρος αποτελεί τον εντέκατο μεγαλύτερο στόλο παγκοσμίως και τον τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ.
 
Πηγές: Αρχείο «Φ»

Κυπριακή Οικονομία: Ανασκόπηση, προοπτικές και προκλήσεις (Κεντρική Τράπεζα, 2012)
●         Γ. Ιωάννου και Γ. Χαραλάμπους, Ο κοινωνικός και πολιτικός αντίκτυπος της κυπριακής οικονομικής κρίσης (2010-2017), Friedrich Ebert Stiftung  (http://library.fes.de/pdffiles/bueros/zypern/14902.pdf)