Το μεγάλο στοίχημα που καλείται να πετύχει η Κύπρος είναι να μπορέσει να μεταβεί σε νέο μοντέλο ανάπτυξης πλήρως απεξαρτικοποιημένο από τα ορυκτά καύσιμα.
 
Στόχος σε πρώτη φάση είναι να διαφοροποιήσει το ενεργειακό μίγμα που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, όσο το δυνατό με μεγαλύτερη διείσδυση του φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα να διευρύνει τη διείσδυση των ΑΠΕ. Οι φιλόδοξοι αυτοί στόχοι για λιγότερη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ακόμα και από το φυσικό αέριο, θεωρούνται ως μεταβατικό στάδιο από τον άνθρακα στις ΑΠΕ, και τίθενται μέσα στο νέο πλαίσιο πολιτικής της Κύπρου για την Ενέργεια και το Κλίμα μέχρι το 2030 που παίρνει πλέον σάρκα και οστά μετά τη γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής για την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του νέου πλαισίου πολιτικής.
 
Το πακέτο της Κύπρου είναι εναρμονισμένο με το κανονιστικό πλαίσιο διακυβέρνησης της Ενεργειακής Ένωσης για τις πέντε διαστάσεις της (ενεργειακή ασφάλεια, εσωτερική αγορά ενέργειας, ενεργειακή απόδοση, απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, και έρευνα, καινοτομία και ανταγωνιστικότητα). 
 
Το Εθνικό Σχέδιο περιλαμβάνει συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα σε δύο Δέσμες που διαμορφώθηκαν για το σκοπό αυτό (Δέσμη 1 «Με εγκεκριμένες Πολιτικές και Μέτρα» και Δέσμη 2 «Με Προγραμματιζόμενες Πολιτικές και Νέα Μέτρα») και παρουσιάζει την εθνική συνεισφορά στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων:
 
(α) Μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ κατά 40% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2005 (Νομικά Δεσμευτικός Εθνικός Στόχος για την Κύπρο: μείωση 24%) για τους τομείς εκτός του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του θερμοκηπίου.
 
(β) Υποχρεωτικός στόχος 32% Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση της ΕΕ μέχρι το 2030 (εθνική συνεισφορά στο στόχο της ΕΕ: 23% ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση. Επιμέρους εθνικοί στόχοι για ΑΠΕ: υποχρεωτικός στόχος για 14% ΑΠΕ στις μεταφορές και ενδεικτικός στόχος για 1,1% ετήσια αύξηση στην θέρμανση-ψύξη από ΑΠΕ, ενώ οι στόχοι για την ηλεκτροπαραγωγή θα καθοριστούν σε μεταγενέστερο στάδιο).
 
(γ) Ενεργειακή απόδοση: Υποχρεωτικός στόχος για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 32,5% σε επίπεδο ΕΕ μέχρι το 2030:
• Εκτιμωμένη ενδεικτική εθνική συνεισφορά στο στόχο της ΕΕ: «Πρωτογενής κατανάλωση ενέργειας το 2030 μέχρι 2,4 Mtoe και τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 μέχρι 2,0 Mtoe (μείωση 17% και 13% αντίστοιχα σε σχέση με την αντίστοιχη πρόβλεψη της Ε. Επιτροπής για την Κύπρο το 2007).
• Επίτευξη υποχρεωτικού σωρευτικού στόχου εξοικονόμησης ενέργειας στην τελική χρήση ύψους 243,04 ktoe τα έτη 2021-2030, με λήψη μέτρων πέραν των όσων επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
 
(δ) Ηλεκτρική διασύνδεση, η οποία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 15% της εγκατεστημένης ισχύς από ΑΠΕ και της μέγιστης ζήτησης ηλεκτρικής Ενέργειας το 2030, καθώς και προώθηση Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος που προάγουν την περιφερειακή συνεργασία και συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ.
 
