Ο Γιάννης Πρετεντέρης είναι εδώ και χρόνια (παλιότερα στο Συγκρότημα Λαμπράκη, και εν συνεχεία στην ‘Αλτερ Εγκο του Βαγγέλη Μαρινάκη) από τις σημαίες του Βήματος και των Νέων. Τα άρθρα του είναι μικρές ριπές, και διαβάζονται απ’ όλους, αναγνώστες, λαθραναγνώστες (έχω δει στα περίπτερα όπου ακόμα κρεμάνε τις εφημερίδες, κόσμο να στέκεται στην πίσω όψη και να τον διαβάζει), και οπωσδήποτε decision makers, δηλαδή ανθρώπους που παίρνουν καίριες αποφάσεις, στην πολιτική, στην επιχειρηματικότητα, στη διπλωματία, στις αγορές, στη νομοθετική εξουσία, κ.λπ.

Αυτό είναι, άλλωστε, ένα μέρος του ισχυρού προφίλ και της ιστορικής εφημερίδας «Το Βήμα», που τώρα έχει συμπυκνωθεί στην κυριακάτική του έκδοση, και με τον οποίο ο «Φιλελεύθερος» συγγενεύει πλέον και επιχειρηματικά.

Βρεθήκαμε με τον Γιάννη Πρετεντέρη, για να μιλήσουμε για αυτήν τη συνεργασία. Ως δημοσιογράφοι «παλαιάς κοπής», επικεντρωθήκαμε κατ’ αρχάς στο ερώτημα, όχι αν η εφημερίδα πουλάει, αλλά αν πουλάει το χαρτί;

«Τι μπορεί να προσφέρει μια εφημερίδα με παράδοση (γραπτός Τύπος), που απασχολεί έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, που δεν μπορούν να προσφέρουν τα περισσότερα ντίντζιταλ μίντια που λειτουργούν, κυρίως, με γνώμονα την ταχύτητα;», τον ρώτησα.

Η απάντησή του ήταν πιο σύντομη, και πιο γεμάτη από την ερώτησή μου!

«Η καλή εφημερίδα είναι ένα καλό εστιατόριο. Τα ψηφιακά μέσα είναι το fast-food. Και τα δύο είναι χρήσιμα στο είδος τους. Αυτό που σίγουρα δεν είναι χρήσιμο είναι μια κακή εφημερίδα.»

Η στήλη του «Εμπιστευτικά», στην τελευταία σελίδα των Νέων, που ανήκει στον ίδιο Όμιλο με το Βήμα. Τις Κυριακές, μετακομίζει στη σελίδα Α44 της έκδοσης του Βήματος (που πλέον θα παίρνουμε μαζί με τον κυριακάτικο Φιλελεύθερο), διανθισμένη, δίπλα, με πολλά δικά του, ζουμερά πολιτικά παρασκήνια. Ό,τι γράφει, έχει υψηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας και, είπαμε, τον διαβάζουν «και φίλοι, και οχτροί», όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Ξυλούρης.

«Ποιές είναι οι δυσκολίες και ποια η γοητεία του να γράφεις ένα άρθρο-άποψης κάθε μέρα;», τον ρώτησα, γυρεύοντας και εγώ φώτα και παρηγοριά!

«Προσωπικά δεν δυσκολεύομαι διότι έχω ευκολία στο γράψιμο. Κι από απόψεις, να φάνε κι οι κότες. Η γοητεία όμως είναι το ωραίο γράψιμο κι αυτό θέλει κυρίως ταλέντο. Ή το έχεις. Ή δεν το έχεις.

Αυτό το «ωραίο γράψιμο» είναι σαφώς και ένα από τα πολλά στοιχεία που ξεχωρίζουν την έντυπη από την ηλεκτρονική δημοσιογραφία, όπου κατά κανόνα τα κείμενα είναι πιο… τηλεγραφικά. Επίσης, όταν είναι να εμβαθύνεις σε ένα θέμα, από αυτά που λέμε «δύσκολα» όπως π.χ. τα εξωτερικά-διπλωματικά, και πάλι το χαρτί έχει υπεροχή.

Γνωρίζω ότι η εξωτερική πολιτική ήταν πάντα στα ενδιαφέροντά του Γιάννη Πρετεντέρη, δεν είναι όμως εύπεπτο υλικό για τον λεγόμενο μέσο αναγνώστη. «Πώς το διαχειρίζεσαι αυτό;»-

«Σπούδασα στην Ελβετία, ίσως στην καλύτερη σχολή διεθνών σχέσεων, στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ανώτατων Διεθνών Σπουδών της Γενεύης. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα και ήλθα στο «Βήμα», ο Ψυχάρης μου είπε «ωραία τα διεθνή αλλά δημοσιογράφο σε κάνει η εσωτερική πολιτική». Ακολούθησα την συμβουλή του και δεν έχασα. Απλώς, πού και πού, κάνω μερικές παρασπονδίες κι ανακατεύομαι στα διεθνή.»

Αναπόφευκτο follow-up στο προηγούμενο ερώτημα και στην απάντησή του, αυτό. Που φοβάμαι ότι έχει και το περισσότερο ψητό:

«Το Κυπριακό, πώς το βλέπεις;»

«Το Κυπριακό είναι σε απόλυτο αδιέξοδο. Και δεν ξέρω πώς μπορεί να αρθεί το αδιέξοδο αυτό. Μια αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία; Δεν είμαι αισιόδοξος. Ανεξάρτητα όμως από το αδιέξοδο και τις προοπτικές, θα ήταν ίσως χρήσιμο η ελληνοκυπριακή πλευρά να ξεκαθαρίσει κατ’ αρχάς με τον εαυτό της τι θέλει, τι μπορεί και τι αντέχει. Διότι ένα πράγμα είναι βέβαιο: Αποκλείεται να επιστρέψουμε στο καθεστώς που υπήρχε πριν την εισβολή.»