Έντονο προβληματισμό, ανησυχία, αλλά και την ανάγκη για αποτύπωση της πραγματικής εικόνας και των προβλημάτων, ούτως ώστε να εξευρεθούν και οι λύσεις, έφεραν για άλλη μια φορά στους εκπαιδευτικούς φορείς τα αποτελέσματα των Παγκύπριων Εξετάσεων.

Οι χαμηλοί μέσοι όροι σε αρκετά μαθήματα, μεταξύ αυτών, στα Νέα Ελληνικά, την Ιστορία, τα Μαθηματικά και τα Οικονομικά άνοιξαν για ακόμα μια χρονιά τις συζητήσεις. Ποια είναι τα προβλήματα; Υπάρχουν λύσεις; Αυτή είναι η πραγματική εικόνα των μαθητών, των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν και φέτος. 

Ως άκρως απογοητευτικά, χαρακτηρίζουν οι οργανωμένοι γονείς Μέσης Εκπαίδευσης, τα αποτελέσματα, την ώρα που θέτουν επί τάπητος συγκεκριμένες πτυχές, οι οποίες όπως δηλώνουν, χρήζουν διερεύνησης. Σε δηλώσεις του στον «Φ», ο πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Μέσης Εκπαίδευσης, Χαράλαμπος Διονυσίου, ανέφερε ότι πρόκειται για αποτελέσματα που δεν τιμούν κανένα εκπαιδευτικό εταίρο. Ο κ. Διονυσίου ανέφερε ότι χρειάζονται άμεσα αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα αρχίζοντας από τη διερεύνηση των ακόλουθων τομέων:

  • Αναλυτικά Προγράμματα: Είναι ικανοποιητικά, χρειάζονται αλλαγές; 
  • Αντίληψη παιδιών: Αντιλαμβάνεται την εκπαιδευτική διαδικασία αριθμός μαθητών;
  • Εκπαιδευτικοί μεταδίδουν στα παιδιά τις γνώσεις με το σωστό τρόπο;
  • Ο διδακτικός χρόνος είναι ικανοποιητικός ή πιεστικός;
  • Τα φροντιστήρια τα οποία παρακολουθούν χιλιάδες παιδιά είναι αποτελεσματικά ή μήπως μπερδεύουν την όλη κατάσταση φέρνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τα αντίθετα αποτελέσματα;
  • Οι πολιτικές που ακολουθούνται σχετικά με τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία και με τα παιδιά που λαμβάνουν στήριξη, αποδίδουν ουσιαστικά ή μήπως πρέπει να διαφοροποιηθούν; 

Ο κ. Διονυσίου αναφερόμενος σε όλα τα πιο πάνω ζητήματα επεσήμανε ότι όλα αυτά απασχολούν κάθε χρόνο και έχουν λεχθεί πολλές φορές, καλώντας, παράλληλα, τους αρμόδιους να τα μελετήσουν ενδελεχώς, να διαπιστώσουν τα πραγματικά προβλήματα και να περάσουν στη θεραπεία τους. 

Την ίδια ώρα, αρμόδια εκπαιδευτική πηγή ανέφερε στον «Φ» ότι πίσω από κάθε βιτρίνα, υπάρχει η πραγματική εικόνα μίας κατάστασης. Στην περίπτωση των μέσων όρων, όπως αυτοί δημοσιοποιούνται, μας αναφέρθηκε ότι υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να προβληματίσουν παρά να έχουν την τάση να διαπομπεύουν το δημόσιο σχολείο. Χαρακτηριστικά, η εν λόγω πηγή εστίασε στην ανάγκη για άρτιο εκπαιδευτικό προσωπικό αλλά και στην ανάγκη το εκπαιδευτικό μας σύστημα να στραφεί προς την κατεύθυνση ενός δυνατού εθνικού απολυτηρίου. 

Από πλευράς του, ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, Θέμης Πολυβίου, έκανε λόγο για προβλήματα που υπάρχουν και τα οποία ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, ωστόσο, αυτά λέγονται κάθε χρόνια για μερικές μέρες αφότου ανακοινωθούν τα αποτελέσματα και στη συνέχεια όλα ξεχνιούνται και δη χωρίς να υπάρχουν λύσεις. Ο κ. Πολυβίου εξέφρασε τη θέση πως είναι λάθος να βγαίνουν οι μέσοι όροι που πιθανόν να δίνουν θολή εικόνα, αλλά να γίνει προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων.

Παράλληλα, ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ έθεσε και το εξής ερώτημα: «Μήπως κάποια παιδιά βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση»; Ερώτημα, το οποίο τέθηκε και από τον υπουργό Παιδείας κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, λέγοντας ότι πρέπει να εξεταστεί πλέον το ποιο παιδί είναι πού. Επιπρόσθετα, ο Θέμης Πολυβίου δήλωσε ότι το επόμενο σχολικό έτος πρέπει να αξιοποιηθεί για μελέτη, για εντοπισμό προβλημάτων και διόρθωσή τους. 

«Οι μέσοι όροι δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα»

Κληθείσα από τον «Φ» να σχολιάσει το ευρύτερο ζήτημα των αποτελεσμάτων που κάθε χρόνο βλέπουμε στις Παγκύπριες Εξετάσεις, η ακαδημαϊκός Μαίρη Κουτσελίνη επεσήμανε εξαρχής ότι λανθασμένα βγαίνουν οι μέσοι όροι, καθώς από αυτούς δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Κι αυτό διότι, σημαντική μερίδα παιδιών είτε δεν ενδιαφέρονται για πρόσβαση, είτε επειδή περνούν από τους βαθμούς των τετραμήνων τους, δεν τους νοιάζει να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις και να ανταποκριθούν σε αυτές. 

Σύμφωνα με την κ. Κουτσελίνη, δεν υπάρχει μαρτυρία από παιδιά ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα δοκίμια γιατί δεν αντιλαμβάνονται και δεν κατανοούν τι τους ζητείται από αυτά. Αντιθέτως, μαρτυρίες υπάρχουν από παιδιά ότι δεν ενδιαφέρονται για τους πιο πάνω λόγους. 

Στην ερώτηση κατά πόσον υπάρχει πρόβλημα γλωσσικής επάρκειας, η κ. Κουτσελίνη ανέφερε ότι αυτό εντοπίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο και όχι τόσο στο γραπτό. Τέλος, επεσήμανε ότι πρέπει να γίνει έρευνα στους μαθητές για τις «ομάδες», στις οποίες ανήκουν (αδιάφοροι, θέματα κατανόησης του δοκιμίου κ.λπ.) ούτως ώστε να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.