(ε) Ανάπτυξη και ενοποίηση της αγοράς ηλεκτρισμού με τη δημιουργία του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου που θα συμβάλει στην ανάπτυξη ανταγωνιστικών τιμών για τους καταναλωτές ηλεκτρισμού.
 
(στ) Αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας με τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και προμήθειας, την αξιοποίηση των γηγενών ενεργειακών πηγών και την υιοθέτηση μέτρων για αντιμετώπιση δυσκολιών στον εφοδιασμό.
 
(ζ) Ανάπτυξη υποδομών μεταφοράς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και, όπου απαιτείται, έργα εκσυγχρονισμού.
 
(η) Στοχευμένη Έρευνα και Καινοτομία για συνεισφορά προς επίτευξη των πιο πάνω στόχων.
 
Λαμβάνοντας υπόψη τα αναμενόμενα αποτελέσματα της υλοποίησης των πολιτικών και μέτρων που περιλαμβάνονται στις δύο πιο πάνω Δέσμες και ιδιαίτερα των νέων προγραμματιζόμενων πολιτικών και μέτρων, διαφαίνεται ότι ο εθνικός υποχρεωτικός στόχος για μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου καλύπτεται σε πολύ μεγάλο βαθμό (προβλέπεται μείωση 21% προς το τέλος της περιόδου δηλαδή το 2030 αντί 24% που είναι ο στόχος), ενώ, υπό προϋποθέσεις, επιτυγχάνονται πλήρως οι υπόλοιποι στόχοι.
 
Συγκεκριμένα, με επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών και μέτρων, εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου κατά 21% σε σχέση με το 2005. Η διείσδυση των ΑΠΕ σε αυτή την περίπτωση είναι της τάξης του 23%, ενώ επιτυγχάνεται ο υποχρεωτικός στόχος για εξοικονόμηση ενέργειας στην τελική χρήση και η ενδεικτική συνεισφορά στο στόχο της ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση. Σημειώνεται ότι, παρόλο που συμπεριλήφθηκε ως προγραμματιζόμενη πολιτική η προώθηση δημοσιονομικά ουδέτερης φορολογικής περιβαλλοντικής μεταρρύθμισης, η συνεισφορά της στη μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου δεν ποσοτικοποιήθηκε και δεν υπολογίστηκε το θετικό αποτέλεσμα που αυτή θα επιφέρει.
 
Στη βάση των αναλύσεων αυτών διαφαίνεται ότι κατά την περίοδο 2021-2030 η Κύπρος θα παρουσιάζει σε κάποιες χρονιές μικρό πλεόνασμα και σε κάποιες χρονιές μικρό έλλειμμα, ως προς τα όρια των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που έχουν καθοριστεί, εκτιμάται ωστόσο ότι δεν θα προκύψει μη συμμόρφωση όσον αφορά τις υποχρεώσεις έναντι της ΕΕ.
 
Προγραμματιζόμενες πολιτικές και νέα μέτρα
 
Εφόσον ληφθούν πρόσθετα μέτρα αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση φθοριούχων αερίων σε ποσοστό τουλάχιστον 10% το 2030, καθώς και περαιτέρω αύξηση αναερόβιας χώνευσης για επεξεργασία κτηνοτροφικών αποβλήτων (στόχος για 2030: 25,7% πουλερικά, 10% αιγοπρόβατα, 69% χοιροτροφία). Παράλληλα, αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση βιοαερίου από παλαιούς χώρους απόρριψης τουλάχιστον κατά 30% από το 2020, καθώς και ειδικό πρόγραμμα δεντροφύτευσης.
 
Όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε περίπτωση μη Ηλεκτρικής Διασύνδεσης αναμένεται να προωθηθεί η αποθήκευση ενέργειας μέχρι το 2023-2024, καθώς και η προώθηση της γεωθερμίας και ηλιακών στις επιχειρήσεις.
 
