Λένε πως «ο άδρωπος εν ο τόπος, τζι ο τόπος γέρημος», κι αυτό είναι μια αλήθεια νομοτελειακή, γιατί ο χαρακτήρας του ανθρώπου απεικονίζεται στον τόπο, οι εμπειρίες, τα βιώματα και οι ιστορίες ζωής που ξετυλίγονται στον χώρο και τον χρόνο, καταγράφονται στο dna του. Ανεξίτηλα. Είναι αρκετό να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του, για να καταλάβει τον άνθρωπο, βλέποντας τον τόπο. Αποτύπωμα γερό για την Λάπηθο του 1878-1960, του νέου πονήματος του Ανδρέα Χειμωνίδη, ο οποίος όπως και στο πρώτο βιβλίο του για τη γενέτειρά του έκανε κατάθεση ψυχής.
Στο βιβλίο που καλύπτει την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ταξινομούνται δημοσιεύματα στον Τύπο, σαν ακριβείς καταγραφές γεγονότων που συνέβησαν στη Λάπηθο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και προσθέτουν πολύτιμες πληροφορίες για όλα τα θέματα της ζωής στον τόπο.
Στο πρώτο κεφάλαιο, παρατίθενται περιγραφές επισκεπτών που παρουσιάζουν ανάγλυφη την κατάσταση της Λαπήθου από τες αρχές της περιόδου και την μεταμόρφωσή της στο πέρασμα του χρόνου. Τα στενά λασπωμένα μονοπάτια γίνονται ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, η οικοδόμηση των εμβληματικών δημοσίων κτηρίων, ο ηλεκτρισμός και η υδροδότηση, η δημιουργία σχολείων, αλλά και οι ασχολίες των ανθρώπων, το μετάξι και η καλλιέργεια της λεμονιάς, τα αιτήματα μεταξύ των οποίων και ο διακαής πόθος που κρατά για πάνω από ένα αιώνα για κατασκευή του δρόμου που θα μείωνε την απόσταση από τη Λευκωσία στα 15 λεπτά. Μαζί με αυτά, οι δικαστικές διαμάχες, το αστυνομικό χρονολόγιο, οι σχέσεις με την εκκλησία, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις που εν πολλοίς καθόρισαν και προσδιόρισαν την ακριβή χρονική οριοθέτηση της κυπριακής ιστορίας και πολλές άλλες πτυχές της σύγχρονης ιστορίας της Λαπήθου.
Σε συνοπτικά ένθετα, Λαπηθιώτες και Λαπηθιώτισσες που άφησαν το στίγμα τους με τη δράση και την προσφορά τους. Ξεχωριστή θέση στο βιβλίο, καταλαμβάνει το μητρώο θανόντων της περιόδου 1915 – 1950. Το χαμένο μητρώο θανόντων, που μαζί με τα άλλα μητρώα που ετηρούνταν (γεννήσεων, γάμων κλπ) στες εκκλησίες, τον Δήμο και την Επαρχιακή Διοίκηση χάθηκαν το 74 και μαζί τους πολύτιμες πηγές για τους προγόνους μας. Το τμήμα αυτό του μητρώου, επισημάνθηκε μετά από τρία χρόνια προσπαθειών και παραδίδεται μέσα από το βιβλίο σε όλους τους Λαπηθιώτες.
Η έρευνα φιλοδοξεί να παρουσιάσει τη ζωή και τη δράση των ανθρώπων της Λαπήθου, να επανατοποθετήσει τον άνθρωπο στον τόπο μετά τον βίαιο ξεριζωμό και την απουσία 47 σχεδόν χρόνων. Παραθέτει στις 532 σελίδες του βιβλίου, υλικό που φιλοδοξεί να αποτελέσει γέφυρα με το παρελθόν κυρίως όσων δεν είχαν την ευκαιρία που φυσιολογικά θα είχαν, να γνωρίσουν τον άνθρωπο μαζί με τον τόπο, και σαν γέφυρα που θα ενώσει την μεγάλη παραφωνία στην μακραίωνη ιστορία του λαμπερού αυτού χώρου της αναγκαστικής και βίαιης απουσίας των ανθρώπων από την γη τους!
