«… Η Κύπρος στα δεκαεννέα μου χρόνια όταν ήρθα να σπουδάσω, είχε άλλα χρώματα από την Κύπρο που ήξερα μέχρι τα δεκαοκτώ μου. Ξαφνικά ήταν σαν να μπήκα σε μια άλλη χώρα και να προσποιούμουν μια νέα εκδοχή του εαυτού μου. Ένιωσα πολύ άβολα. Έπειτα θα με ρωτήσουν οι συγκάτοικοι μου στις Εστίες “από πού είσαι;” και δεν θα ήξερα τι να τους πω. Βέβαια, εδώ είναι πανεπιστήμιο. Δεν χρειαζόταν  να τους εξηγήσω για το Ριζοκάρπασο. Όλοι ξέρουν γι’ αυτό το χωριό…».

Λόγια βγαλμένα μέσα από το βιβλίο του νεαρού Ελληνοκύπριου  εγκλωβισμένου δεύτερης και τρίτης γενιάς από το Ριζοκάρπασο, Δημήτρη Κοτσιεκκά υπό τον τίτλο «Από πού είσαι;». Ένα μωσαϊκό εμπειριών, ιστοριών και πραγματικοτήτων που αφορούν την καταγωγή, την ιστορία και την πορεία των εγκλωβισμένων μετά την τουρκική εισβολή, το οποίο αποσυνδέει την ιδανική εικόνα που έκτισε η κυπριακή κοινωνία γι’ αυτούς.

Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, το αφήγημα των ηρωικών εγκλωβισμένων, που παρέμειναν στη γη τους «για να φυλάσσουν Θερμοπύλες» απαντάται ξεκάθαρα. Η απόφαση των εγκλωβισμένων να παραμείνουν και να «ριζώσουν» στη γη τους, ήταν συνειδητή απόφαση. Η πρώτη γενιά των εγκλωβισμένων παρέμεινε συνειδητά για να κρατήσει το σπίτι, το χωράφι, τη γη της. Τους επετράπη να μείνουν, υπό ιδιάζουσες συνθήκες κι αφού πίστεψαν στην ιδέα της λευτεριάς και της επανένωσης του τόπου. Και πλήρωσαν το τίμημα τους. Ατομικά και συλλογικά. Δεν θεωρούν εαυτούς «ήρωες», άλλωστε είναι μια λέξη που εμπεριέχει άλλα, μεγαλύτερα νοήματα. Είναι καθημερινοί άνθρωποι που γνώρισαν και ζουν μια άλλη πραγματικότητα που όσοι μεγαλώσαμε και ζούμε στις ελεύθερες περιοχές του νησιού, ενδεχομένως αδυνατούμε να κατανοήσουμε. 48 χρόνια πέρασαν και η λήθη είναι περισσότερο εμφανής από ποτέ. Δεν περιμένουν χρήματα ή μνημεία, παρά μόνο την αναγνώριση.

 

Διαγράφονται τα βιώματα; 

Τον Δημήτρη τον συνάντησα προ ημερών στη Λευκωσία, όπου πλέον ζει και εργάζεται. Είναι στο μεταίχμιο, όπως μου εξηγεί. Όντας διδακτορικός φοιτητής βρίσκεται τυπικά στον κατάλογο των εγκλωβισμένων. Αν θελήσει να εγκατασταθεί οριστικά εδώ θα πρέπει να ακολουθήσει διαδικασίες… προσφυγοποίησης και να θεωρηθεί 1ης γενεάς πρόσφυγας από το κράτος. Όπως και τόσοι άλλοι που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, λες και διαγράφονται τα βιώματα του εγκλωβισμένου. 

 

 Προηγουμένως, είχα διαβάσει το βιβλίο του και μπροστά μου απλώθηκε ένας κόσμος άγνωστος. Μια άλλη Κύπρος που απείχε πολύ από τις ιστορίες και τις αναφορές που γνώριζα μέχρι τώρα για τους εγκλωβισμένους. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν από την ανάγνωση του βιβλίου ήταν πολλά. Και μέσα από την κουβέντα μας σκιαγραφήσαμε την ελληνοκυπριακή κοινότητα που ζει στο Ριζοκάρπασο, αλλά και των ανθρώπων που φέρουν την ιδιότητα του εγκλωβισμένου και σήμερα βρίσκονται μακριά από τη γη τους. Είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή.