Για εξοικονόμηση Ενέργειας θα γίνουν επιπρόσθετες επενδύσεις σε μετρά εξοικονόμησης στον οικιστικό και τριτογενή τομέα (σύνολο €65 εκατ. ετησίως) και βιομηχανία (€67 εκατ. για τη δεκαετία) 
 
Στον τομέα των μεταφορών θα προωθηθεί η υλοποίηση σχεδίων αστικής βιώσιμης κινητικότητας με την μετατόπιση οχηματικών διακινήσεων σε βιώσιμα μέσα μεταφοράς.
 
Περαιτέρω θα προωθηθεί η χρήση λεωφορείων αλλά και οχημάτων με χαμηλές ή μηδενικές εκπομπές, αλλά και η ευρεία δεντροφύτευση σε αστικούς και υπεραστικούς δρόμους.
 
Επιπτώσεις στο περιβάλλον
 
Οι πολιτικές και τα μέτρα του Σχεδίου επιτρέπουν στην Κύπρο να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν στη συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις κλίμα που απορρέουν από τη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή. Για την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, οι πολιτικές και μέτρα αναμένεται να επιφέρουν θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στον πληθυσμό και την ανθρώπινη υγεία, τη βιοποικιλότητα, τα τοπίο, τα υπόγεια και επιφανειακά νερά, την ατμόσφαιρα, το έδαφος, το κλίμα, τα υλικά αγαθά και την πολιτιστική κληρονομιά.
 
Διαφοροποίηση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης
 
Λαμβάνοντας υπόψη τις εγκριμένες πολιτικές και μέτρα της κυβέρνησης για εξοικονόμηση ενέργειας προωθείται φορολογική μεταρρύθμιση με αύξηση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης πέραν των ελάχιστων της Ε.Ε. , καθώς και η επιβολή ενεργειακής απόδοσης σε διανομείς ενέργειας. Περαιτέρω αναμένεται διαφοροποίηση του τέλους ΑΠΕ και ΕΞΕ, και η παραχώρηση οικονομικών κινήτρων με αξιοποίηση πόρων Διαρθρωτικών ταμείων 2021-2027, το χρηματοδοτικό εργαλείο fund of funds μέχρι το 2023, και πόροι ταμείου ΑΠΕ και ΕΞΕ μέχρι το 2023.
 
Στις μεταφορές προβλέπεται άμεσα η εγκατάσταση 10 επιπλέον διπλών σημείων επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Σήμερα υπάρχουν 19 σημεία φόρτισης. Περαιτέρω, εφαρμόζεται σχέδιο απόσυρσης παλαιών αυτοκινήτων, με κίνητρα για αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Προβλέπεται ακόμα σύστημα διαχείρισης στόλου για τα οχήματα της δημόσιας υπηρεσίας, νέες συμβάσεις λεωφορείων και ταυτόχρονα εγκατάσταση συστήματος τηλεματικής στις υπηρεσίες λεωφορείων. Παράλληλα, προωθείται η αναθεώρηση των φόρων επί των οχημάτων και των ετήσιων φόρων κυκλοφορίας, η χρήση βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών και η χρήση αυτοκινήτων με υγραέριο.
 
Εκτός ενέργειας και μεταφορών προωθούνται και άλλες πολιτικές και μέτρα όπως ανάκτηση φθοριούχων αερίων (σε ποσοστό τουλάχιστον 5% μέχρι το 2030), αύξηση αναερόβιας χώνευσης για επεξεργασία κτηνοτροφικών αποβλήτων (στόχος για 2030: 23% απόβλητα από πουλερικά, 5% απόβλητα από αιγοπρόβατα, 66% απόβλητα από χοιροτροφία), πρόγραμμα στήριξης μείωσης εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου από τις επιχειρήσεις (στόχος για 2030: μείωση τουλάχιστον 8%), διαλογή στην πηγή των στερεών απορριμμάτων (40% από το 2021, 55% το 2025, 60% 2030).
 