Το 2021 έρχεται η συνέχεια της έκδοσης του 2018 με τίτλο «Λάπηθος, Λάμπουσα και Ιμερόεσσα – 5000 χρόνια ιστορίας», με επίκεντρο την παρουσία του ανθρώπου στον συγκεκριμένο τόπο, μέσα από τες δράσεις και τη ζωή του στα χρόνια της Αγγλοκρατίας από το 1878 μέχρι το 1960, με τες καλές και κακές στιγμές, σε ένα τόμο που αναδεικνύει τον φιλοπρόοδο χαρακτήρα του και ακολουθεί την εξέλιξη της Λαπήθου σχεδόν λεπτό με λεπτό. Σε όλους τους τομείς. Στα παραρτήματα, μεταφέρονται και νέες λίστες προγόνων καθώς και η επίσημη σύγχρονη τοπογραφική καταγραφή, ενώ σε κάποια κεφάλαια υλικό που διαφωτίζει καθοριστικά περιόδους και πράξεις.
Είναι σημαντικό ζήτημα, μισό αιώνα μετά τον ξεριζωμό, να υπάρχει η καταγραφή και απεικόνιση της ζωής υπαρκτών ανθρώπων στον τόπο αυτό, για να χρησιμεύσει σαν γέφυρα κύρια για τες σημερινές και τες μελλούμενες γενιές, να αποκτήσει ζωή και όψη ο τόπος έμπρακτα και πέρα από μια απρόσωπη μνημόνευση.
Είναι η πρώτη φορά που ο άνθρωπος – το σύνολο των Λαπηθιωτών – έχει διαχωριστεί (βίαια) από τον τόπο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ξένος σε ξένους τόπους παγιώνεται σε μια κατάσταση στην οποία έπρεπε να ζήσει και η απειλή να ξεθωριάσουν και να χαθούν οι μνήμες και να χαθούν οι ρίζες είναι περισσότερο από ορατός. Μετοικεσίες επιχειρήθηκαν στο παρελθόν, και μάλιστα για αλλότριους λόγους, με γνωστότερη τη μετοικεσία στην Αρτάκη (αλλού αναφέρεται η Κύζυκος) των Κυπρίων από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ από όπου προέκυψε και ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου (Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου) με μια σημαντική διαφορά: δεν ακολούθησε το σύνολο του λαού και κράτησε μόνο 7 χρόνια (691-698 μ.Χ.) μέχρι την επιστροφή.
Μισός αιώνας μακριά είναι τεράστιος χρόνος που μετατρέπεται ίσως στον σημαντικότερο παράγοντα που πρέπει να προσεχθεί σε μια λύση από τη μια, και από την άλλη που μετατρέπει σε αδήριτη ανάγκη την ύπαρξη γεφυρών ώστε να συνεχίσει να έχει νόημα η προσπάθεια, γιατί “ο άνθρωπος εν ο τόπος τζιαι ο τόπος γέρημος” …
Ο συγγραφέας στον πρόλογό του πολύ εύστοχα σημειώνει:
«Ελέχθη ακόμα, για την Κύπρο, πως πολλούς αφέντες άλλαξε, μα δεν άλλαξε καρδιά! Σταθερή αξία κι αυτό για αιώνες. Με μια ειδοποιό διαφορά! Ήρθαν και έφυγαν πολλοί στην μακραίωνη ιστορία του τόπου μας, αλλά ο άνθρωπος του ήταν πάντα εκεί, άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους, τόπος και άνθρωπος, κάτω από «αφέντες» που δεν μπορούσαν ότι και αν εφάρμοσαν να διασπάσουν το δέσιμο αυτό. Η διαφορά όλων εκείνων των αιώνων με τον τελευταίο μισό, είναι ακριβώς αυτό: ο τόπος είναι εκεί και ο άνθρωπος είναι εδώ. Δεν είναι μαζί. Ο άνθρωπος ξένος σε ξένους τόπους, αλλοτριώνεται, βομβαρδίζεται από ξένους πολιτισμούς, ξένες συνήθειες, μετέωρος, κι ο τόπος αλλοιώνεται σημαντικά σε βαθμό που αρχίζει να θυμίζει δύσκολα τον άνθρωπο. Συνταγή απόλυτα επικίνδυνη για το μέλλον αυτής της σχέσης. Για τη συνέχεια και την εξέλιξη της. Η διαπίστωση αυτή μετατρέπει το θέμα της επανασύνδεσης ανθρώπου και τόπου σαν πρώτο ζητούμενο, πιο πρώτο από όλα τα άλλα σημαντικά …