 

 

Οι «φωνές» των εγκλωβισμένων μέσα από το βιβλίο

Ο Δημήτρης Κοτσιεκκάς παρεμβαίνει στον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου του, επιχειρώντας να αποτυπώσει μέσα από μερικές γραμμές το δικό του βίωμα ως εγκλωβισμένος. Παράλληλα, τοποθετεί το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων, αλλά και τους βασικούς όρους, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να κατανοήσει τελικά τα πώς και τα γιατί των εγκλωβισμένων. Μέσα από τον συνδυασμό της ιστορικής και της λογοτεχνικής γραφής περιγράφει την πορεία τους.

Χωρίζει τη ζωή των εγκλωβισμένων σε τρεις σημαντικές περιόδους: Από το 1974 μέχρι το 1990, τη σκληρή περίοδο της κατοχής με τους περιορισμούς των ελευθεριών, το κλείσιμο των σχολείων, το κέρφιου, την απαγόρευση εξόδου από το χωριό. Τη δεύτερη περίοδο από το 1990 μέχρι και το 2003 όπου η κατάσταση, τρόπον τινά, εξομαλύνθηκε, χωρίς ωστόσο, να διατηρούν το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης και του αποχωρισμού των παιδιών από τις οικογένειες τους προκειμένου να φοιτήσουν στο σχολείο. Η τρίτη περίοδος χρονικά τοποθετείται από το 2003 μέχρι και σήμερα, αφότου άνοιξαν τα οδοφράγματα. Είναι η περίοδος που εγκυμονεί τους περισσότερους κινδύνους, διότι μοιάζει ως να μην υπήρξαν ποτέ οι εγκλωβισμένοι, αφού πολλοί δεν τους θεωρούν ως τέτοιους με τη στενή έννοια του όρου, διότι πια μπορούν να διακινούνται από και προς την Καρπασία με τα προσωπικά τους οχήματα, άρα ανά πάσα στιγμή δικαιούνται να φύγουν. Ως να μην υπήρξαν ποτέ οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που υπέστησαν οι εγκλωβισμένοι. 

Ενδιάμεσα, δίνει χώρο και χρόνο στις φωνές των εγκλωβισμένων να μοιραστούν σε πρώτο πρόσωπο, εμπειρίες, βιώματα και μαρτυρίες. «Να τα μάθει ο κόσμος, να μην τα πάθουμε ξανά». Τοποθετεί τον αναγνώστη στη ζωή των εγκλωβισμένων, φωτίζοντας πτυχές και ζωντανεύοντας  ιστορίες μέσα από έναν ανθρωπιστικό φακό μακριά από την πολιτική πτυχή του ζητήματος. Ιστορίες που γράφτηκαν σε οδοφράγματα, σε λεωφορεία στο δρόμο από και προς το Ριζοκάρπασο, σε οικογένειες που χωρίστηκαν, σε σκοτεινούς διαδρόμους. Στα γράμματα και την επικοινωνία μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα κουτιά της ανθρωπιστικής βοήθειας που έφτανε για τους εγκλωβισμένους. Και τόσα άλλα. Ιστορίες μιας ζωής αλλιώτικης, απόκοσμης, αποκομμένης…

 

«Από πού είσαι;»

Ο Δημήτρης γεννήθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της κατεχόμενης Αμμοχώστου. Εικόνα αλλόκοτη για τη δεκαετία του ’90. Παιδί οικογένειας με επτά παιδιά, ο Δημήτρης είναι ο πέμπτος στη σειρά. Γεννήθηκε και μεγάλωσε ως εγκλωβισμένος και θεωρούσε ότι αυτό είναι το δεδομένο, το… φυσιολογικό. Να βλέπεις απέναντί σου τους Τούρκους. Να μεγαλώνεις ανάμεσά τους. Αυτή ήταν η ζωή που γνώριζε μέχρι την ενηλικίωσή του. Αν τον ρωτήσεις σήμερα στα 28 του χρόνια, έχοντας την «αποσκευή» του γεμάτη εμπειρίες, θα σου πει πως ξέρει ότι ανάμεσα στους Τούρκους που γνώρισε υπάρχουν και καλοί και κακοί άνθρωποι.