Από το 2021 έχει τεθεί στόχος μείωση της απόρριψης των οργανικών αποβλήτων στους χώρους απόρριψης απορριμμάτων σε 15%, ανάκτηση βιοαερίου από παλαιούς χώρους απόρριψης τουλάχιστον κατά 20% από το 2020 και χρήση αναερόβιας χώνευσης για επεξεργασία αστικών απορριμμάτων από το 2021 τουλάχιστον κατά 5%.
 
Όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας υπάρχει υποστήριξη έργων κάτω του 1MW Ενεργειακές Κοινότητες (Χωρίς Αγορά Ηλεκτρισμού), συνέχιση του Net-Metering & Net (+Virtual) Billing και κατάργηση των τελών (σε συνεργασία με ΡΑΕΚ), ΑΠΕ στις Μεταφορές Προώθηση ηλεκτρικής φόρτισης από ΑΠΕ και παραγωγή ντόπιων Βιοκαυσίμων και Βιοαερίου. Προώθηση των αποδοτικών Heat-Pumps και καλύτερη καταγραφή. Ηλιακά στις επιχειρήσεις.
 
Πλήρης η εξάρτηση από τις εισαγωγές καυσίμων

Η Κύπρος εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, κυρίως από πετρελαϊκά προϊόντα. Αυτή η εξάρτηση έχει οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα σε ενεργειακά προϊόντα από ότι η ΕΕ στο σύνολό της. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ενέργειας ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2015 ήταν 4.1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.

Η ενέργεια και οι μεταφορές είναι βασικοί τομείς για τη συνολική λειτουργία της οικονομίας, καθώς παρέχουν σημαντική συμβολή και εξυπηρέτηση σε άλλους τομείς. Η συνδυασμένη δραστηριότητα αυτών των δύο τομέων αντιπροσώπευε το 9.1% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της Κύπρου το 2015. Ομοίως, το μερίδιό τους στη συνολική απασχόληση ήταν 4.7% το 2015, εκ των οποίων 4.3% στον τομέα των μεταφορών και 0.4% στον τομέα της ενέργειας.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή και βιομάζα) αντιπροσώπευαν ένα μερίδιο του 8.4% της πρωτογενούς ακαθάριστης εσωτερικής κατανάλωσης ενέργειας, το 2017, με το υπόλοιπο να προέρχεται κυρίως από προϊόντα πετρελαίου (91.6%).

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας οι τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Κύπρο, το 2017, κατανέμονται σε ηλιακή ενέργεια (44,15%), βιομάζα (25,47%), ηλεκτρισμός από αιολική ενέργεια (11,43%), ηλεκτρισμός από φωτοβολταϊκά πάρκα (9,39%), Βιοκαύσιμα (5,44%) και σε ηλεκτρισμό από βιομάζα (2,79%).

Σύμφωνα με προσομοιώσεις με περιοδικά κλιματικά μοντέλα, υπολογίζεται ότι η αύξηση της ετήσιας μέγιστης θερμοκρασίας, για την περίοδο 2021-2030, προβλέπεται να είναι 1 – 1,5°C. Όσον αφορά στη βροχόπτωση, για την περίοδο 2021-2030 δεν διαφαίνονται σημαντικές αλλαγές με τις μεγαλύτερες μειώσεις (της τάξεως των 10-20mm ετησίως) να συναντώνται στις ορεινές περιοχές του Τροόδους. Οι περίοδοι ξηρασίας αναμένεται να αυξηθούν την περίοδο 2021-2030, κατά 3-5 ημέρες στις παράκτιες ζώνες. Ο ετήσιος αριθμός των ημερών με θερμοκρασία άνω των 35°C αναμένεται να αυξηθεί σε 19 ημέρες στις νότιες περιοχές, 17 ημέρες στις ανατολικές και 2-3 μέρες στις δυτικές περιοχές. Αύξηση αναμένεται και στις τροπικές νύχτες, για την περίοδο 2021 – 2050, που ο αριθμός των θερμών νυχτών αναμένεται να φτάσει τις 32 ημέρες για τις δυτικές περιοχές και τις 25 -30 μέρες για τις ανατολικές και τις νότιες περιοχές. Λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να υπάρξει αύξηση στη συχνότητα και την ένταση των πυρκαγιών, ενώ δεν αναμένεται να προκληθούν πλημμύρες από τη θάλασσα. Ωστόσο, η παράκτια ζώνη της Κύπρος θεωρείται ως ευάλωτη περιοχή.