Είναι πράγματα που μπορούν να γίνουν και άλλα που δεν μπορούν, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της πορείας αυτής. Οι συχνές επισκέψεις μπορούν, σε κάποιο βαθμό, να συγκρατήσουν τους δεσμούς μέσα από τες μνήμες, σαν μεσοστάδιο της επιστροφής. Για όσους έζησαν έστω και λίγο εκεί. Είναι όμως κι αυτοί που στερήθηκαν το δικαίωμα να γεννηθούν και να μεγαλώσουν εκεί κι αυτοί που δεν γεννήθηκαν ακόμα, που κάποια στιγμή θα αποτελούν το σύνολο των ανθρώπων, που ελάχιστη σχέση θα έχουν με τον τόπο, επιφανειακή και ιστορική, μέχρι να εκλείψει. Με ρίζες αβαθείς στους ξένους τόπους, με dna επιγενόμενο αντί ζυμωμένο με το χώμα, με την αρμύρα και τον αέρα της συγκεκριμένης γης, με μακρινές, επιγραμματικές, επιγενόμενες αναμνήσεις …»
«Σημαντική – επισημαίνει ο Α. Χειμωνίδης- η γνώση για τη Λάπηθο και τα 5000 χρόνια της ιστορίας της, της ιστορίας μας. Σημαντικό να τοποθετηθεί και πάλι ο άνθρωπος στον χώρο. Σημαντικό να τοποθετηθεί στο κάθε σπίτι, ο άνθρωπος που μέσα σ’ αυτό πόνεσε και γέλασε, οι δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν σε κάθε γωνιά, ο μόχθος και ο ιδρώτας που πότισε την γη. Σημαντικό να περνά αυτός που δεν έζησε ποτέ εκεί και να αναγνωρίζει τα όσα έγιναν πριν διακοπεί βάναυσα η αλληλουχία. Να βλέπει κάτι παραπάνω από σειρές σπίτια, απρόσωπα, έτοιμα να περάσουν στη λήθη. Με αυτό το σκεπτικό, την παράδοση μιας σφαιρικής εικόνας της παρουσίας του ανθρώπου στον συγκεκριμένο αγαπημένο χώρο, την επαναφορά του ανθρώπου στον τόπο, με την ελπίδα ο τελευταίος μισός αιώνας να είναι η παρένθεση και όχι μια μόνιμη νέα κατάσταση, πραγματοποιήθηκε η έρευνα αυτή. Μια έρευνα που μπορεί να μην είναι εξαντλητική, ή μπορεί να μην συμπεριλαμβάνει στο τελικό αποτέλεσμα όλα τα ευρήματα, αλλά που αναφέρεται στον άνθρωπο και την δράση του όπως καταγράφηκε την στιγμή που γινόταν, μέσα από τον τύπο της εποχής και άλλες πηγές».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ
Στόχος της έρευνας, αναφέρει ο συγγραφέας, «να τοποθετήσει τον άνθρωπο μέσα από τα δημοσιεύματα στον τύπο, καλά και κακά, σ’ αυτόν τον αγαπημένο τόπο της Λαπήθου, σε χώρους, σπίτια, περιοχές, εργαστήρια, εκκλησίες. Σε όλα και όσα είναι ακόμα αναγνωρίσιμα και απτά μέχρι τες μέρες μας! Για να αποτελέσει μια αναφορά που να συνδέει τον άνθρωπο με τον τόπο, με δεδομένο ότι όλα αυτά που φυσιολογικά διασφαλίζουν τη συνέχεια, διακόπηκαν άγρια το καλοκαίρι του 1974 και για σχεδόν μισό αιώνα η διακοπή αυτή αποτελεί παραφωνία στην ιστορία 5000 χρόνων.
Στις χιλιάδες αυτές χρόνων ιστορίας, είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι είναι μακριά από τον τόπο για τόσο μεγάλο διάστημα, μισό αιώνα, κι αυτό αποτελεί τον μεγάλο και απόλυτο κίνδυνο για το μέλλον. Το γεγονός αυτό κάνει σημαντική την σύνδεση του τόπου με τον άνθρωπο, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη συνέχεια και τους ανθρώπους που δεν έζησαν στη γη των γονιών τους».