Στο βιβλίο του ο Δημήτρης στέκεται στο ερώτημα «από πού είσαι;». Ρωτήθηκε πολλές φορές. Από Ελληνοκύπριους, από Τουρκοκύπριους, από έποικους, κατά τις διελεύσεις από και προς το οδόφραγμα. Ένα ερώτημα που για να απαντηθεί, αναμφίβολα πρέπει να κάνεις έναν απολογισμό όσων είδες, άκουσες και έζησες ως εγκλωβισμένος. Ένα ερώτημα που θα έπρεπε να σκεφτεί διπλά ένας εγκλωβισμένος, ο οποίος καλείται να χρησιμοποιήσει τις σωστές λέξεις, ώστε να μη θεωρηθεί ότι προέρχεται από κάποια άλλη ομάδα του κυπριακού προβλήματος. Να εξηγήσει πως έμειναν οι εγκλωβισμένοι στις κατεχόμενες περιοχές, γιατί έμειναν, αλλά και γιατί μέχρι και σήμερα παραμένουν στη γενέθλια γη.

Τώρα βρισκόμαστε στα μισά. Ο λόγος που έμειναν στη γη τους οι εγκλωβισμένοι ήταν ίδιος και αμετάλλακτος μέχρι σήμερα. Ήταν η λύση του Κυπριακού και η επανένωση της Κύπρου. Αν το ερώτημα απαντηθεί, υπό το φόντο των συνθηκών που επικρατούν σήμερα με άλυτο το κυπριακό πρόβλημα, θα πρόκειται για ημιτελή εικόνα. Όμως, οι εγκλωβισμένοι της Καρπασίας απαισιοδοξούν αν η εικόνα αυτή θα ολοκληρωθεί ποτέ γιατί γνωρίζουν, ζώντας στα κατεχόμενα, πως όσα προβάλλονται σήμερα ως τετελεσμένα στο κυπριακό πρόβλημα δεν είναι γέννημα πρόσφατων καταστάσεων και βλέπουν σήμερα πως τα περιθώρια στενεύουν ολοένα και πιο πολύ.

Οι «εγκλωβισμένοι»

Στο βιβλίο παρατηρεί κανείς ότι η αναφορά στη λέξη «εγκλωβισμένος» είναι πάντα σε εισαγωγικά, θέλοντας ο συγγραφέας να αποδώσει τις διάφορες έννοιες που εμπεριέχει. Η λέξη αυτή, σε διάφορες γλώσσες, έχει άλλο νόημα. Αν ρωτήσεις για παράδειγμα κάποιον Άγγλο θα σου πει πως στη γλώσσα του αποτυπώνεται ως μία ομάδα ανθρώπων που βρέθηκε «στη μέση», όχι απαραίτητα με τη μιλιταριστική έννοια. Οι Ελληνοκύπριοι υπερτονίζουν τη λέξη εγκλωβισμένος, δίνοντας μια χροιά «θυματοποίησης». Οι Τούρκοι, δεν χρησιμοποιούν ποτέ τη λέξη αυτή. Αναφέρονται σε χριστιανούς που ζουν στον βορρά. Τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρονται… ουδέτερα στους εγκλωβισμένους.

«Αροθυμώ το σπίτι μου»

Δεν είναι λίγες οι οικογένειες των εγκλωβισμένων που χωρίστηκαν στη μέση τις πρώτες δεκαετίες και τα μέλη τους πήραν το δρόμο για τις ελεύθερες περιοχές για να φοιτήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Ιδιαίτερα μετά το 1990 όταν έκλεισαν τα οικοτροφεία που διέμεναν τα παιδιά των εγκλωβισμένων και το καθεστώς επέτρεπε στον έναν από τους δυο γονείς να συνοδεύσει τα παιδιά στις ελεύθερες περιοχές για το σχολείο. Κι όλα αυτά με ειδικές άδειες για περιορισμένα χρονικά διαστήματα και πάλι απ’ την αρχή. Σε κάθε ευκαιρία σχολικών διακοπών. Κάποιος όμως, πάντα έπρεπε να μένει πίσω για να φυλάξει τη δική τους «σταθερά». Το σπίτι τους. Η απόφαση για «προσωρινή» μετάβαση στις ελεύθερες περιοχές ήταν σκληρή αλλά… έτσι έπρεπε να γίνει για να φοιτήσουν στο σχολείο. 

Τέλη Αυγούστου του 1996, τα επτά παιδιά της οικογένειας Κοτσιεκκά μαζί με την μητέρα τους στον συνοικισμό της Κοφίνου. Μια αμιγώς κτηνοτροφική περιοχή με την προοπτική κάποτε να έρθει να τους βρει ο πατέρας και να δραστηριοποιηθεί εκεί. Εννέα χρόνια πέρασαν κι εκείνος δεν ήρθε ποτέ. Προτίμησε να μείνει να κρατήσει το σπίτι και τη γη τους. Φυλακισμένος, μα συνάμα ελεύθερος. Ν’ αροθυμά το σπίτι του, θυσιάζοντας πολύτιμες οικογενειακές στιγμές. Τους τσακωμούς, τα γέλια, τις φωνές, τα παιχνίδια κι ό,τι άλλο δίνει νόημα στην ιδιότητα του πατέρα. Πιστός στην ιδεολογία και ριζωμένος στον τόπο του. Να κρατηθεί το ελληνικό στοιχείο στο Ριζοκάρπασο.