Το φαινόμενο της απερήμωσης προκαλεί απώλεια της παραγωγικότητας των εδαφών με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της γης σε άνυδρες, υπο-άνυδρες και ξηρές υπο-άνυδρες περιοχές. Η υποβάθμιση αυτή έχει αντίκτυπο στην οικολογία των επηρεαζόμενων περιοχών καθώς επίσης και στην ποιότητα ζωής και τα εισοδήματα των κατοίκων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Άτλαντα της Απερήμωσης, μεταξύ των περιοχών που απειλούνται από την απερήμωση συμπεριλαμβάνονται εκτεταμένες περιοχές της Κύπρου.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως οι μεταφορές, οι βιομηχανίες και οι οικιστικές θερμάνσεις, είναι οι κυριότερες πηγές εκπομπής αερίων ρύπων στην ατμόσφαιρα. Στην περιοχή που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία πρωτεύουσες πηγές παραγωγής Διοξειδίου του Θείου (SO2) και Οξειδίων του Αζώτου (ΝΟx) είναι οι ηλεκτροπαραγωγοί σταθμοί. Επιπλέον, η κυκλοφορία των οχημάτων συμβάλλει ουσιαστικά στην παραγωγή Οξειδίων του Αζώτου (ΝΟx) (και Αιωρούμενων Σωματιδίων (PM10 και PM2.5). Το βενζόλιο είναι ένας ρύπος που συνδέεται άμεσα με την οδική κυκλοφορία, όπως και το Μονοξείδιο του Άνθρακα. Επίσης, η Κύπρος επηρεάζεται άμεσα από το φαινόμενο της Σκόνης της Σαχάρας, εξαιτίας της οποίας αναπτύσσονται επιπρόσθετες υψηλές τιμές συγκεντρώσεων αιωρούμενων σωματιδίων. Η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στην Κύπρο είναι γενικά καλή. Για τους περισσότερους ρύπους, όπως είναι τα Οξείδια του Αζώτου (ΝΟx), το Διοξείδιο του Θείου (SO2), το Μονοξείδιο του Άνθρακα (CO), το Βενζόλιο (C6H6), και τα βαρέα μέταλλα (As, Cd, Ni, Hg, Pb), δεν παρατηρείται υπέρβαση των οριακών τιμών που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία.

Η Κύπρος διατηρεί εκτεταμένα δάση που καλύπτουν το 17% του νησιού και κατανέμονται κυρίως στις οροσειρές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου. Οι χαμηλότεροι λόφοι καλύπτονται από θαμνώνες διαφόρων τύπων που εναλλάσσονται με καλλιέργειες και κατά τόπους με οικισμούς. Οι πεδινές περιοχές με κύρια την εκτεταμένη πεδιάδα της Μεσαορίας και η παράκτια ζώνη καλύπτονται από καλλιέργειες (περίπου 45% του νησιού) και οικισμούς, αλλά τοπικά διατηρούνται μεγαλύτερες ή μικρότερες εκτάσεις φυσικής ή μη φυσικής βλάστησης. Στην Κύπρο, 50 περίπου τύποι οικοτόπων (ευρωπαϊκού και εθνικού ενδιαφέροντος) παρέχουν ενδιαίτημα σε μεγάλη ποικιλία ειδών και υποειδών της χλωρίδας και της πανίδας, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά, σπάνια και για άλλους λόγους σημαντικά είδη. Οι περιοχές που εντάσσονται στο Δίκτυο Natura 2000, καλύπτουν το 28.4% της έκτασης της χώρας. Το 6% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης και το 50.4% της έκτασης των δασών εντάσσονται στο Δίκτυο αυτό.