 

Η πρώτη επαφή με τις ελεύθερες περιοχές

Η πρώτη επαφή για όλους με τις ελεύθερες περιοχές συνοδεύτηκε με ένα σοκ για το γεγονός ότι στο «νότιο μέρος» του νησιού υπάρχει ένας άλλος κόσμος, πολύ διαφορετικός με όσα γνώριζε μέχρι τότε. Για όλους όχι μόνο για τον Δημήτρη. Ο πατέρας του Δημήτρη πίστευε πως θα ήταν καλύτερη η διαβίωση στον συνοικισμό, κοντά σε ανθρώπους πονεμένους από την τουρκική εισβολή. Θα τους περίμεναν. Στην πορεία διαψεύστηκε διότι πολλοί θεώρησαν ότι αφού προέρχονται από τα κατεχόμενα, είναι Τούρκοι με όλα τα συνεπακόλουθα, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Και πάλι ενώπιον απαντήσεων στο ερώτημα… «από πού είσαι» τελικά; Ενδεχομένως και σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ πραγματικά να ρωτήσουν και να μάθουν. Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, δεν κακίζει τις αντιδράσεις αυτές. Ήταν άνθρωποι που πέρασαν δύσκολα και δεν μπορούσαν μέσα στον πόνο τους ν’ αντιληφθούν τους εγκλωβισμένους. Στο σχολείο πολλές φορές και ο Δημήτρης και τ’ αδέρφια του άκουσαν συμμαθητές τους να σιγοψιθυρίζουν… «τούτοι είναι εγκλωβισμένοι».

 

 Εννέα χρόνια «πήγαινε – έλα» στο Ριζοκάρπασο κανείς δεν ήταν ευτυχισμένος μ’ αυτόν τον συνεχή αποχωρισμό. Όλος ο κόσμος που έκτισε μέχρι τα 12 του χρόνια κατέρρευσε και πάλι από την αρχή. Μια ατέρμονη διαδικασία να γνωρίζεις νέους ανθρώπους, νέες συνθήκες μέχρι και σήμερα που σε κάνει να μη δένεσαι με τους ανθρώπους γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους χάσεις.

 

Η… δημοσιοϋπαλληλική αντιμετώπιση

Η πικρία των ανθρώπων που παρέμειναν εγκλωβισμένοι στη γη τους, στην Καρπασία είναι χαρακτηριστικά αποτυπωμένη στις ιστορίες τους. 48 χρόνια πέρασαν και μέχρι και σήμερα αντιμετωπίζονται και προβάλλονται με τον ίδιο τρόπο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μεμονωμένων ανθρώπων. Αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα παρά ως άνθρωποι με τις ανάγκες τους.

Ο πληθυσμός των εγκλωβισμένων φθίνει δραματικά, ενδεχομένως λόγω κακών πρακτικών που ακολούθησε το κράτος με τους αξιωματούχους του να αντλούν πολιτικά οφέλη μέσα από την πορεία και την παρουσία των εγκλωβισμένων. Τα πλείστα παιδιά 2ης και 3ης γενιάς εγκατέλειψαν το Ριζοκάρπασο αφότου σπούδασαν. Δεν ήταν φυσικό επακόλουθο; Τι θα έκαναν αν γυρνούσαν μόνιμα στο χωριό τους; Κι άλλες τόσες ιστορίες, από την κατάρτιση του καταλόγου των εγκλωβισμένων, την στήριξη των σχολείων για να σταματήσουν να παράγουν «εγκλωβισμένους» ανθρώπους που εξαρτώνται από επιδόματα, μέχρι και τη συντήρηση των σπιτιών των εγκλωβισμένων ως κομμάτι της εθνικής κληρονομιάς, που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Οι Μαρωνίτες, οι εγκλωβισμένοι και η κυβερνητική στήριξη

Πολλοί μπερδεύουν τους εγκλωβισμένους με τους Μαρωνίτες, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις του κυπριακού προβλήματος, εξηγεί ο Δημήτρης. Οι Μαρωνίτες λίγα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, σταδιακά απέκτησαν το δικαίωμα της διακίνησης από και προς τις ελεύθερες περιοχές στα χωριά τους. Κάτι που οι Ελληνοκύπριοι της Καρπασίας δεν είχαν. Εντούτοις όμως, οι Μαρωνίτες ουκ ολίγες φορές θεώρησαν εαυτούς εγκλωβισμένους και εκμεταλλεύτηκαν νομοθεσίες με το κράτος να αδυνατεί να κάνει τον διαχωρισμό.

Σε απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη, αποτυπώνεται όλη την πραγματικότητα της πορείας των εγκλωβισμένων. «Οι εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι προτίμησαν να παραμείνουν στη γη τους, “εγκλωβισμένοι” στις αρχές τους και δεν θα τους δεις ποτέ να παραπονιούνται γιατί παλεύουν καθημερινά με τη φωτιά που καίει αυτόν τον τόπο, αθέατοι από τους προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας. Δεν θα τους δείτε να ξεχύνονται στους δρόμους προβάλλοντας το δράμα τους, αφού ξέρουν πολύ καλά ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό».

Επιστροφή στο Ριζοκάρπασο για λίγο…

Δυο φορές τον μήνα ο Δημήτρης επιστρέφει στο Ριζοκάρπασο, για να δει τους γονείς του. Όπως και τα πέντε αδέρφια του που ζουν στις ελεύθερες περιοχές. Παράλληλα, φροντίζει να μαζεύει πληροφορίες για την έρευνα του διδακτορικού του που αφορά τους εγκλωβισμένους.

Δρόμος μακρύς. Ατέλειωτος. Κάπου 2,5 ώρες να πας και άλλες τόσες να γυρίσεις πίσω. «Είναι στενάχωρο», μου λέει, «διότι βλέπω φορά με τη φορά τους γονείς μου να γερνάνε περισσότερο. Κι έχουν επτά παιδιά και έντεκα εγγόνια. Μας βλέπουν περιστασιακά… όποτε βολέψει». Πια δεν θα επέστρεφε μόνιμα λόγω της δουλειάς και της ιδιότητάς του. Οι πιθανότητες για να εμφανιστούν ευκαιρίες επιχειρηματικότητας, ισονομία και ισότητα είναι κάτι περισσότερο από απομακρυσμένο σενάριο. 

Στο μέλλον, θα μιλούσε στα παιδιά του για τις εμπειρίες του ως εγκλωβισμένος. Θα ήθελε να τους μεγαλώσει με τις αρχές και τις αξίες, αλλά και τον ηθικό κώδικα που εφάρμοζαν όλα αυτά τα χρόνια οι εγκλωβισμένοι. «Σκέψου δυο φορές πριν μιλήσεις. Πριν κάνεις κάτι κοίταξε αν επιτρέπεται. Ζήτα προσεκτικά ότι δικαιούσαι. Ζήτα το όμως». Θα τους μιλούσε όπως μιλά πάντα στους ανθρώπους. Να μάθουν. Να γνωρίσουν. Να μην τα ξαναπάθουμε. Να μην επαναληφθούν λάθη προηγούμενων γενεών που θα επηρεάσουν τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους.

Σήμερα…

Οι εγκλωβισμένοι που ζουν στο Ριζοκάρπασο, κάπου 130-140 ψυχές είναι όλοι κι όλοι. Γερνούν περιμένοντας και ελπίζοντας στην επανένωση του τόπου. Αν τους ρωτήσεις έναν προς έναν γνωρίζουν καλά πως είναι ο τόπος τους γι’ αυτό και ρίζωσαν εκεί. Γνωρίζουν και οι έποικοι που συμβιώνουν μαζί τους πως δεν είναι ο τόπος τους. Τι κι αν είναι πλέον η άρχουσα τάξη στα κατεχόμενα; Η ελπίδα της επιστροφής της Καρπασίας στους ανθρώπους της δεν θα γεράσει ποτέ, τι κι αν για την κυπριακή κοινωνία φαντάζει πια κάτι ξεχασμένο…

*Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτσιεκκά «Από πού είσαι;» διανύει την τρίτη έκδοση. Τα καθαρά έσοδα από την πώληση του βιβλίου διατείθενται σε ιδρύματα που εξυπηρετούν κοινωφελείς σκοπούς. Σήμερα, με άδεια του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των βιβλίων σχολικών βιβλιοθηκών.